Ο Ιρλανδός Σάμιουελ Μπέκετ υπήρξε ένας από τους πιο επιδραστικούς διανοούμενους του 20ού αιώνα. Συγγραφέας, θεατρικός σκηνοθέτης και ποιητής, ήταν, μαζί με τους Ζενέ και Ιονέσκο, ο κορυφαίος εκπρόσωπος του θεάτρου του παραλόγου, ενός κινήματος που έλκει την καταγωγή του από τον σουρεαλισμό. Συνεπώς, ο Σάμιουελ Μπέκετ έχει μια σαφέστατη καλλιτεχνική ταυτότητα. Που σημαίνει πως οποιαδήποτε απόπειρα κινηματογραφικής του βιογράφησης ευθυγραμμισμένης με το έργο του, το οποίο εξ ορισμού υπακούει σε μια αοριστία χωροχρονική και μια ανακολουθία δραματική, θα μπορούσε να είναι μόνο πειραματική.

Ο Βρετανός Τζέιμς Μαρς δεν κάνει πειραματικό σινεμά. Το ξέρουμε από την έξοχη θρησκευτική αλληγορία «The King» με την οποία τον γνωρίσαμε το 2005 και τον παλλόμενου ρεαλισμού «Χορό των Κατασκόπων» που ακολούθησε, το εμπεδώσαμε με το ντοκιμαντέρ «Σε Τεντωμένο Σκοινί» και το επίσης βιογραφικό «Η Θεωρία τωνΠάντων», τιμημένα με Οσκαρ και τα δύο, το ένα ως Καλύτερο Ντοκιμαντέρ και το άλλο για την ερμηνεία του Εντι Ρέντμεϊν ως Στίβεν Χόκινγκ. Παρόλ' αυτά, το «Χορεύοντας με τον Μπέκετ» δεν είναι μια συμβατική βιογραφία. Θα λέγαμε πως είναι ένα φιλμικό πορτρέτο που στέκει στην τομή (παραλίγο χρυσή) ανάμεσα στο υπό δοκιμή και το δοκιμασμένο, προκειμένου πάντα για υποκείμενα όπως τον Μπέκετ που έχουν συνδέσει τη ζωή με την τέχνη τους.

Το σήμα δίνεται από την εναρκτήρια σεκάνς. 1969, τελετή απονομής βραβείων Νόμπελ, ο Μπέκετ στην αίθουσα μαζί με τη γυναίκα του Σουζάν (ποιητική αδεία: στηνπραγματικότητα ήταν διακοπές όταν έμαθε πως βραβεύτηκε). Ακούει το όνομά του, και αφού ψιθυρίζει στην Σουζάν «Καταστροφή!», σηκώνεται, ανεβαίνει στη σκηνή, αρπάζει τον φάκελο από τα χέρια του παρουσιαστή, σπεύδει σε μια σκάλα που οδηγεί στα παρασκήνια, την ανεβαίνει, διασχίζει μια σήραγγα και φθάνει σε μια πέτρινη αίθουσα όπου θα συναντήσει τον… εαυτό του. Τον άλλο Μπέκετ, χαλαρό, ήρεμο, με καθημερινό ντύσιμο - η φωνή της λογικής. Οι δυο Μπέκετ ξεκινάνε αμέσως την κουβέντα. Ο βραβευμένος αναρωτιέται σε ποιον, που έχει αδικήσει στη ζωή του, να δωρίσει το χρηματικό έπαθλο. «Ξέρεις πως αυτό σημαίνει ταξίδι στην ντροπή σου», τον προειδοποιεί ο χαλαρός.

Και η πλεύση στα κρίματα αρχίζει, μαζί με το ξετύλιγμα του βίου του, ακριβέστερα των ανθρώπων που τον καθόρισαν. Η μητέρα, εγωκεντρική και δεσποτική, την οποία εγκατέλειψε στα νιάτα του για να φύγει για το Παρίσι, μετά τον θάνατο του αγαπημένου του πατέρα. Η Λουτσία, μανιοκαταθλιπτική κόρη του μέντορα και φίλου του Τζέιμς Τζόις, που επίσης παράτησε υπό την πίεση της προοπτικής του αρραβώνα. Ο Αλφι, συνεργάτης και κολλητός του, χάρη στον οποίο μπήκε στη γαλλική αντίσταση επί γερμανικής κατοχής. Η Σουζάν, γνωστή του Αλφι, που τον περιέθαλψε μετά το μαχαίρωμά του από έναν προαγωγό και έγινε σύντροφός του όσο κρύβονταν από την Γκεστάπο στη γαλλική ύπαιθρο, πριν γίνει και ατζέντης και σύζυγός του για το υπόλοιπο της ζωής του. Και η Μπάρμπαρα, μεταφράστρια του BBC, κριτικός θεάτρου και διά βίου ερωμένη του από τα τέλη του ’50, με την ανοχή της Σουζάν.

Οχι πως στο σενάριο του Νιλ Φόρσαϊθ καίριας σημασίας κεφάλαια στη ζωή του Μπέκετ δε μένουν ελλιπή (ανεπαρκής η σκιαγράφηση της φιλίας με τον Αλφι, σε απλό επίπεδο αναφοράς η συμμετοχή του στη γαλλική αντίσταση, για την οποία και παρασημοφορήθηκε μεταπολεμικά) ή εντελώς άθικτα (η περίφημη σχέση του προστασίας και πατρότητας με τον μετέπειτα παλαιστή Αντρέ τον Γίγαντα). Το ουσιαστικό πορτρέτο, ωστόσο, μορφοποιείται αδρά. Το εύρημα των δύο Μπέκετ, που πλαισιώνει μόνιμα την αφήγηση, δεν είναι απλό τέχνασμα, αλλά μοτίβο ζωτικό στη διαρκή σύγκρουση τού Καθολικής ανατροφής και αθεράπευτα ενοχικού ανθρώπου με τον υπαρξιστικής καταγωγής, αγνωστικιστή διανοούμενο. Η (διπλή) ερμηνεία του Γκάμπριελ Μπερν εμψυχώνει αυτή την πάλη υποδειγματικά. Και η πειθαρχημένη όσο και κομψή σκηνοθεσία του Μαρς δεν παύει στιγμή να την υπογραμμίζει, με μια μουσικότητα που φέρνει στον νου το βελούδινο σινεμά του Τέρενς Ντέιβις.

«Χόρεψε πρώτα», λέει ο πρωτότυπος αγγλικός τίτλος. «…Και σκέψου αργότερα», συμπληρώνει ο φασματικός Μπέκετ, θυμίζοντας στον επίγειο τι είχε πει κάποτε σε έναν από τους μαθητές του, μαζί και το α-νόητο της ζωής που σφράγισε όλο του το έργο. Ο ιπτάμενος χαρταετός, που ο λατρεμένος πατέρας του θα ήθελε να μείνει για πάντα ελεύθερος στον ουρανό όταν έπαιζαν στους δουβλινέζικους αγρούς, αποκλείεται κάποια στιγμή να μην πέσει με πάταγο στο χώμα.