Εκτός από τον βασικό τίτλο της, η νέα ταινία του Ράντου Ζούντε - στο ιδιοσυγκρασιακό προσωπικό του στιλ που εκφράστηκε ιδανικά στο «"Αδιαφορώ Αν Καταγραφούμε στην Ιστορία ως Βάρβαροι"» του 2018 - έχει τον υπότιτλο «σχεδίασμα για ένα δημοφιλές φιλμ» και η καρτέλα των τίτλων συνοδεύεται από ένα απόσπασμα από την «Μαχαμπαράτα»: «Δυστυχώς κανείς δεν αντιλαμβάνεται ότι ο κόσμος βυθίζεται στον ωκεανό του χρόνου που είναι γεμάτος από εκείνους τους τεράστιους κροκόδειλους που ονομαζουμε εξασθένηση και θάνατο». Το φιλμ ξεκινά με ένα ζευγάρι που κινηματογραφεί το δικό του ερασιτεχνικό porn tape και που ακόμη και τα χτυπήματα στην πόρτα από την ηλικιωμένη μητέρα της πρωταγωνίστριας που της ζητά να εκτελέσει την συνταγή της στο φαρμακείο, δεν είναι ικανά να διακόψουν την hardcore δράση του ανδρογυνου. Ομορφα.
Κι αυτή είναι μόνο η αρχή σε μια ταινία που χωρίζεται σε κεφάλαια με μεσότιτλους υπό τους χιουμοριστικούς ήχους του «Eh Toto» του Μπόμπι Λαπουάν, που σε προειδοποιούν ότι αυτό που ακολουθεί μπορείς να το πάρεις όσο σοβαρά ή αστεία θέλεις. Το πρώτο μέρος ακολουθεί την ηρωίδα του σπιτικού αυτού πορνό, Εμι, να περπατά στους δρόμους μιλώντας στο τηλέφωνο και γρήγορα θα αντιληφθείς ότι η home movie που γύρισε με τον σύζυγό της, έχει διαρρεύσει στο διαδίκτυο και πως η θέση της στο σχολείο όπου εργάζεται, βρίσκεται σε κίνδυνο εξαιτίας της. Η κάμερα του Ζούντε θα την ακολουθήσει από μακριά ή κοντυτερα στους δρόμους, στην επίσκεψη στο σπίτι της διευθύντριας, δίνοντας σχεδόν ίσο χρόνο στην ηρωίδα του, όσο αφήνει στην κάμερά του να περιπλανηθεί σε διαφημιστικές πινακίδες ή ταλαιπωρημένες προσόψεις κτιρίων. Σε οδηγούς που δεν σέβονται τίποτα. Σε χυδαία αυτοκίνητα. Ή σε μια γριά στο δρομο που λέει στην κάμερα: «φάε το μουνί μου». Γιατί αυτός είναι ο κόσμος που ζούμε.
Το δεύτερο μέρος που τιτλοφορείται «μικρό λεξικό ανεκδότων, σημείων και θαυμάτων» δεν έχει καμία σχέση με την ιστορία της Εμι, αλλά σχηματίζει μια εικόνα της κοινωνίας γύρω της. Το κομμάτι αυτό επεξηγεί με ειρωνικό, κυνικό και σαρδόνιο τρόπο λέξεις και ιδέες όπως «βιβλιοθήκη», «χρήμα», «ανέκδοτα για ξανθιές», «κινηματογράφος», «κουζίνα», «κουλτούρα», «μοντάζ» «συναγωνισμός», «παιδιά», ημερομηνίες που έχουν ιδιαίτερη σημασία για την σύγχρονη ρουμάνικη ιστορία ή θεσμούς όπως «ορθόδοξη εκκλησία», «στρατός», «οικογένεια», αλλά και πράγματα που συνδέονται με το προηγούμενο κεφάλαιο όπως «πορνογραφία», ή «πίπα» που όπως μαθαίνουμε είναι η πρώτη σε αναζητήσεις λέξη στο online λεξικό. Η δεύτερη είναι η λέξη «ενσυναίσθηση».
Επιστρέφοντας πίσω στην κεντρική ιστορία, το τρίτο μέρος που έχει τον τίτλο «πράξη και υπονοούμενα (sitcom)», διαδραματίζεται στην διάρκεια της συνεδρίασης των γονέων στο σχολείο της Εμι που γίνεται σε εξωτερικό χώρο με αποστάσεις και (ειρωνικές, τι άλλο;) μάσκες λόγω του κορονοϊού. Κινηματογραφημένο σαν θεατρική φάρσα ή κακογυρισμένο sitcom, αυτό το τρίτο μέρος αποσαφηνίζει χιουμοριστικά (κατά στιγμές μάλιστα με επιτυχημένο τρόπο), την υποκρισία που δείχνει να αποτελεί το modus operandi μιας ολόκληρης κοινωνίας. Μόνο που το μήνυμα έχει ληφθεί πολύ πριν φτάσουμε ως εκεί και ο τρόπος που ο Ζούντε επιμένει να μας το εξηγεί ξανά και ξανά, καταλήγει μάλλον διδακτικός κι εξυπνακίστικος, προκλητικός για χάρη μιας πρόκλησης που λειτουργεί καλύτερα όταν δεν είναι αμετροεπής ή συγκαταβατική.
Πιστό στην λογική του more is more, το φιλμ τελειώνει με τρία πιθανά φινάλε, και τον Φιλανδό Μ.Α. Νούμινεν να τραγουδά Βιτγκενστάιν στους τίτλους, απόλυτα ταιριαστά, για μια ταινία που δείχνει να θέλει να είναι πιο ενημερωμένη, πιο παράξενη, πιο ιδιαίτερη, πιο ειρωνική πιο έξυπνη και πιο «μπροστά», ακόμη κι από τους ίδιους τους θεατές της.