Στα πρώτα λεπτά του «Birdcage Inn», η Τζιν-α (Λι Τζι-γιουν) περπατά στους δρόμους μιας επαρχιακής κορεατικής πόλης κρατώντας μια πλαστική σακούλα με ένα χρυσόψαρο. Πέφτει πάνω σε μια άλλη γυναίκα, η σακούλα ξεφεύγει από την αρπάγη της, το ψάρι βγαίνει από τη σακούλα και χτυπιέται ανήμπορο στο οδόστρωμα. Η Τζιν-α το μαζεύει προσεκτικά και το διασώζει. Το ψάρι αυτό, όμορφο, πολύχρωμο και τόσο εύθραυστο, δεν είναι φτιαγμένο γι’ αυτόν τον σκληρό κόσμο. Παρόλα αυτά, καταφέρνει να επιβιώσει σε περιβάλλον έτη φωτός μακριά από το φυσικό του.
Σε αντιστοιχία με το χρυσόψαρο, η Τζιν-α αποτελεί τη μοναδική χρωματιστή νότα σε αυτόν τον γκρίζο και θλιβερό κόσμο - ο οποίος ποτέ δεν κατονομάζεται - και επιστρέφει τον καθέναν από εμάς στις δικές του γκρίζες πατρίδες. Αποδρά από ένα ομιχλώδες παρελθόν το οποίο, όπως θα καταστεί σαφές στη διάρκεια της ταινίας, ακόμη την καταδιώκει και μετακομίζει σε μία πανσιόν που δίνει και το όνομά της στο φιλμ: Birdcage Inn.
Το «Birdcage Inn» είναι η τρίτη σκηνοθετική απόπειρα του Κιμ κι-ντουκ, του σκηνοθέτη που μας έδωσε ταινίες σαν την «Πιετά» (2012), αλλά και το αριστουργηματικό «Ανοιξη, Καλοκαίρι, Φθινόπωρο, Χειμώνας… και Ανοιξη» (2003). Ο Κιμ Κι-ντουκ, που έφυγε πολύ νέος από τη ζωή σε ηλικία μόλις 59 ετών από επιπλοκές του Covid-19, θα μείνει στην ιστορία ως εξαιρετικά παραγωγικός, με 24 ταινίες (!) μέσα σε 20 χρόνια σκηνοθετικής απόπειρας, αλλά δυστυχώς και εξαιρετικά ασταθής και ασυνεπής στην σκηνοθετική του παραγωγή. Τα περισσότερα από τα κινηματογραφικά παιδιά του υπήρξαν αδιάφορα. Αυτό, το τρίτο, είναι ένα από αυτά.
Στο φιλμ, ο σκηνοθέτης μοιάζει να περιμάζεψε όλα τα διαφορετικά στερεότυπα που έχουν περιστοιχίσει την πορνεία ανά τους αιώνες και να τα περιέπλεξε σε ένα συνονθύλευμα, το οποίο κατορθώνει να συγκεντρώσει ορισμένα ευρήματα αλλά αποτυγχάνει να τα στοιχειοθετήσει.
Την ταινία κυκλώνει ένα αόριστο αίσθημα περιορισμού: η πρωταγωνίστρια είναι εγκλωβισμένη σε μια άθλια ζωή, αναγκασμένη να κάνει το αρχαιότερο επάγγελμα του κόσμου επί χρήμασι. Οι ιδιοκτήτες της πανσιόν από την άλλη, ενώ δε συμφωνούν απολύτως με τέτοιου είδους επαγγελματικές δραστηριότητες κάτω από τη στέγη τους, και σε έναν βαθμό συμπονούν τη Τζιν-α, έχουν και οι ίδιοι υποχρεώσεις και βιοποριστικές ανάγκες. Συνεχίζουν έτσι όλοι, ο καθένας με τον δικό του τρόπο, να τροφοδοτούν τον τροχό της αθλιότητας, ο οποίος έχει τεράστια ακτίνα, δε λογαριάζει σύνορα και τσαλαπατά όλες τις κοινωνίες στο πέρασμά του.
Φυλακισμένοι μέσα στο ιδιότυπο κλουβί τους, οι ετερόκλητοι ένοικοι του Birdcage Inn συνεχίζουν τις ζωές τους. Και οι δύο άντρες της οικογένειας, πατέρας και γιος, παραδομένοι στα αρχέγονα ένστικτά τους, ποθούν την Τζιν-α. Και οι δύο εφευρίσκουν κάποιες αφορμές για να την προσεγγίσουν, αλλά η πραγματική αιτία είναι αμιγώς σαρκικής φύσεως. Η μητέρα της οικογένειας συμπονεί την Τζιν-α, αλλά η πρώτη της έγνοια είναι να κρατήσει την πανσιόν λειτουργική με κάθε κόστος. Αντιθέτως, η κόρη της οικογένειας Χιε-μι (Λι τζι-γιουν) απεχθάνεται την Τζιν-α και της συμπεριφέρεται με φοβερά σκληρό και απαξιωτικό τρόπο. Σε μια πρώτη ανάγνωση, ο προβληματισμός της φαίνεται να είναι ιδεολογικού χαρακτήρα, στον πυρήνα του όμως κρύβει τον φθόνο, σχετικό με τη σεξουαλική απελευθέρωση την οποία η ίδια στερείται.
Στην εξέλιξη της ταινίας, παρακολουθούμε το πώς σταδιακά οι άμυνες της Χιε-μι απέναντι στη Τζιν-α αμβλύνονται και πώς το μένος της μαλακώνει. Η ίδια η Τζιν-α, υπομένει τα σκληρά χτυπήματα της ζωής, λυγίζει κάτω από την πίεση, αλλά τελικά, σαν το χρυσόψαρό της, επιβιώνει και συνεχίζει να κολυμπά.
Το μετείκασμα αυτής της ταινίας είναι αμήχανο, καταπιάνεται όμως με ένα δύσκολο θέμα και δεν αφήνει τον θεατή να πιαστεί από πουθενά. Η ελπίδα έχει πεθάνει και στις τέσσερις γωνιές της οθόνης. Η ζωή είναι ανυπόφορη, η πόρτα του μοτέλ είναι σκουριασμένη, τα πατώματα είναι βρώμικα και ματωμένα. Το Birdcage Inn είναι γεμάτο κυνέρωτες, πλατειάζει και σε σημεία θυμίζει κακογυρισμένο πορνό. Σε ένα πράγμα όμως έχει απόλυτο δίκιο: η φρίκη είναι πράγματι αναπόδραστη για κάποιους ανθρώπους, οι οποίοι υποχρεούνται να συρθούν στη λάσπη, να κοιμηθούν σαν σκυλιά και αύριο να τα ξανακάνουν όλα απ’ την αρχή.