Η σάτιρα του Ράντου Ζούντε είναι και καίρια και καιροσκόπα. Είναι και τολμηρή και επί τούτου προκλητική. Και οξυδερκής και επιφανειακή. Πάντοτε σαρωτική, σχεδόν επώδυνη - όπως οφείλει - και μαζί ελαφριά, σαν την καθημερινότητα που παραμένει ανεξάντλητη πηγή έμπνευσης για τον Ρουμάνο one of a kind δημιουργό, ο οποίος άφοβα πλέον και με τις ευλογίες των μεγάλων του ρουμανικού σινεμά συνεχίζει μόνος του να αποτελεί το συναρπαστικό νέο κύμα μιας εθνικής κινηματογραφίας που υπήρξε η πιο ρηξικέλευθη των τελευταίων είκοσι χρόνων.

Το «Μην Περιμένετε και Πολλά από το Τέλος του κόσμου» έρχεται - ευτυχώς - χωρίς τα βαρίδια του προηγούμενου υπερτιμημένου τίτλου της φιλμογραφίας του, του - ναι μεν ενδιαφέρον αλλά και καταγγελτικό και εξυπνακίστικο - «Ατυχές Πήδημα η Παλαβό Πορνό» που, ελέω της πανδημίας έκανε τον δημιουργό του διεθνή σούπερ σταρ και σύστησε το προφανώς μόνιμο πλέον στιλ του, αυτό μιας ταινίας που λειτουργεί σαν ένα παλίμψηστο από ιδέες, αναφορές και ποπ αστερίσκους προκειμένου να γίνει κάθε φορά καθρέφτης μιας κοινωνίας σε σήψη ή όσο εύστοχα υπογραμμίζεται εδώ, μιας κοινωνίας λίγο… πριν το τέλος του κόσμου.

Αφήνοντας πίσω του τη σοβαροφάνεια ή την αίσθηση εκείνη ότι πρέπει να προκαλέσει οπωσδήποτε προκειμένου να ακουστεί, ο Ράντου Ζούντε φτιάχνει με τη νέα του ταινία μια προσομοίωση μιας καθημερινότητας που συνομιλεί ανοιχτά - και φωναχτά - με το μεγάλο παρελθόν μιας ολόκληρης χώρα και με το άμεσο παρόν μιας ανάλγητης ψηφιακής εποχής που διασχίζοντας από το Tik Tok μέχρι το Zoom γίνεται το μέσο προς την επίτευξη του σκοπού που δεν είναι άλλος από το τέλος μιας διαδρομής που μοιάζει να συνεχίζεται στο διηνεκές.

Η Αντζελα είναι η κεντρική ηρωίδα μιας τραγικωμωδίας που τη θέλει να κυνηγά θύματα εργατικών ατυχημάτων που για ένα ποταπό αντάλλαγμα θα ενοχοποιήσουν τον εαυτό τους και όχι τους εργοδότες on camera. Ταυτόχρονα το alter ego της, o ρατσιστής, ακροδεξιός Αντριου Τέιτ (συνελήφθη το 2022 στη Ρουμανία) συνεχίζει στο Tik Tok να ξερνάει μισαλλόδοξο λόγο και να κερδίζει views και likes ερήμην της νέας πολιτικής ορθότητας. Σε παράλληλη δράση, το «Angela Moves On», μια ταινία από το 1981, την εποχή του Τσαουσέσκου, θυμίζει τις ανατριχιαστικές αναλογίες με την Άντζελα οδηγό ταξί να περιπλανιέται στο αργότερα - κατά τον Ζούντε - μαρτυρικό Βουκουρέστι.

Η ταινία του παρελθόντος είναι έγχρωμη. Η καθημερινότητα της Άντζελας είναι ασπρόμαυρη. Το TikTok είναι κι αυτό έγχρωμο. Και αυτή δεν είναι η μόνη ιδέα που «χρωματίζει» τη σάτιρα του Ράντου Ζούντε, εδώ σε ένα ντελιριακό essay που στην πραγματικότητα αναμοχλεύει κάθε τι γνώριμο και κλισέ, όχι μόνο και απαραίτητα για να το ακυρώσει αλλά και για να το επιβεβαιώσει. Το «κολάζ» του Ράντου Ζούντε χωράει τα πάντα: από τον αγγλικό θρόνο μέχρι την ευθανασία του Ζαν-Λικ Γκοντάρ, από τον Ούβε Μπολ (κατά τεκμήριο χειρότερο σκηνοθέτη όλων των εποχών) σε live συνέντευξη μέχρι τον Αντονι Μπουρντέν και - κυρίως - από μια σκληρή κριτική στη σύγχρονη υποκρισία μέχρι την ολιστική καθαίρεση κάθε ντροπής, είτε αυτό είναι μια εκσπερμάτωση στο στόμα ή το πιο άβολο «φυσικό» green screen που παραποίησε την (μικρή ή μεγάλη) Ιστορία αυτού του κόσμου.

Χαοτικός, αλλά τελικά μάλλον αρκετά συγκεκριμένος και στις παρυφές ενός υβριδίου που βρίσκει εδώ τον πιο στρογγυλεμένο (όχι από αιχμή) χαρακτήρα του, ο Ράντου Ζούντε φτιάχνει κωμωδία από την ανθρώπινη κωμωδία και δράμα από την ανθρώπινη τραγωδία. Δεν απευθύνεται σε ένα μαζικό κοινό, αλλά επιθυμεί διακαώς να διαβαστεί αυτό το σχεδόν σε ζωντανή μετάδοση χρονολόγιο της σύγχρονης παράνοιας από όσους το δυνατόν περισσότερους. Συνεχίζει να προκαλεί για να προκαλέσει. Και συνεχίζει να προκαλεί για να (τους) προκαλέσει. Και φτιάχνει ηρωίδες (ξεκινώντας ήδη από την σκηνοθέτη στο καλύτερο φιλμ του μέχρι σήμερα «Αδιαφορώ Αν Καταγραφούμε στην Ιστορία ως Βάρβαροι») που είναι μέχρι και αντιπαθητικές, επειδή απλά είναι αληθινές, εξωστρεφείς, αντίδραση στη δράση μιας πατριαρχικής κοινωνίας, γυναίκες που «οδηγούν» συμβολικά και κυριολεκτικά τον κόσμο.

Στις καλύτερες στιγμές του ο Ράντου Ζούντε σταματάει το χρόνο για να δείξει τους σταυρούς που στις ρουμάνικες λεωφόρους μαρκάρουν τους ανθρώπους που χάθηκαν από αυτοκινητιστικά δυστυχήματα (σε μια ανατριχιαστική ελληνική αναλογία) και στις πιο ανεκδοτολογικές θεωρεί πως οι (κυριολεκτικά) απόγονοι του Γκαίτε είναι πλέον κυνικοί executives πολυεθνικών που καταστρέφουν τον κόσμο. Λίγο σαν τον Ούβε Μπολ και ο Ράντου Ζούντε συνεχίζει με κάθε του ταινία να εύχεται να τον θυμούνται όχι επειδή έκανε αυτές τις ταινίες, αλλά για τις ίδιες τις ταινίες.