H 17χρονη Λίντια είναι ο στόχος ενός ανελέητου ανθρωποκυνηγητού. Ο φίλος της είναι έμπορος ναρκωτικών και την έχει παγιδέψει σε μια πλεκτάνη εξαιτίας της οποίας ένα καρτέλ ναρκωτικών την αναζητά παντού γιατί θεωρεί ότι έχει κλέψει χρήματα. Ο μοναδικός της σύμμαχος είναι ο πατέρας της. Ο ίδιος έχει μπλεξίματα με τον νόμο, έχει υπάρξει κατάδικος, μα πάνω απ΄όλα είναι αποφασισμένος να προστατεύσει την κόρη του. Εστω και για πρώτη φορά στη ζωή του, σκοπεύει να κάνει το σωστό.
Αν ο Λίαμ Νίσον ήταν ο πρώτος που έκανε τα πάντα για την κόρη του σε μια σειρά από περιπέτειες σκηνοθετημένες από Γάλλους auteur της δράσης (λέγε με «Taken»), o Μελ Γκίμπσον δοκιμάζει να το κάνει πιο βρώμικα στο «Blood Father», που μπορεί να μην πηγαίνει πέρα από τα εσκαμμένα μιας τυπικής b- movie αλλά οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι βλέπεται δίχως κόπο, αν και δίχως να χρησιμοποιεί πολύ από την φαιά σου ουσία.
Η αλήθεια είναι ότι η αρχική σκηνή στην οποία η δεκαεξάχρονη παραστρατημένη ηρωίδα δεν έχει κανένα πρόβλημα να αγοράσει ένα πακέτο σφαίρες αλλά δεν μπορεί να πάρει ένα πακέτο τσιγάρα δίχως να δείξει ταυτότητα, υπόσχεται ίσως μια πιο κυνική ματιά στην Αμερική του σήμερα, αλλά η συνέχεια δεν ακολουθεί μια τέτοια διαδρομή.
Αντίθετα η ταινία - σκηνοθετημένη από τον Γάλλο auteur Ζαν Φρανσουά Ρισέτ του ριμέικ του «Assault on Precinct 13» του 2005 και του «Mesrine» με τον Βενσάν Κασέλ του 2008 - προτιμά να ακολουθήσει την πεπατημένη προσφέροντας βία, δράση και χιούμορ, αλλά κι αυτό ούτε σε δόσεις που θα έκαναν το φιλμ κάτι εν δυνάμει cult κι ούτε με την τρέλα που ίσως υπόσχεται ως μια απόπειρα αναγέννησης της καριέρας του Μελ Γκίμπσον (αυτή συμβαίνει έτσι κι αλλιώς από άλλο πόστο.).
Ο οποίος εν τούτοις είναι όσο καλός περιμένεις κι όσο «dirty» απαιτεί ο ρόλος κι όχι μόνο τιμά το φανέλακι που φορά, αλλά μοιάζει να νιώθει τον ήρωα που υποδύεται, θυμίζοντας ότι δεν έχει σημασία τι άνθρωπος μπορεί να είσαι (στιγμιαία ή μη), αν είσαι καλός ηθοποιός είσαι πάντα. Ακόμη και σε όχι τόσο καλές ταινίες.