Ο Ουέιντ Ουίλσον είναι ένας πρώην πράκτορας των Ειδικών Δυνάμεων και νυν μισθοφόρος, ο οποίος όταν μαθαίνει ότι πάσχει από ανίατη ασθένεια ετοιμάζεται να ξεκινήσει μια νέα ζωή μαζί με την κοπέλα του, τη Βανέσα. Μη έχοντας άλλες επιλογές, αποφασίζει να δοκιμάσει ένα μη-εγκεκριμένο πείραμα για να θεραπευθεί, όμως τα πράγματα δεν πάνε όπως περίμενε και το πείραμα τον αφήνει παραμορφωμένο, φυλακισμένο, αλλά και με την ικανότητα να θεραπεύεται πολύ γρήγορα. Παρόλο που καταφέρνει να αποδράσει από το εργαστήριο-φυλακή όπου έγινε το πείραμα, ο Ουέιντ δεν τολμά να προσεγγίσει και πάλι τη Βανέσα και απομένει χωρίς ίχνος της παλιάς του ζωής. Οπλισμένος με νέες ικανότητες και μία σκοτεινή, διεστραμμένη αίσθηση του χιούμορ, υιοθετεί το alter ego Deadpool και αποφασίζει να κυνηγήσει τον άνδρα που κατέστρεψε τη ζωή του.
O Deadpool είναι γνωστός ως ο σκανταλιάρης, σαρκαστικά αθυρόστομος, πανσεξουαλικός σούπερ ήρωας της Marvel ο οποίος δεν έχει ούτε ιερό ούτε όσιο, ενώ δεν αφήνει κανέναν, εχθρό και σύμμαχο, όρθιο. Και μπορεί η πρώτη του εμφάνιση στο κινηματογραφικό σύμπαν της Μάρβελ ως ο κακός στο «X-Men Origins: Wolverine» να στέφθηκε με παταγώδη αποτυχία, η δεύτερη προσπάθεια όμως καταφέρνει να δικαιώσει τόσο τον ίδιο τον χαρακτήρα όσο και το μεγάλο φανατικό κοινό του.
Από τους τελείως αντισυμβατικούς τίτλους αρχής κιόλας, που όλα μοιάζουν ως ένα υπέροχο αιματηρό διόραμα, ο αυτοσαρκαστικός τόνος της ταινίας κάνει αμέσως εμφανή την ύπαρξή του. Oλα αυτά μοιάζουν ως ένα μεγάλο καλοστημένο ανέκδοτο, αρκετά διασκεδαστικό μεν αλλά εξίσου θορυβώδη δε, με ατακαδόρικα αστεία, τα οποία αν και πολλές φορές βρίσκουν τον στόχο τους, περιορίζονται απλά σε υβριστικά και γεμάτα σεξουαλικά υπονοούμενα αστεία. Αλλά αυτό είναι ένα από τα χαρακτηριστικά του ήρωα που λατρεύουν οι περισσότεροί: το unpoltically correctness του.
Ακόμη κι έτσι όμως παραμένει φουλ ρομαντικό (στο δικό του μικρό διαστροφικό κόσμο), γεμάτο από easter eggs, μέτα-αναφορές στην ποπ κουλτούρα κι όχι μόνο, ενώ είναι και ο μοναδικός σούπερ ήρωας που καταφέρνει να σπάσει τον τέταρτο τοίχο με το κοινό του. Αλλά παρόλο τα αρκετά αστεία η ταινία είναι ίσως η πιο βίαιη ταινία της Μάρβελ μέχρι σήμερα. Και όλο αυτό δείχνει πόσο πολύ δεν παίρνει τον εαυτό της στα σοβαρά. Απλά πατάει γκάζι από την αρχή και δεν σταματάει για τίποτα και κανέναν. Και αυτό αποτελεί ένα καλοδεχούμενο ευχάριστο διάλειμμα από την τόση σοβαροφάνεια, του στυλ «πρέπει να σώσουμε τον κόσμο από την ολική καταστροφή» που έχει κατακλύσει τον τελευταίο καιρό της ταινίες των σούπερ ηρώων.
Και στο επίκεντρο όλων αυτών των ο Ράιαν Ρέινολντς, ο οποίος φαίνεται από την πρώτη στιγμή ότι έχει γεννηθεί για να παίξει τον ρόλο του Deadpool και το μόνο σίγουρο είναι ότι η ταινία δεν θα ήταν η ίδια χωρίς αυτόν. Εκπέμπει μια γοητεία που κάνει αυτόν τον ψυχρό, τρελό, δολοφόνο να μοιάζει ως ένας πραγματικός ιππότης στα κόκκινα. Δεν σταματάει να σατιρίζει ακόμα και τον ίδιο του τον εαυτό και τις ερμηνευτικές του ικανότητες, ακόμα και στο απαράδεκτο «Green Lantern», χωρίς να δείχνει τον παραμικρό οίκτο. Αλλά δεν λειτουργούν όλα τόσο τέλεια. Η πανσεξουαλικότητα του χαρακτήρα παραμένει στα χαρτιά και στα σεξουαλικά υπονοούμενα αστεία χωρίς να επεκτείνεται πέρα από αυτά. Ίσως το Χόλιγουντ δεν είναι ακόμα έτοιμο για κάτι τέτοιο, αν και ο ίδιος ο Ρέινολντς δήλωσε πρόσφατα ότι στο σίκουελ θα ήθελε να έχει ομοφυλοφιλική σχέση. Μέχρι το τέλος τα αστεία επαναλαμβάνονται, ενώ από ένα σημείο και μετά νοιώθει τον αντίκτυπό τους να εξασθενεί. Ακόμα και οι υπόλοιποι χαρακτήρες μοιάζουν να είναι γεμάτοι από τα ίδια κλισέ των ταινιών που η ίδια προσπαθεί να κοροϊδέψει, ενώ καταλήγουν χάρτινοι και αδιάφοροι.
Αλλά ακόμα και έτσι όμως η ταινία δεν παύει να προσφέρει άπλετη διασκέδαση. Γιατί ό,τι κατάφεραν οι «Τρελές Σφαίρες» το ’88 να κάνουν για τις αστυνομικές περιπέτειες, έτσι και τώρα ο Deadpool κατάφερε να κάνει για το είδος των ταινιών με σούπερ ήρωες. Και αυτό από μόνο του λέει πολλά.
Κριτική: Χρήστος Μπακατσέλος