Ο Ιούδας Μπεν-Χουρ είναι ένας πρίγκιπας που, αδίκως, κατηγορείται για προδοσία από τον υιοθετημένο του αδερφό Μεσάλα, αξιωματικό του Ρωμαϊκού στρατού. Εχοντας χάσει τον τίτλο του, την οικογένειά του και τη γυναίκα που αγαπά ο Ιούδας καταλήγει σκλάβος. Επειτα από χρόνια στη θάλασσα, ο Ιούδας επιστρέφει στην πατρίδα του για να πάρει εκδίκηση, αλλά βρίσκει τη λύτρωση.
Το να αποφασίσει κάποιος να μεταφέρει ξανά το best-seller του Λιού Γουάλας «Μπεν-Χουρ» στον κινηματογράφο, ειδικά μετά την επική, ούτε λίγο ούτε πολύ, τετράωρη μεταφορά του Γουίλιαμ Γουάιλερ το 1959 με πρωταγωνιστή του Τσάρλτον Ιστον στον ομώνυμο ρόλο και τα 11 Οσκαρ τα οποία κέρδισε, φαντάζει ανούσιο και μάλλον άσκοπο.
Κι όμως, για τον σκηνοθέτη Τιμούρ Μπεκμαμπέτοφ (της προϋπηρεσίας του «Wanted» και του ««Abraham Lincoln: Vampire Hunter»») φαίνεται πως μια τέτοια κλασική ιστορία χρειάζεται κάτι φρέσκο, κάτι διαφορετικό έτσι ώστε να ξαναγαπηθεί από το κοινό, το οποίο από ότι φαίνεται έχει βαρεθεί να την βλέπει κάθε Πάσχα στις τηλεοράσεις του, ή και, γιατί όχι, να κερδίσει και κάποιους καινούργιους φανατικούς οπαδούς. Ομως ο «Μπεν-Χουρ» του Μπεκμαμπέτοφ επισκιάζεται σε κάθε του σκηνή από την ταινία του Γουάιλερ, καταλήγοντας σε κάτι το τελείως άψυχο, μονότονο, υπερβολικά διδακτικό και καθόλου επικό.
Αν και μέσα σε όλο αυτό το μεγαλείο της βιβλικής αυτής ιστορίας του Μπεν-Χουρ, το βιβλίο, και κατά συνέπεια η επική ταινία του ’59, μιλούσαν για την δύναμη της οικογένειας και της αγάπης γενικότερα, εδώ ο ο νέος «Μπεν-Χουρ» καταπιάνεται με την λύτρωση της ψυχής μέσω του δρόμου του Θεού, παρά με οτιδήποτε άλλο. Δίνει περισσότερα λόγια, από όσα ίσως χρειάζονται, στον Ιησού του Ροντρίγκο Σαντόρο, ξηλώνοντας του ταυτόχρονα και την όποια θεϊκή του υπόσταση και δυναμική. Δεν υπάρχει τίποτα το υποβλητικό στον χαρακτήρα του, καθώς ο ίδιος χάνεται μέσα στα κηρύγματα και τις αδιάφορες εμφανίσεις του. Φαίνεται πως η ταινία θέλει περισσότερο να ικανοποιήσει τους πιο θρησκευόμενους θεατές της, παρά να πει μια ιστορία που θα έχει τον αντίκτυπο που της αρμόζει.
Ακόμα όμως κι έτσι, ο Μπεκμαμπέτοφ μοιάζει ανίκανος να δημιουργήσει το κατάλληλο δράμα μεταξύ των χαρακτήρων του, αφήνοντας τους έρμαια μιας ιστορίας που μοιάζει χιλιοειπωμένη. Τον ενδιαφέρει η τελική αναμέτρηση με την αρματοδρομία, την οποία ήδη φαίνεται να μας παρουσιάζει ήδη από την πρώτη κιόλας σκηνή της ταινίας, χτίζοντας πάνω σε αυτή τις όποιες σχέσεις και αποφάσεις των χαρακτήρων του. Και ας μην γελιόμαστε. Ο Τζακ Χιούστον δεν καταφέρνει να πλησιάσει τον Μπεν-Χουρ του Ιστον. Όχι ότι είναι κακός ηθοποιός, αλλά μοιάζει πολύ λίγος να μπορεί να κρατήσει τους ώμους του έναν τέτοιο χαρακτήρα.
Ετσι, ο Μπεκμαμπέτοφ αποφασίζει να γεμίσει τα κενά με τον τρόπο που γνωρίζει καλύτερα – άνευρες σκηνές δράσης, πολλές φορές γεμάτες ψηφιακά εφέ, οι οποίες, όσο πομπώδεις και να φαίνονται, καταλήγουν βαρετές χωρίς κάποια υποκείμενη δραματική αληθοφάνεια. Στις σκηνές αυτές προσπαθεί να μιμηθεί τον «Μονομάχο» του Ρίντλεϊ Σκοτ, αλλά πέφτει πάνω σε ένα τοίχος κακού μοντάζ και ακόμη πιο κακής κινηματογράφησης που κάνουν πολλές από τις σκηνές αυτές ακόμη πιο αβάσταχτες.
Ας το παραδεχτούμε. Ολα αυτά μοιάζουν κάπως ρηχά μπροστά στα τελική αρματοδρομία. Για αυτό εξάλλου είμαστε εδώ. Και μέσα στα 10 λεπτά περίπου που διαρκεί, υπάρχουν στιγμές που έχει αρκετό νεύρο και ένταση, ίσως περισσότερο από ολόκληρη την ταινία μαζί. Μοιάζει εντυπωσιακό το όλο σκηνικό το οποίο έχει στηθεί και η δράση ίσως σε ταρακουνήσει από τον λήθαργο της βαρεμάρας που σε κυριαρχεί στην υπόλοιπη ταινία. Ακόμα κι έτσι όμως στο 10λεπτο αυτό κυριαρχεί ο εντυπωσιασμός, παρά το σασπένς και η όποια αγωνία για τους ήρωες και την μοίρα τους, φτάνοντας στο τέρμα λαχανιασμένο και τραυματισμένο όπως και οι χαρακτήρες του. Αλλά παρ' όλα αυτά νικητής.
Και καθώς οι τελευταίες σκηνές του φινάλε ξετυλίγονται περιμένοντας, μάταια, να ακούσεις την φωνή του Μόργκαν Φρίμαν να λέει «και ζήσανε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα», και καθώς το πιο άκυρο ποπ τραγούδι στην ιστορία του κινηματογράφου συνοδεύει τους τίτλους τέλους της ταινίας, καταλαβαίνεις πολύ καλά το πόσο εκτός τόπου και χρόνου είναι ο «Μπεν-Χουρ» του Μπεκμαμπέτοφ και ότι η ταινία του ’59 θα συνεχίζει, για πολλά χρόνια ακόμα, να παίζει κάθε Πάσχα στις τηλεοράσεις μας.