Το 60% των παιδιών στην Τσεχία περνούν χρόνο στο Ιντερνετ χωρίς περιορισμούς από τους γονείς τους.
Το 41% επιβεβαίωσε ότι έχει λάβει πορνογραφικές εικόνες από άλλον.
Ενα στα δύο παιδιά κάνει τσατ με ξένους. Το 1/5 δεν θα αρνούνταν μια κατ’ ίδιαν συνάντηση.
Τα στοιχεία στην αρχή του ντοκιμαντέρ των Βιτ Κλουσάκ και Μπαρμπόρα Χαλούποβα αφορούν την Τσεχία, αλλά θα μπορούσαν με ελάχιστες διαφοροποιήσεις να αφορούν κάθε χώρα της Ευρώπης. Οπως τα τρία ενήλικα κορίτσια που τελικά δέχονται να υποδυθούν τις 12χρονες και να συμμετάσχουν σε ένα ριψοκίνδυνο και επώδυνο πείραμα που κανείς δεν ήξερε αρχικά πώς θα εξελιχθεί, με απώτερο σε κάθε περίπτωση σκοπό να καταδειχθεί η μάστιγα της παιδικής κακοποίησης στο διαδίκτυο, θα μπορούσαν να είναι τρία κορίτσια που θα συναντούσες σε οποιαδήποτε «πολιτισμένη» χώρα αυτού του κόσμου.
Ολα ξεκίνησαν το 2017, όταν η εταιρεία Ο2 επικοινώνησε με τον Βιτ Κλουσάκ ζητώντας του να φτιάξει ένα βίντεο που θα είχε πιθανότητες να γίνει viral προκειμένου να αναδειχθεί η απότομη αύξηση κρουσμάτων παιδικής κακοποίησης και εκμετάλλευσης στο διαδίκτυο. Μαζί με τη συνεργάτη του, Μπαρμπόρα Χαλούποβα, οι δυο τους δημιούργησαν ένα ψεύτικο προφίλ ενός δωδεκάχρονου κοριτσιού, της «Τίνκα», προκειμένου να γίνουν οι ίδιοι μάρτυρες της διαδικασίας με την οποία γίνεται η προσέγγιση των κοριτσιών από μεγαλύτερους σε ηλικία άντρες.
Οπως αναφέρουν τα στοιχεία που οι ίδιοι οι δημιουργοί του ντοκιμαντέρ δίνουν στη δημοσιότητα, μέσα σε πέντε μόλις ώρες από τη στιγμή που ανέβηκε το προφίλ, 83 άντρες, ηλικιών από 23 έως 63 ετών, επικοινώνησαν μαζί της. Η συντριπτική πλειοψηφία με χυδαίες προτάσεις για αμοιβαίο αυνανισμό μέσω chat. Πολλοί έστειλαν, χωρίς προειδοποίηση, φωτογραφίες με τα πέη τους σε στύση. Ενώ κάποιοι έστειλαν λινκ για πορνογραφικό υλικό κάθε είδους, συμπεριλαμβανομένου και πορνό με ζώα. Το ίδιο απόγευμα, τέσσερις άντρες αυτοϊκανοποιήθηκαν στη web κάμερά τους, χωρίς η «Τίνκα» να έχει δείξει καν το πρόσωπό της…
Κάπως έτσι γεννήθηκε το «Παγίδα στο Διαδίκτυο», με τους Κλουσάκ και Χαλούποβα να μετατρέπουν την εμπειρία τους σε ένα μεγάλου μήκους ντοκιμαντέρ που θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει και ακτιβιστική πράξη. Αυτή η διττή του φύση είναι ταυτόχρονα η δύναμη και η αδυναμία του, αφού μετά την αρχική έκπληξη για όλα όσα διαδραματίζονται μπροστά στα ανυποψίαστα μάτια σου, νιώθεις διακριτά τα σημάδια μιας τελέσφορης μεν για το θυμικό του θεατή, αλλά ατελέσφορης αυτοσχέδιας και στα όρια της «αυτοδικίας» έρευνας που ακόμη κι αν οδηγεί στο σωστό, δεν μπορεί να υποστηρίξει 100% τη διαδρομή που κάνει μέχρι να φτάσει εκεί.
Οι Κλουσάκ και Χαλούποβα στήνουν σε ένα στούντιο τρία παιδικά κοριτσίστικα δωμάτια, δίνουν σε τρεις ενήλικες κοπέλες το ρόλο των 12χρονων κοριτσιών και ενεργοποιούν την «παγίδα». Παγίδα αυτή τη φορά με αντεστραμμένους τους ρόλους θύτη - θύματος, αφού εδώ τα υποψήφια θύματα τραβούν σαν μαγνήτες μεγαλύτερους άντρες που δεν διστάζουν όχι μόνο να στείλουν φωτογραφίες από τα πέη τους ή και βίντεο με κτηνοβασίες, αλλά και να αυνανιστούν on camera, ζητώντας από τα κορίτσια να γδυθούν, να βγάλουν γυμνές φωτογραφίες, να παίξουν μαζί τους.
