Τρεμπίνιε, 1993. Ο Μάρκο, ένας Σέρβος στρατιώτης, παίρνει διήμερη άδεια εν μέσω Βοσνιακού πολέμου για να επισκεφτεί τον πατέρα του και την αρραβωνιαστικιά του. Μόνο που στην κεντρική πλατεία της πόλης γίνεται μάρτυρας μίας άδικης βίαιης επίθεσης εναντίον ενός μουσουλμάνου περιπτερά από εκτός ελέγχου Σέρβους συνοπλίτες του. Η παρέμβασή του οδηγεί σε τραγωδία. 12 χρόνια μετά, ο μουσουλμάνος επιζών ζει στη Γερμανία και παίρνει κάτω από την προστασία του την πρώην αρραβωνιαστικιά του Μάρκο, η ζωή της οποίας άλλαξε για πάντα. Ο γιος ενός από τους κατηγορουμένους για το συμβάν, χωρίς να το γνωρίζει, ζητά δουλειά από τον γέρο πατέρα του Μάρκο. Και ο καλύτερος φίλος του, εκείνος που ήταν παρών στην επίθεση χωρίς να μπορεί να βοηθήσει, βλέπει στο χειρουργικό του τραπέζι τον αρχηγό του λιντσαρίσματος, ο οποίος έχει καταφθάσει ετοιμοθάνατος σε νοσοκομείο του Βελιγραδίου, μετά από αυτοκινητιστικό. Θα τον σώσει ή θα πάρει εκδίκηση - έστω κι αργά;
Βασισμένοι στην αληθινή ιστορία του στρατιώτη Σρνταν Αλέξικ, οι Μελίνα Πότα Κόλιεβιτς και Σντιάν Κόλιεβιτς κατασκευάζουν μία σπονδυλωτή, πολυεπίπεδη ιστορία, όπου δεν εξετάζεται πλέον το πολιτικό δίκαιο ή άδικο ενός πολέμου, αλλά οι σε βάθος χρόνου συνέπειες της ανελέητης βιαιότητάς του στις ζωές των ανθρώπων. Οπως κι ο πρωτότυπος τίτλος της ταινίας υπαινίσσεται, δεν είναι μόνο η Ιστορία που κάνει κύκλους, αλλά και οι προσωπικές μας ιστορίες. Πώς συμβιβάζεται κανείς μετά από την ηρωική πράξη ενός «εχθρού» που του χάρισε τη ζωή, ενώ είχε τραγικές συνέπειες για τον ίδιο; Πώς ζει κανείς με την απώλεια του παιδιού του; Πώς αντέχει να διασταυρώνεται η καθημερινή ζωή του με τους εγκληματίες; Κατά πόσο γίνεται κι ο ίδιος εκδικητικός θύτης, απέναντι στην επόμενη γενιά της Σερβίας, παιδιά που άθελά τους κουβαλούν τις αμαρτίες των πατεράδων τους; Είναι ακόμα νωρίς για συγχώρεση;
Ο Σρνταν Γκολούμποβιτς («Η Παγίδα») πατάει στο καλοδουλεμένο, λιτό σενάριο και δε βιάζεται να μας εξηγήσει το μωσαϊκό των χαρακτήρων του. Αφήνει την κάμερα ανοιχτή, να επεξεργάζεται μελαγχολικά τους ήρωές του, όσο εμείς προσπαθούμε να συνδέσουμε τις γραμμές που τους ενώνουν. Κι όσο η κινηματογράφηση μας επιτρέπει να παρατηρούμε σιωπηλά (υπέροχη η φωτογραφία του Αλεξάνταρ Ιλιτς), τα σκαμμένα πρόσωπα, ο θαμμένος κάτω από το πέρασμα του χρόνου πόνος, τα παρατημένα στη μεταπολεμική φτώχεια τους σπίτια, η υπόνοια ανέχειας και μακροχρόνιας ανεργίας συνθέτουν έναν μεγαλύτερο της ταινίας καμβά.
Οι ρυθμοί είναι αργοί, αλλά μία ωμή, υποβόσκουσα ένταση δεν επιτρέπει στο θεατή να χαλαρώσει ούτε στιγμή: το παρελθόν, οι ενοχές, η βουβή οργή, το φάντασμα του ηρωικού απόντα στοιχειώνουν άπαντες κι όλοι έχουν την ευκαιρία κάθαρσης. Κανείς όμως δεν γνωρίζει πώς θα επιλέξουν να τη διεκδικήσουν. Οχι, το σενάριο δεν αφηγείται, ούτε υπογραμμίζει τίποτα, αλλά στο τέλος όλοι νιώθουμε στο πετσί μας την ωστική θλίψη για την καταστροφή μίας χώρας, όπου αδελφός σκότωσε αδελφό.
Η μοναδική πληγή της ταινίας (η οποία ήταν η οσκαρική πρόταση της Σερβίας στα Οσκαρ) είναι ότι αισθάνεσαι ότι και η ίδια αποτελεί μέρος ενός γνώριμου κινηματογραφικού κύκλου. Τις έχεις δει αυτές τις ταινίες, τις ξέρεις, προβλέπεις εξ αρχής την κατάληξή τους. Αν δεν καταφέρουν κάπου να ξεχωρίσουν, κάπου να σε ξαφνιάσουν, κάπως διαφορετικά να προκαλέσουν τη σκέψη σου, δεν απογειώνονται ποτέ. Εχουν τις καλύτερες προθέσεις και τις εκτελούν με συνέπεια. Καταθέτουν αριστοτεχνικές, αξιοσέβαστες ερμηνείες. Παραδίδουν στιβαρά, αλλά κάπως ακαδημαϊκά το αντιπολεμικό μήνυμά τους (με την αλά Σανταολάγια έγχορδη μουσική του Μάριο Σνάιντερ να δημιουργεί ένα ακόμα οικείο «διδακτικό» περιβάλλον). Και ολοκληρώνουν τον κύκλο τους. Τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο.