Το 1993, τρία οκτάχρονα αγόρια εξαφανίζονται από τα σπίτια τους στην περιοχή Γουεστ Μέμφις του Αρκανσο. Οι αστυνομικές αρχές πιστεύουν ότι τα παιδιά έπεσαν θύματα κάποιας περίεργης οργάνωσης. Ενα μήνα μετά οι αρχές συλλαμβάνουν τρεις νεαρούς, αφού ο ένας από τους τρεις, ο οποίος είναι άτομο με νοητική καθυστέρηση, ομολόγησε πως οι τρεις τους ήταν οι υπεύθυνοι για τις δολοφονίες των παιδιών. Στη δίκη που ακολούθησε καταδικάστηκαν οι δύο από τους τρεις σε ισόβια και ο τρίτος σε θάνατο, αν και επέμεναν όλοι πως ήταν αθώοι. Η υπόθεση, γνωστή και ως «West Memphis Three», συγκλόνισε την αμερικανική κοινωνία και συνεχίζει να την απασχολεί καθώς θεωρείται μια από τις μεγαλύτερες υποθέσεις κακοδικίας στην ιστορία.
Εχουν περάσει σχεδόν δύο δεκαετίες από το «Γλυκό Πεπρωμένο» του 1997, την ίσως καλύτερη και πιο γνωστή σε περισσότερους θεατές ταινίες του Καναδοαρμένιου Ατόμ Εγκογιάν.
Τότε, ένα δυστύχημα με θύματα τα παιδιά ενός σχολικού, ήταν η αφορμή για μια μελαγχολική ενδοσκόπηση στη συλλογική ενοχή μιας ολόκληρης πόλης και το αποτέλεσμα μια σαγηνευτική, σχεδόν «ενδοβλέφια» ταινία που μέσα από μια ολότελα αναπάντεχη ματιά πάνω στην απώλεια, ξεσκέπαζε βασανιστικά και ταυτόχρονα λυτρωτικά τα μικρά και τα μεγάλα «εγκλήματα» της ανθρώπινης φύσης.
Η ιστορία των «Τριών του Δυτικού Μέμφις», της ίσως πιο πολύκροτης αστυνομικής και δικαστικής υπόθεσης στα σύγχρονα αμερικανικά χρονικά θυμίζει αρκετά το «Γλυκό Πεπρωμένο», τουλάχιστον στις βασικές του γραμμές: στα παιδιά – θύματα, στην αγριότητα της διαστρεβλωμένης ηθικής των κατοίκων μιας μικρής πόλης, στην τραγική αφορμή που είναι ικανή να ξεσκεπάσει έναν ωκεανό αθέατων πλευρών της ανθρώπινης φύσης.
Ηδη καταγεγραμμένη σε τέσσερα ντοκιμαντέρ (τα τρία αριστουργηματικά «Paradise Lost» των Τζο Μπέρλινγκερ και Μπρους Σινόφσκι - με καλύτερο το υποψήφιο για Οσκαρ «Paradise Lost: Purgatory» του 2012 - και το «West of Memphis» της Εϊμι Μπεργκ σε παραγωγή του Πίτερ Τζάκσον), η υπόθεση των «Tριών του Δυτικού Μέμφις», όπως αυτή καταγράφεται στα «Δεσμά του Διαβόλου» βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο της Μάρα Λέβεριτ που κυκλοφόρησε το 2002 και στην πραγματικότητα αφηγείται την ιστορία από την πλευρά μιας μητέρας που έχασε το παιδί της και ενός ιδιωτικού ντετέκτιβ που αμφιβάλλει για την ταυτότητα των ενόχων.
Δεν μπορεί κανείς να ξέρει τι ακριβώς πίστευε ο Εγκογιάν ότι θα μπορούσε να προσθέσει στην ήδη γνωστή ιστορία των «Τριών του Δυτικού Μέμφις» όταν ανέλαβε τη μυθοπλαστική εκδοχή της. Ούτε μπορεί κανείς φυσικά να τον κατηγορήσει επειδή γοητεύτηκε από ένα βαρυσήμαντο αστυνομικό/δικαστικό δράμα που θα έριχνε και αυτό το δικό του φως σε μια «ανοιχτή πληγή» της Αμερικής.
