Τον λένε Τζόν, αλλά το γεγονός ότι δεν υπάρχει γυναίκα που να μην πάρει σπίτι του την πρώτη κι όλας βραδιά, του έχει χαρίσει το παρατσούκλι Ντον, από τους τόσο ανώριμους και συναισθηματικά ανάπηρους όσο κι εκείνος, φίλους του. Ο Ντον Τζον είναι ένα αγόρι που νοιάζεται για λίγα μόνο πράγματα: για το σπίτι του που καθαρίζει με εμμονική επιμέλεια. Για τους φίλους του που μοιάζουν με καθρέφτισμά του. Για την οικογένειά του, μια συμπαθητική καρικατούρα κάθε οικογένειας Ιταλο-αμερικάνων. Και κυρίως για το πορνό στο internet. Το οποίο βλέπει τρεις, τέσσερις πέντε, δέκα φορές την μέρα. Γιατί αντίθετα από το αληθινό σεξ, όταν τελειώνει κοιτάζοντας ένα κλιπ στον υπολογιστή του, «χάνει τον εαυτό του».
Μέχρι την στιγμή που στο συνηθισμένο του μπαρ, θα γνωρίσει την Μπάρμπαρα, ένα «αληθινό δεκάρι» και το γεγονός ότι δεν θα καταφέρει να την πάει σπίτι του, θα τον κάνει να την ερωτευτεί. Η σχέση τους θα προχωρήσει με άλματα, ο Τζον θα αλλάξει τους τρόπους του, θα γνωρίσει τους φίλους της, θα την γνωρίσει στους γονείς της, θα της πει σ΄ αγαπώ. Ομως η Μπάρμπαρα θέλει κάτι ακόμη: Θέλει να πει αντίο στο πορνό, κι αυτό είναι σαν να λέει αντίο σε ένα κομμάτι του ίδιου του εαυτού του.
Το θέμα δεν ακούγεται καινούριο, το «Shame» του Στιβ ΜακΚουίν μοιάζει ο πιο κοντινός και πρόσφατος συγγενής αυτής της ιστορίας, όμως η προσέγγιση του Λέβιτ, δεν θα μπορούσε να είναι περισσότερο αντιδιαμετρική. Εδώ δεν έχουμε ένα βαρύ δράμα για τον εθισμό στο σεξ, αλλά μια ρομαντική κωμωδία που χτίζεται πάνω του, αλλά που παρά τα γέλια, δεν υπολείπεται σε ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις πάνω στις θεματικές του.
Η πιο προφανής από αυτές είναι βεβαίως το πως η υπερ-εκθεσή μας στο σέξ, η μεταμόρφωσή του σε κάτι μηχανικό και αυτόματο, καθιστά προβληματική τη δυνατότητα μας να δεσμευτούμε σε ένα συναισθηματικό επίπεδο. Και δεν σταματά στα πρότυπα και τις συμπεριφορές που δημιουργεί το πορνό, αλλά μεγεθύνει κι εξετάζει πάντα με χιούμορ, πράγματα φαινομενικά αθώα, όπως η macho νοοτροπία ή η συμβολή της διαφήμισης στην δημιουργία ανθρώπων συναισθηματικά αναπήρων, όπως ο Τζον Ντον.
Αν όμως το φιλμ του Λέβιτ, έχει ένα μήνυμα, έχει επίσης την εξυπνάδα να το σερβίρει με μια απολαυστική και χαριτωμένη κωμωδία και με δυο εξαιρετικές ερμηνείες από τον ίδιο και την Σκάρλετ Γιόχανσον που μοιάζουν βγαλμένοι από την χειρότερη (και γι' αυτό τόσο απολαυστική) εκδοχή του τηλεοπτικού «Jersey Shore».
Εχει επίσης νεύρο και ταχύτητα, την τόλμη να γεμίζει την ταινία με αποσπάσματα από πορνό δίχως ποτέ να γίνεται χυδαίο και μια σκηνοθετική ματιά που ακόμη κι αν κατά στιγμές μοιάζει ελαφρώς άγαρμπη, δεν παύει να είναι ξεχωριστή.
Κι αν η κατάληξη του φιλμ, η πορεία του Τζον προς μια συναισθηματική ωρίμανση, ο τρόπος που η ιστορία ολοκληρώνεται, μοιάζει μια ίδεα πιο αφελής ή βιαστική θα έπρεπε, το τίμημα μοιάζει ιδιαιτέρως μικρό για μια ταινία που είναι με διαφορά μια από τις πιο έξυπνες, ενδιαφέρουσες και διασκεδαστικές ρομαντικές κομεντί που είδαμε εδώ και καιρό.