1915, χειμώνας στο άσυλο ανιάτων στο Μοντεβέργκ, στη Νότια Γαλλία. Η Καμίλ Κλοντέλ, γλύπτρια, μούσα και σύντροφος του Ροντέν, βρίσκεται έγκλειστη κατά παραγγελία των γονιών της, με μοναδικό φωτεινό σημάδι τις αραιές αλλά τακτικές επισκέψεις του αδελφού της, Πολ. Η Κλοντέλ θα ζήσει στο άσυλο τα τελευταία 29 χρόνια της ζωής της. Δε θα ξαναδημιουργήσει κανένα έργο. Το μοναδικά δημιουργικό μυαλό της θα σβήσει σιγά-σιγά μέσα στη μοναξιά και την υπαρξιακή απορία.
Ο συνδυασμός μιας αληθινής ιστορίας εποχής, με μια πραγματικά μεγάλη σταρ, ίσως αφήνει κάποιες υποψίες ότι το σινεμά του Μπρουνό Ντιμόν βρίσκεται στο σημείο μιας κάποιας σημαντικής μεταστροφής, ενός ανοίγματος σε ένα μεγαλύτερο κοινό. Η «Camille Claudel» του δεν θα μπορούσε να διαψεύσει με πιο θεαματικό τρόπο οποιαδήποτε τέτοια προσδοκία.
Το ακριβές αντίθετο μιας τυπικής βιογραφίας, αυτή η «Καμίλ», είναι όσο πιο μακριά θα μπορούσε να βρίσκεται από την εκδοχή του Μπρουνό Νιτέν που το 1988 καθόρισε την καριέρα της Ιζαμπέλ Ατζανί κι έφερε μια σπουδαία γλύπτρια ξανά στην επικαιρότητα. Το φιλμ του Ντιμόν, επικεντρώνεται σε λίγες μέρες μόλις της ζωής της, όταν ήδη βρίσκεται έγκλειστη σε ένα άσυλο για ανθρώπους με ψυχολογικά και νοητικά προβλήματα στην Αβινιόν.
Ξεχασμένη από τους πάντες, «φυλακισμένη» από την ίδια την οικογένεια της, είναι σαφές ότι δεν ανήκει εκεί, έστω κι αν συχνά πιστεύει ότι ο δάσκαλος κι εραστής της Ροντέν την καταδιώκει ακόμη, ή ότι προσπαθεί να την δηλητηριάσει. Ο αδελφός της Πολ είναι ο μόνος που την επισκέπτεται και το φιλμ, παρακολουθεί την ζωή της, στις λίγες μέρες από την στιγμή που μαθαίνει για μια επικείμενη επίσκεψή του, μέχρι την ώρα που θα συμβεί.
Στερημένη από τα βασικά υλικά μιας φυσιολογικής ζωής, την ζέστη, το φαγητό, την ανθρώπινη επαφή και κυρίως την τέχνη της, η Καμιλ πηγαινοέρχεται μεταξύ της απόλυτης απόγνωσης και μιας παράλογης ελπίδας ότι κάποτε θα βγει από την φυλακή της, μεταξύ της άρνησης της κατάστασής της και της προσπάθειας να συμφιλιωθεί μαζί της.
Ο Ντιμόν κινηματογραφεί το άσυλο όχι σαν τον εφιάλτη που θα περίμενε κανείς από την ταινία ενός σκηνοθέτη που κάθε άλλο παρά αποστρέφει τα μάτια από τις άσχημες πλευρές της ανθρώπινης ύπαρξης, αλλά δεδομένου ότι η Καμίλ βρίσκεται στην πρώτη θέση του ιδρύματος, σαν μια έρημο, ολοκληρωτικά άδεια από ανθρώπινη επαφή. Η Καμίλ μοιάζει μόνη ανάμεσα σε τροφίμους με νοητικά προβλήματα και μοναχές γεμάτες επώδυνα συγκαταβατική καλοσύνη. «Δεν είμαι πια άνθρωπος» λέει κάποια στιγμή απόλυτης αδυναμίας και μέσα από το φιλμ του Ντιμόν καταλαβαίνεις πραγματικά το μέγεθος της άδικης τιμωρίας της.
Η ερμηνεία της Ζιλιέτ Μπινός είναι επίσης εξαιρετική. Μετά από αρκετούς ρόλους όπου η ικανή ηθοποιός δεν έκανε τίποτα περισσότερο από το να δίνει το μίνιμουμ των δυνατοτήτων της, εδώ προσφέρει μια ερμήνευα δωρικής έντασης και σπαρακτικής αξιοπρέπειας. Χωρίς ποτέ να ξεφεύγει σε υπερβολές ή ευκολίες, ζωγραφίζει στο πρόσωπό της όλο το δράμα της ηρωίδας της με τρόπο σπουδαίο.
Κι ο Ντιμόν το κινηματογραφεί από κοντά, σε γκρο πλαν που μιλούν περισσότερο απ΄ όσο θα μπορούσαν να το κάνουν σελίδες επί σελίδων διαλόγων. Το ίδιο κάνει και με το άσυλο, τους τροφίμους του, την καθημερινότητά του, τα καταγράφει με έναν τρόπο που θυμίζει νεκρές φύσεις, πίνακες ζωγραφικής, ανακαλύπτοντας την ομορφιά στο μηδαμινό, δείχνοντας από κοντά, όπως το συνηθίζει, την έλξη του γκροτέσκου.
Κι όπως πάντα στο έργο του, έτσι κι εδώ, το φιλμ μοιάζει να διαπνέεται από μια ιδιαίτερη πνευματικότητα, μια ελαφρώς διαστρεβλωμένη σχέση με την πίστη και την έννοια του θείου, που έρχεται σε πρώτο πλάνο όταν το κέντρο βάρους του φιλμ μετατοπίζεται στο δεύτερο μέρος, στον αδελφό της Καμίλ, Πόλ.Μπορεί από την άποψη της μυθοπλασίας και της εξέλιξης του δράματος οι σκηνές του να μην μοιάζουν απαραίτητες, όμως ο Ντιμόν τις στήνει με τέτοιο τρόπο, που δεν μπορείς να σταματήσεις να κοιτάς, ακόμη κι αν το μόνο που βλέπεις είναι έναν ημίγυμνο άντρα να γράφει ένα γράμμα φιλοσοφώντας, ή να προσεύχεται γονατισμένος στη μέση του πουθενά.
Το τέλος όταν θα έρθει, γνωστό έτσι κι αλλιώς από την ιστορία που έχει πλέον σφραγίσει την μοίρα της Καμίλ, θα είναι αντιδραματικό, μα απόλυτα σύμφωνο με τον τρόπο που ο Ντιμόν στήνει την ιστορία του και ολόκληρο το σινεμά του. Και φυσικά ακόμη κι αν δεν είναι παρά ένα μόνο βλέμμα της Ζιλιέτ Μπινός καθώς κοιτάζει μπροστά την άγνωστη ακόμη σε εκείνη μοίρα της, θα είναι μια ακόμη σπουδαία στιγμή σε μια ταινία που αν και άνιση σαν σύνολο, δεν παύει να κερδίζει από την αρχή ως το τέλος το ενδιαφέρον σου.