Το γεγονός, ωστόσο, πως τα «Δεσμά του Διαβόλου» είναι πριν απ’ οτιδήποτε άλλο μια ανυπόφορα ανιαρή ταινία προδίδει πως ο Εγκογιάν δεν είχε στο μυαλό του τίποτα συγκεκριμένο όταν αποφάσισε να χτίσει το αστυνομικό του θρίλερ πάνω σε ένα σοβαροφανές και βαρύγδουπο ψηφιδωτό από ίχνη, αποδείξεις, ενδείξεις, αμφιβολίες, εφιάλτες και μελοδραματικά κρεσέντα που δεν οδηγεί πουθενά – χωρίς να ευθύνεται γι’ αυτό η ακόμη ανοιχτή υπόθεση των «Τριών του Δυτικού Μέμφις».
Τα «Δεσμά του Διαβόλου», όμως, δεν είναι μόνο μια ανυπόφορα ανιαρή ταινία. Σε αυτήν την περίπτωση απλά θα έμπαινε και αυτή στη λίστα με τις ταινίες που ο Ατόμ Εγκογιάν φροντίζει να κάνει εδώ και χρόνια (θυμηθείτε, αν δεν έχετε ήδη ξεχάσει το «Εκεί που Βρίσκεται η Αλήθεια» ή το «Chloe»), αποφασισμένος να αποχωριστεί για πάντα τον τίτλο του συναρπαστικά αυθεντικού σκηνοθέτη που κάποτε λατρέψαμε με μανία και έκτοτε δεν διατηρούμε καμία ελπίδα πως θα ξανασυναντήσουμε όσο ζούμε.
Βαθιά συντηρητικό, σχεδόν εξοργιστικά απαθές σε σχέση με τον συνταρακτικό πυρήνα της ιστορίας του, κλισέ στην απεικόνιση των στερεοτύπων που υποτίθεται ότι θέτει σε αμφισβήτηση και με ερμηνείες που από τη μία βρίσκουν τη – Νότια εδώ - Ρις Γουίδερσπουν να πασχίζει να κρύψει την πραγματική καταγωγή της και τον Κόλιν Φερθ να μοιάζει σαν να παίζει σε μια τελείως διαφορετική ταινία, τα «Δεσμά του Διαβόλου» είναι όλο ένα μεγάλο λάθος.
Εξαντλητικά πομπώδες (ο άλλοτε υπέροχος Μίκαελ Ντάνα στη μουσική υπερβάλλει σε σημείο... αυτοκτονίας), δήθεν κατακερματισμένο αφηγηματικά για να μην μοιάζει με ένα (και όχι από τα καλά) επεισόδια του «Law & Order» και συναισθηματικά «επιθετικό» μέσα στην πλήρη του αδράνεια (δεν είναι δυνατόν να αφιερώνεις την ταινία στα θύματα μιας αληθινής τραγωδίας αυτοαποκαλούμενος ψευτο-Ιστορικός του μέλλοντος), φέρνει τον Εγκογιάν στην πρώτη αμιγώς αμερικάνικη ταινία του να θυμίζει έναν αμήχανο διεκπεραιωτή ενός υλικού που αδυνατεί να το υποστηρίξει, να το μετατρέψει σε ένα δυνατό θρίλερ και τελικά να δικαιώσει την ύπαρξή του.
Θα αρκούσε και μόνο το γεγονός πως τα «Δεσμά του Διαβόλου» τελειώνουν και μετά αρχίζει με κάρτες η ανάλυση της ιστορίας όπως δραματικά και συγκλονιστικά συνεχίστηκε μετά τα γεγονότα που ο Εγκογιάν χρησιμοποιεί ως αφορμή για να μιλήσει για την ανθρώπινη κατάσταση, παντελώς και θλιβερά ανίκανος εδώ να στρέψει το βλέμμα του κάτω από το προφανές.