Ο τρόπος με τον οποίο ξεδιπλώνεται όλος ο μηχανισμός της αποπλάνησης των κοριτσιών είναι αποκαλυπτικός, αν όχι τρομακτικός. Πρώτα το κάλεσμα, στη συνέχεια μια μορφή συναλλαγής - συνήθως χρηματικής, στη συνέχεια ένας εκβιασμός, μετά η συνάντηση. Σε κάθε ένα από τα παραπάνω στάδια, τα ενήλικα κορίτσια που εξομολογούνται στην αρχή της ταινίας πως όλα είχαν κάποια παρόμοια δυσάρεστη εμπειρία στο παρελθόν, είναι σαν να ζουν για λογαριασμό όλων των ανήλικων παιδιών αυτού του κόσμου τον τρόμο μιας εμπειρίας από την οποία κάποιος θα έπρεπε να τα είχε προστατέψει.
Χωρίς καμία διάθεση το ήδη σκληρό θέαμα να γίνει και δραματικά αφόρητο, οι Κλουσάκ και Χαλούποβα κρατάνε τις αποστάσεις από την ψυχολογία, παραμένοντας προσκολλημένοι στο «πείραμα». Επιστρατεύουν και χιούμορ, αλλά και ανάσες παιδικότητας (και μια - αν και υπερβολικά συγκινητική - στιγμή όταν ένα κορίτσι μιλάει επιτέλους με ένα αγόρι που θέλει απλά να μιλήσει) προκειμένου να δημιουργήσουν ανάχωμα στις δυσάρεστες διαδικτυακές συνευρέσεις και χειρίζονται με τέχνη και τεχνική τη «μυθοπλασία», ειδικά στις σκηνές της συνάντησης των κοριτσιών με τους θύτες τους που θυμίζει σκηνή από μια αστυνομική ταινία.
Αναπόφευκτα, η ακτιβιστική τους διάθεση που κορυφώνεται στο φινάλε, όταν θα βρεθούν απέναντι σε ένα θύτη με τις κάμερες ανοιχτές, εκφράζει τη συλλογική οργή και με κάποιο τρόπο ανοίγει τη μεγαλύτερη εικόνα που δεν είναι άλλη από το τι ακριβώς συμβαίνει μέσα στα μυαλά αυτών των ανθρώπων. Μειώνει, ωστόσο, αισθητά τη δύναμη της τεκμηρίωσης που σε συνδυασμό με μια διάθεση επανάληψης που είναι διάχυτη σε όλη τη διάρκεια της ταινίας, καταλήγει να εξυπηρετεί περισσότερο μια μαθηματική πράξη με προκαθορισμένη λύση που πρέπει με κάθε τρόπο να βγει σωστή.
Οσο οι τρεις πρωταγωνίστριες χαρίζουν στην ταινία φυσικότητα, τόσο τα «διαβολικά» παραμορφωμένα (για λόγους προστασίας προσωπικών δεδομένων) πρόσωπα των θυτών υπογραμμίζουν την αόριστη θέση των δύο δημιουργών για τα «τέρατα» που βρίσκονται εκεί έξω. Ή και βαθιά μέσα στο Δίκτυο, ανάλογα από το ποια οπτική κοιτάς τα πράγματα.
Ο διάλογος που ανοίγει το «Παγίδα στο Διαδίκτυο» είναι σημαντικός. Τόσο για τη θυματοποίηση, το στίγμα και το τραύμα που αφήνει σε ένα ανήλικο παιδί μια τέτοια εμπειρία, όσο και για την ελευθερία της χρήσης του διαδικτύου από ανήλικα παιδιά που οδηγούν στην έκθεση τους σε κακοποίηση, εκβιασμούς και ψηφιακό bullying. Ακόμη πιο σημαντικός είναι ο ρόλος του ντοκιμαντέρ και στην κινητοποίηση των Αρχών που χρειάζονται πάντα ένα «θόρυβο» για να ρίξουν φως σε σκοτεινές υποθέσεις που όλοι γνωρίζουν αλλά κανείς δεν θέλει να μιλήσει γι’ αυτές. Η «εκπαιδευτική» του αυτή αποστολή (που υπήρξε και ο πρωταρχικός του στόχος) παραμένει και η «παγίδα» για την όποια κινηματογραφική του αξία.