Σε ένα δυστοπικό, μελλοντικό Σικάγο, η κοινωνία χωρίεται σε φατρίες, βάση της προσωπικότητας και των στοιχείων του χαρακτήρα των ανθρώπων που τις αποτελούν. Η κάθε φατρία είναι αποκλειστικά αφιερωμένη στην καλλιέργεια μιας συγκεκριμένης αρετής (Ειλικρίνεια, Πολυμάθεια, Ανιδιοτέλεια, Ομόνοια, Γενναιότητα) και όλα τα μέλη της κοινωνίας επιλέγονται να ενταχθούν σε μια, υποχρεωτικά, φατρία, όταν συμπληρώσουν το δέκατο έκτο έτος της ηλικίας τους. Η Τρις Πράιορ γνωρίζει πως αποτελεί μια ξεχωριστή, «αποκλίνουσα» περίπτωση η οποία δεν μπορεί να κατηγοριοποιηθεί σε καμία από τις γνωστές φατρίες, βάση της ήδη υπάρχουσας ταξινόμησης. Αποτελεί μια «Απόκλιση». Ωστόσο, όταν η Τρις ανακαλύπτει μια καλά κρυμμένη συνωμοσία η οποία φέρνει στη φόρα ένα σχέδιο εξόντωσης όλων των «διαφορετικών», θα προσπαθήσει με όλη της τη δύναμη να ανακαλύψει οπωσδήποτε τι είναι αυτό που καθιστά τις «αποκλίσεις», τόσο επικίνδυνες, πριν να είναι πολύ αργά για το είδος της.
Βλέποντας κάποιος το «Divergent», κινηματογραφική μεταφορά του πρώτου βιβλίου της «Τριλογίας της Απόκλισης» της Βερόνικα Ροθ, μπορεί πια εύκολα να καταλάβει το χρέος που οφείλει σύσσωμος ο γυναικείος πληθυσμός του Χόλιγουντ και του πλανήτη στην Τζένιφερ Λόρενς.
Ειδικά, δε, η Σαϊλίν Γούντλεϊ θα έπρεπε να την ευγνωμονεί στον αιώνα τον άπαντα, αφού αν η Λόρενς δεν είχε αλλάξει την έννοια της έφηβης σούπερ ηρωίδας στα μέχρι στιγμής δύο μέρη του «Hunger Games», η Γούντλεϊ δεν θα μπορούσε ποτέ να αναλάβει τον πρωταγωνιστικό ρόλο σε μια ταινία που τη θέλει μόνη εναντίον όλων, μένοντας αντ’ αυτού για πάντα στη μνήμη όλων ως εκείνο το υπέροχο κορίτσι που έπαιξε κάποτε την κόρη του Τζορτζ Κλούνεϊ στους «Απόγονους».
Με τον ίδιο τρόπο που το «Hunger Games» μιλάει για μια δυστοπική κοινωνία στο κέντρο μιας ταξικής πάλης με τους νέους ως αποδιοπομπαίους τράγους και ύστατα θύματα, έτσι και το «Divergent» ζωντανεύει ένα άχρονο Σικάγο όπου η σε εμφύλιο πόλεμο κοινωνία είναι χωρισμένη σε φατριές, όπου οι νέοι αποφασίζουν από μόνοι τους που θα ανήκουν - με τη μερίδα του λέοντος να ανήκει φυσικά στους Ατρόμητους, την άριστα εκπαιδευμένη φυλή όσων δεν κολώνουν πουθενά και απαγορεύεται να φοβούνται οτιδήποτε.
Με τον ίδιο τρόπο που το «Hunger Games» αφηγείται μια ιστορία του φανταστικού σε γήινες αποχρώσεις και ωμό ρεαλισμό, έτσι και το «Divergent» εκτυλίσσεται με φόντο ένα industrial σκηνικό και συνθήκες στρατοπέδου, όπου ζωντανός μένει μόνο ο πιο δυνατός και αυτός που θα απωλέσει κάθε ανθρώπινο συναίσθημα προκειμένου να γίνει μια φονική μηχανή.
Και με τον ίδιο τρόπο που το «Hunger Games» είναι πριν από οτιδήποτε μια ταινία πάνω στη διαφορετικότητα, έτσι και το «Divergent» θυμίζει ένα μανιφέστο για την ενδυνάμωση κάθε παιδιού που γεννήθηκε, μεγάλωσε και δεν κατάλαβε ποτέ γιατί δεν μοιάζει με κανέναν άλλον και νιώθει συνεχώς πως δεν ανήκει πουθενά.
Γυρισμένο με σωματική ένταση, teenage angst και μια ξέφρενη τάση προς το extreme, το πρώτο μέρος του «Divergent» είναι σκέτη απόλαυση.
Και αυτό το οφείλει κατά κύριο λόγο στην αποτελεσματικά νευρική σκηνοθεσία του Νιλ Μπέργκερ (το καλύτερο πράγμα στο δικό του «Limitless») και δευτερευόντως στην εικονοκλαστική μείξη της δυστοπικής πραγματικότητας και της αχαλίνωτης (αλά «Matrix») φαντασίας σε τουλάχιστο δύο σκηνές προσομοίωσης ονείρων που αξίζουν συγχαρητήρια.
Τίποτα, ωστόσο, δεν θα ήταν ίδιο στο «Divergent» αν στο κέντρο του δεν υπήρχε η Σαϊλίν Γούντλεϊ που καταφέρνει ήδη από την πρώτη στιγμή που εμφανίζεται στην οθόνη να σε κάνει σύμμαχο της απόδρασής της προς την ελευθερία.
Με το υγρό βλέμμα της, την κοριτσίστικη οργή της και την αντοχή της σε σκηνές που φωνάζουν για overdose τεστοστερόνης, η Γούντλεϊ, αν και δεν φτάνει ποτέ στα υψηλά δραματικά κρεσέντα και την εγγενή αριστοκρατική αλητεία της Τζένιφερ Λόρενς, βάζει, ωστόσο, τον θεατή σε διάθεση «γηπεδική» αναγκάζοντας τον να ζητωκραυγάζει κάθε φορά που περνάει μια δοκιμασία και να γιουχάρει όταν το σύστημα της σπάει τον τσαμπουκά.
Μόνη της (και με όχι αμελητέα τη βοήθεια του hunky και όποιος αντέξει Τέο Τζέιμς), η Γούντλεϊ πετυχαίνει να σώσει το «Divergent», ακόμη και όταν αυτό στο δεύτερο μέρος του χάνει τη νεανική του ορμή, ξεφουσκώνει από ιδέες και γίνεται ένα άχρωμο «καλό vs. κακού» με την υπόθεση να τρέχει χωρίς λόγο υπερπηδώντας σεναριακά κενά και ξεχνώντας παντελώς τόσο τη συναισθηματική ενηλικίωση των ηρώων του όσο και την όποια πολιτική του διάσταση.
Σε αυτό το αψυχολόγητο fade out οφείλεται και το γεγονός πως το «Divergent» δεν γίνεται ποτέ «Hunger Games», πέφτοντας στο κενό κάθε φορά που προσπαθεί ατυχώς να ισορροπήσει ανάμεσα σε ένα εφηβικό σκεπτόμενο action movie και μια πολιτική αλληγορία για έναν κόσμο δυστυχώς καταδικασμένο να καταστραφεί από την ομογενοποιήση του και ευτυχώς εξίσου καταδικασμένο να σωθεί από όσους θα επιμένουν πάντα να ειναι διαφορετικοί.
Διαβάστε ακόμη: