Μετά από 15 χρόνια κρίσης, η Αθήνα είναι μια πόλη λαβωμένη. Μοιάζει να φορά ένα ξεθωριασμένο κοστούμι μίας πάλαι ποτέ ένδοξης ντίβας - δεύτερο χέρι, ξεφτισμένο, ξεβαμμένο. Στο κέντρο, χρεοκοπημένα μαγαζιά, κλειστά ρολά, εγκατελειμμένα θέατρα. Σ’ ένα από αυτά, το «Broadway» έχει βρει στέγη μία συμμορία από πορτοφολάδες. Ντόπιοι και ξένοι, στρέιτ και γκέι, γυναίκες και άντρες - απόκληρα, διαφορετικά πλάσματα που δεν τους δέχτηκε ποτέ, ή τους ξέρασε το σύστημα. Χαμένα παιδιά που βρήκαν κάπου να ανήκουν - έκαναν σπίτι τους τα ερειπωμένα παρασκήνια του λαμπερού πάρτυ μιας προηγούμενης γενιάς. Μια γενιάς που γλέντησε κι άφησε στα σημερινά παιδιά να υποστούν το χανγκόβερ.

Εκεί φέρνει ο ερωτοχτυπημένος Μάρκος την Νέλλυ - ένα κορίτσι που το έσκασε από το σπίτι της κι, εκδικητικά σχεδόν, έγινε στρίπερ. Θέλει να της γνωρίσει την Οικογένεια του. Να της ανοίξει την πόρτα του κόσμου του. Να τη βάλει στη δουλειά. Η ιδέα είναι η χορεύτρια Νέλλυ, ντυμένη με τα -ξεχασμένα να σκονίζονται στα καμαρίνια- φανταχτερά και σέξι κοστούμια του «Broadway» να δίνει παραστάσεις στο δρόμο, προσελκύοντας πλήθος περαστικών γύρω της που, όσο παρακολουθούν την περφόρμανς της, οι πορτοφολάδες της παρέας θα τους ξαφρίζουν.

Ο Μάρκος έχει στήσει το κόλπο σαν μία καλολαδωμένη μηχανή. Όμως πάντα κάπου, κάτι πάει στραβά. Και μια μέρα τον συλλαμβάνουν. Παράλληλα, ο Έλληνας αρχηγός της συμμορίας έχει περισυλλέξει και κρύψει στα υπόγεια του «Broadway» τον Γιόνας, έναν αγόρι που ξέρει πολλά - και για αυτό τον κυνηγάει να τον εξαφανίσει ο ισχυρότερος μαφιόζος του αθηναϊκού υπόκοσμου. Για να τον κρύψει, η Νέλλυ τον μεταμορφώνει σε γυναίκα, την «Μπάρμπαρα» κι εκείνη, αγνώριστη πια, ξεκινά τις περφόρμανς μαζί της. Γίνονται ντουέτο, γίνονται ζευγάρι. Η Νέλλυ προδίδει τον Μάρκο, κι ο Μάρκος όταν τον προδίδουν γίνεται θανάσιμα επικίνδυνος. Και τώρα που το «Broadway» δεν είναι πια καταφύγιο, αλλά φυλακή, υπάρχει έξοδος κινδύνου;

Ο Χρήστος Μασσαλάς («Copa-Loca») κάνει το σκηνοθετικό του ντεμπούτο στη μεγάλου μήκους με μία ωραία ιδέα και μια φιλόδοξη ταινία. Σκηνοθετικά, διαθέτει ένα φρέσκο, σύγχρονο βλέμμα, camp αλλά καθόλου φολκλόρ, ενώ παράλληλα ξέρει να στήνει ατμόσφαιρα (συντελεί και το πρωτότυπο, υπέροχο μουσικό σκορ του Γκάμπριελ Γιάρεντ), να δημιουργεί σασπένς και, πάνω από όλα, να κατασκευάζει έναν ολόδικο του κόσμο από σκιές, φως, παγέτες, φτερά, πούπουλα, κόκκινα κραγιόν, σκισμένες ταπετσαρίες, μαϊμούδες, κατσαρίδες, αίμα, πάθος, ενοχές, εκδίκηση. Έναν κόσμο, που (κυριολεκτικά, συμβολικά και ψυχογεωγραφικά) ισορροπεί στο όριο ανάμεσα στη μυθοπλασία με την πραγματικότητα, στην περφόρμανς με τη ζωή, στον έρωτα με το θάνατο, στα εξαϋλωμένα όνειρα με τον εφιάλτη, στους λαμπερούς προβολείς, με τη βαριά σκιά της μαρκίζας. Ένα κόσμο παρακμιακό, ξεπεσμένο, βρώμικο, αλλά ταυτόχρονα τόσο αλήτικα γοητευτικό, μυσταγωγικό, επικίνδυνα ερωτεύσιμο.

