Μία κακή κριτική. Αυτό ήταν το μόνο που χρειαζόταν ο Καρλ, ένας ταλαντούχος σεφ διάσημου γκουρμέ εστιατορίου του Λος Αντζελες, ο οποίος είχε πράγματι βαλτώσει στο πασέ μενού που επέμενε να του επιβάλλει ο συντηρητικός ιδιοκτήτης. Μία κακή κριτική που τον αποκάλεσε «άτολμο» και «βαρετό», τον έκανε να πάρει την πιο ρισκέ απόφαση της ζωής του: να ανοίξει την πόρτα της κουζίνας και να φύγει. Ομως δεν θα κρεμάσει έτσι εύκολα την ποδιά του. Με τη βοήθεια της πρώην γυναίκας του, ο Καρλ δέχεται να δοκιμάσει το νέο παγκόσμιο trend στο χώρο του φαγητού: αγοράζει μία μηχανοκίνητη καντίνα και ξεκινά ένα ταξίδι δρόμου διασχίζοντας την Αμερική - μία συμβολική πορεία γευστικών και υπαρξιακών αναζητήσεων, μαζί με τον αποξενωμένο 10χρονο γιο του.
Ο Τζον Φαβρό μοιάζει να βίωσε την ίδια ανάγκη με τον Καρλ: θέλησε να ανοίξει την πόρτα και να ξεφύγει (έστω παροδικά) από το blockbuster Χόλιγουντ, να βγει μία βόλτα στον καθαρό αέρα, να κάνει ένα νοσταλγικό ταξίδι επιστροφής στις indie ρίζες του. Γιατί μπορεί να έχει πλέον καθιερωθεί ως ένας mainstream σκηνοθέτης και παραγωγός («Ironman», «Cowboys & Aliens», «Zathura: A Space Adventure»), όμως τον γνωρίσαμε και τον αγαπήσαμε ως το πάλαι ποτέ It Boy του ανεξάρτητου αμερικανικού σινεμά. Ως το σεναριογράφο και πρωταγωνιστή των θρυλικών, αυτόματα cult «Swingers».
Για αυτό και στο άκουσμα της ιδέας του «Σεφ», μιας προσωπικής ταινίας γραμμένης χωρίς συνταγές, το στόμα υγράνθηκε κι ο ουρανίσκος μας προετοιμάστηκε για ένα πραγματικό κέρασμα. Δεν περιμέναμε το τέλειο, πλούσιο γεύμα. Αλλά κάτι που ο 45χρονος Φαβρό είχε ανάγκη να σκαρώσει με στιβαρή απλότητα και με μυστικό συστατικό την καρδιά.
Υπάρχει ψυχή στην ταινία: η tour de force ενέργεια του Φαβρό, ο οποίος ερμηνεύει τον σε κρίση πρωταγωνιστή του με μία καλοκάγαθη μανία. Οπως επίσης και η αυθεντική αγάπη του για το φαγητό, η οποία είναι τόσο ξεκάθαρη, όσο και συμβολική: ο τρόπος που κινηματογραφεί την προετοιμασία, το ψήσιμο, τη φροντίδα στην λεπτομέρεια, την οργασμική απόλαυση της πρώτης μπουκιάς – ναι, η μεταφορά για την απόλαυση της ίδιας της ζωής δραπετεύει της οθόνης και φτάνει στις καρέκλες μας, με όλους τους χυμούς και τις μυρωδιές της, χορογραφημένη εκκωφαντικά από ξεσηκωτικό κουβανέζικο σάουντρακ.
Υπάρχουν επίσης κωμικές ιδέες – ιδιαίτερα οι στιγμές γλυκόξινης αυτοκριτικής, όπως το πώς ένας μοντέρνος 45χρονος δεν μπορεί να κατανοήσει τη δύναμη και την έκταση του νέου κόσμου των social media. Δυστυχώς όμως, υπάρχει και πολύ περιττό λίπος, πολλά λάδια, η αίσθηση της τηγανίλας. Δεν είναι ότι το μελό (η σχέση του ήρωα με τον πιτσιρικά, παραμελλημένο γιο με τα κουταβίσια μάτια) μας χάλασε. Θα μπορούσε, στις σωστές αναλογίες, να λειτουργήσει ως ένα συγκινητικό ντρέσινγκ. Αντ' αυτού όμως κάνει ζημιά στο πόσο σφιχτή, πόσο δεμένη βγαίνει η σάλτσα.
Το πιο απογοητευτικό στοιχείο στο γεύμα που σερβίρει ο Φαβρό είναι ότι δεν έχει συνοχή, ρυθμό, ένα σφιχτό σενάριο – κάτι που θα απογείωνε την ίδια την γλυκόπικρη κωμωδία. Πιστεύοντας ότι έχει ακόμα το ταλέντο να εισάγει ανώφελες στιγμές, σκηνές, σεκάνς (τα μικρά «τίποτα» σε μια ταινία μπορούν να αποδειχτούν υπέροχα, ή να τη βουλιάξουν), ο Φαβρό μοιάζει να κάλεσε τους κολλητούς του να προσθέσουν τυχάρπαστα ένα προσωπικό τους συστατικό, κάνοντας ανώφελα ολιγόλεπτα cameo (από την Σκάρλετ Γιόχανσον μέχρι τον Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ, όλοι μένουν σχηματικοί και ανεκμετάλευτοι) ανακάτεψε όλα όσα ήθελε να πει σ' ένα μπολ και δεν αγχώθηκε ποτέ για το νερουλό αποτέλεσμα.
Κρίμα, γιατί καταλαβαίνουμε την ρομαντική, νοσταλγική του διάθεση για σπιτικό φαγητό κι όχι την ξεπέτα του πλαστικού χολιγουντιανού τζανκ φουντ. Ειρωνικά, κάποια μεταμεσονύχτια «βρώμικα» που μας έχει σερβίρει ο Φαβρό έχουν αποδειχθεί πολύ πιο νόστιμα από αυτό το καλών προθέσεων λαπαδιασμένο μαγειρευτό.