Αν το γαλλόφωνο σινεμά στην Ελλάδα ταυτίστηκε (όχι εντελώς άδικα) με τις ανάλαφρες κομεντί που δεν έχουν αφήσει ανεκμετάλλευτη καμία οικογενειακή ή ρομαντικού τύπου παρεξήγηση, το ισπανόφωνο σινεμά ακολούθησε μια πιο σκοτεινή αλλά εξίσου τυποποιημένη οδό, που εστιάζει στα μυστικά, τις ανατροπές και τις ανομολόγητες, κατακριτέες πράξεις για να ανακυκλώσει ξανά και ξανά αφηγηματικά τρικ που δεν μοιάζουν απλά γνώριμα αλλά αποδεικνύονται και πολύ απλοϊκά.
Αναμενόμενα και το «Παιχνίδι του Ρόδου» του Χοσουέ Ράμος, αργοπορημένο κατά δύο σχεδόν χρόνια στις ελληνικές αίθουσες, βρίσκει ασφάλεια σε μια αφήγηση που ξεκινά από την (θα ήθελε) αισθητική του «Funny Games» του Μίκαελ Χάνεκε για να αφήσει σταδιακά κάθε φιλοδοξία στην άκρη και να αναλωθεί σε σεναριακές ανατροπές και ερμηνευτικές ευκολίες που μπορεί να έκαναν απολαυστική μια telenovela, όμως στο περιβάλλον της ταινίας καταλήγουν αταίριαστα σοβαροφανείς και ακούσια αστείες.
Γιατί ξεκινώντας από την εξαφάνιση της 10χρονης Σάρας και συνεχίζοντας με την κατάρριψη της οικιακής γαλήνης όπου ένας άγνωστος εγκλωβίζει τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας απαιτώντας να ακούσει την εξομολόγηση ενός μυστικού που πρόκειται να ορίσει και την τύχη του απαχθέντος κοριτσιού, ο Ράμος με το σενάριο, τη σκηνοθεσία, την φωτογραφία, το μοντάζ και ολόκληρη την παραγωγή που επιμελείται δεν καταφέρνει ποτέ πραγματικά να προσδώσει γνήσια βαρύτητα στο δράμα των πρωταγωνιστών του, το οποίο με γλαφυρό τρόπο αφηγείται.
Η προσπάθειά του να εκθέσει την υποκρισία μιας εύπορης οικογένειας και κατ’ επέκταση μιας κοινωνίας που προσπαθεί να κρύψει πίσω από το κυνήγι της επιτυχίας τα πιο σκοτεινά μυστικά της καθώς και η απόπειρά του να αποδείξει πόσο εύθραυστη είναι η αίσθηση της οικιακής ασφάλειας και ενός προστατευμένου κοινωνικά περιβάλλοντος, καταρρέει αφενός γιατί ποτέ ο Ράμος δεν δείχνει ειλικρινές ενδιαφέρον στη στοιχειοθέτηση των χαρακτήρων καταφεύγοντας σε γνώριμα στερεότυπα, και αφετέρου γιατί κάθε αντίδραση των (αντι)ηρώων του διακατέχεται από μια φτιαχτή θεατρικότητα που απλά διαλύει κάθε αίσθηση αληθοφάνειας.
Ως αποτέλεσμα, το σοβαρό του ύφος αποδεικνύεται απλά κούφια βαρύγδουπο, η ένταση κάθε στιγμής καταλήγει να στερείται κρίσιμης αμεσότητας, κάθε δραματική έξαρση απλά αποτελεί το σκαλοπάτι για την επόμενη εξωφρενική αποκάλυψη και η επεισοδική έτσι κι αλλιώς φύση της αφήγησης προκύπτει απλά αποσπασματική και πρόχειρα, άτσαλα δομημένη.
Το «Παιχνίδι του Ρόδου» είναι απλά μια ταινία που κάνει μεν τις προθέσεις της σαφείς από την αρχή αλλά που ποτέ δεν καταφέρνει να δώσει ζωή στα διλήμματά της ή να κάνει τον κίνδυνο της κατάστασης ασφυκτικό, άμεσο, καταστροφικό. Αυτό που ουσιαστικά κάνει είναι να παρατηρεί μόνο σαδιστικά την πτώση των ηρώων του, δίχως να κερδίζει ούτε την «απόλαυση» της τιμωρίας τους αλλά ούτε και την δικαίωση του τιμωρού τους.