Oi αναφορές του είναι προφανείς, δεν τις κρύβει. Το κλείσιμο ματιού στον Χίτσκοκ (η ψυχαναλυτική διάσταση της μεταμόρφωσης του «Vertigo», το γκρο πλαν στο ποτήρι γάλα από τις «Υποψίες»), η σαφής επιρροή του τρυφερού queer σύμπαντος του Πάνου Χ. Κούτρα, η αγάπη για τον βρώμικο ρομαντισμό του Λέος Καράξ, οι εμβληματικοί πολυδιάστατοι καθρέφτες του Όρσον Ουέλς, αλλά και η «με γνώρισες σε μια περίεργη στιγμή της ζωής μου» κάθαρση του Ντέιβιντ Φίντσερ.

Σαφής και η υπόκλιση του στην drag κουλτούρα με αναγνωρίσιμα cameos και camp χιούμορ.

Όλα αυτά όμως μοιάζουν με μια χούφτα γκλίτερ που πετά κανείς στον αέρα. Ως ιδέες, ευρήματα, θα χρυσαφίσουν την ατμόσφαιρα στιγμιαία, αλλά μετά θα προσγειωθούν ατάκτως στο πάτωμα. Το σενάριο είναι άνισο και σε στιγμές απλοϊκό, με τις αρετές της ταινίας να μην ενώνονται ποτέ σε κάτι δυνατό, εννιαίο, μεστό που θα οδηγήσει την αφήγηση σε μια πιστευτή κορύφωση, σε μία αληθινή συγκίνηση. Μοιάζει με κατασκευή που έχουν παραμείνει οι σκαλωσιές της. Με ένα γκλαμ φόρεμα με ορατές τις ραφές του πατρόν του.

Η Ελσα Λεκάκου ερμηνεύει την Νέλλυ με ωραία κίνηση, κοριτσίστικο τσαμπουκά, και μία αύρα Αλίκης που έχει πέσει στο λαγούμι των θαυμάτων. Αλλά femme fatale δεν είναι. Δεν φταίει η ίδια. Η ηρωίδα της είναι γραμμένη άνισα και περίεργα και οι οδηγίες της μάλλον τη θέλουν να εμπλουτίζει τις σκηνές της με μία επιτηδευμένη, σε στιγμές ξύλινη, αμηχανία που δεν ταιριάζει ούτε στη γυναίκα δηλητήριο, ούτε στο κορίτσι που έμαθε να επιβιώνει στους δρόμους, αλλά ούτε στο λαβωμένο παιδί που η Νέλλυ κρύβει μέσα της.

Ο Φοίβος Παπαδόπουλος μοιάζει με άγγελο που έπεσε στο σετ - ευειδής, αλαβάστρινος, σμιλευμένος. Αλλά και φλατ, διεκπεραιωτικός - σ’ έναν αλμοδοβαρικό ρόλο που θα έπρεπε να αποπνέει μυστήριο, επικινδυνότητα, πάθος, απελπισία. Ο Στάθης Απόστολου είναι αρκετά καλός - έχει τη φάτσα, την πλαστικότητα, την εκφραστικότητα ενός αβίαστα villain πρωταγωνιστή. Όμως κι εκείνος δεν σώζεται από κλισέ αστοχίες που βάζουν τρικλοποδιές στην ερμηνεία του. Αυτός που κλέβει την παράσταση είναι ο Χρήστος Πολίτης (ναι, ο Γιάγκος Δράκος) γιατί κάνει το αντίθετο από όλους τους υπόλοιπους: πετά τα άχρηστα και κρατά τα απαραίτητα - σαν να σκιτσάρει με αυτοπεποίθηση το περίγραμμα του ήρωα του και πιστεύει ότι αρκεί. Ο Έλληνας αρχηγός της συμμορίας, αυτός που κρατά τα κλειδιά στο θέατρο/λημέρι (αλλά και το κλειδί στο μέλλον των «παιδιών» του) σου κόβει το αίμα γιατί σου δίνει τρεις λέξεις, ένα βλέμμα κι ένα ακίνητο σώμα. Εσύ ολοκληρώνεις την εικόνα στο μυαλό σου κι ανατριχιάζεις.

Χωθείτε στο λαγούμι του «Broadway» γιατί αξίζει η βουτιά στο γοητευτικό σύμπαν του - και ας μην απογειώνει το γκλαμ νουάρ του, ανάλογα με τις προσδοκίες που έθεσε. Εμείς κρατάμε το σκηνοθετικό ταλέντο, το τολμηρό στοίχημα και την εμφανή, συγκινητική αγάπη του δημιουργού για το σινεμά - ως χώρο, ως σύμβολο, ως ιδέα. Γιατί, πράγματι, το σινεμά είναι ένας από τους ελάχιστους τόπους πλέον που σου επιτρέπει να καταφεύγεις και να ονειρεύεσαι. Και κάπου να ανήκεις.