«Ζακ» φωνάζει με αγωνία μία νεαρή γυναίκα, ενώ αστυνομικοί τη συγκρατούν, όσο συλλαμβάνουν κι απομακρύνουν έναν άντρα από το σπίτι. «Νταλβά» σπαράζει κι εκείνος, όσο τον βγάζουν σηκωτό. Εκείνη κλαίει και ουρλιάζει κι αντιστέκεται. Οσο την παρατηρείς, κάτι δεν πάει καλά. Μαλλιά κότσος, κόκκινο κραγιόν, δαντελένιο μακρύ φόρεμα, μαργαριταρένια σκουλαρίκια. Οι αστυνομικοί την μεταφέρουν πρώτα στο νοσοκομείο για να εξεταστεί. «Γιατί;» τους ρωτάει με άγριο βλέμμα. «Γιατί φοβόμαστε ότι ο πατέρας σου σού έκανε κακό...» Εκείνη τους κοιτάει σαν να είναι «οι άλλοι». «Οι εχθροί». Αυτοί που την άρπαξαν από τον μπαμπά της, τη μόνη ζωή που ήξερε, την αγάπη.
Αυτό το βλέμμα θα είναι συνοδός μας, όσο γνωρίζουμε την 12χρονη Νταλβά. Ενα βλέμμα δυσπιστίας για τον έξω κόσμο και τις προθέσεις του. Στη δομή με άλλους κακοποιημένους ή ορφανούς εφήβους που την μεταφέρουν, αυτό το βλέμμα θα πάρει μαζί για άμυνα και προίκα. Δεν έχει ξανακούσει τις λέξεις «παιδόφιλος», «αιμομιξία». Εχει μεγαλώσει με τον άνθρωπο που την απήγαγε από την μητέρα της («η μαμά την παράτησε γιατί δεν την αγαπά» της έλεγε ), την μεταμόρφωσε από 9 χρονών σε γυναίκα (δαντέλες, τακούνια, βαμμένα κόκκινα μαλλιά) την κρατούσε μακριά από το σχολείο κι άλλαζε συνεχώς σπίτια και διευθύνσεις για να μην τους βρουν. Τον άνθρωπο που τη βίαζε γιατί «την αγαπά». Τον «Ζακ», γιατί προφανώς δεν τον έλεγε «μπαμπά»
Στο σκηνοθετικό της ντεμπούτο, η Εμανουέλ Νικό επιλέγει ένα πολύ δύσκολο θέμα και το πλησιάζει ακόμα πιο δύσκολα. Η κάμερά της δεν μας φέρνει στη δύσκολη θέση ενός αποτρόπαιου θεάματος. Δεν μάς φέρνει αντιμέτωπους με καμία βία. Αποτυπώνει όμως, σε ωμό κοντινό, το αποτέλεσμά της. Η DP, Καρολίν Γκιμπάλ, κρατά την κάμερα κολλημένη στο πρόσωπο της ηρωίδας. Η Νταλμά κυριαρχεί σε κάθε λήψη. Τόσο, που δεν καταλαβαίνουμε τι συμβαίνει στο πλάνο. Τόσο, που νιώθουμε ότι κι εκείνη δεν καταλαβαίνει.
Το κάδρο της ανοίγει και συμπεριλαμβάνει το νέο της μικρόκοσμο, την περιέργεια και την σκληρότητα των συνομηλίκων (στα μάτια τους είναι «τέρας», ή «θύμα») την αμηχανία και την διεκπεραιωτική συστημική φροντίδα των ενηλίκων. Περισσότερο όμως, ο φακός κλείνει. Σφίγγει σ' αυτό το βλέμμα - όσο σταδιακά γκρεμίζεται, γιατί γκρεμίστηκε η μόνη αντίληψη που είχε για τη ζωή. Το καλό και το κακό. Το ασφαλές και το τρομακτικό.
Υπάρχουν σεναριακά κενά στην ταινία. Μια-δυο σκηνές που θα μετέφεραν πιο ομαλά την συναισθηματική αλλαγή του κοριτσιού - πώς πείστηκε τελικά κι άρχισε την διαδρομή της προς την επούλωση. Πώς εμπιστεύτηκε την νέα της ζωή. Πώς επέτρεψε στον εαυτό της να αποχωριστεί την βιασμένη γυναίκα και να επιστρέψει στο κορίτσι που δεν γνώρισε ποτέ.
Στο σύνολό της όμως η Νικό έχει επιτύχει έναν μικρό άθλο που μελετά με συνέπεια, ειλικρίνεια και τρυφερή διακριτικότητα το βαθύ τραύμα. Μία σκηνοθετική άσκηση στην αφηγηματική παρατήρηση, που κουβαλά στους ντελικάτους ώμους της, με σπαρακτική εκφραστικότητα, η πρωταγωνίστριά της Ζελντά Σαμσόν. Δεν μπορείς να σταματήσεις να την κοιτάς. Δεν μπορείς να σταματήσεις να αγωνιάς για το παρόν της, για το μέλλον της. Γιατί το παρελθόν της, ακόμα και μετά τους τίτλους τέλους, δεν θέλεις ούτε να το σκέφτεσαι.