Η Ρόμι είναι μία δυναμική, εξαιρετικά επιτυχημένη CEO , παντρεμένη και μητέρα δύο κοριτσιών. Ευτυχισμένη στο γάμο της με έναν θεατρικό σκηνοθέτη - γοητευτικό, συντροφικό, πιστό. Οι δυο τους έχουν χτίσει μία ζηλευτή ζωή. Εκτός από έναν τομέα, που η Ρόμι τον κρατά κρυφό: το σεξ. Δεν ικανοποιείται, έχει άλλες φαντασιώσεις - πιο σκοτεινές, πιο επικίνδυνες, πιο εξευτελιστικές. Της είναι αδιανόητο να τις εκμυστηρευτεί, να τις μοιραστεί, να τις ζητήσει από τον άντρα της, καθώς, κοινωνικά, μία γυναίκα δεν είναι αποδεκτό να τις επιθυμεί. Και κάπως έτσι έχει κλειδωθεί, συνηθίσει, αποδεχθεί το σεξ ως μία ρουτίνα, μία θεατράλε περφόρμανς ψεύτικων οργασμών. Η πραγματική ηδονή έρχεται μοναχικά, ντροπιαστικά: μπροστά από το λάπτοπ της, μέσα από S&M sites.
Στο γραφείο της η Ρόμι είναι corporate υπόδειγμα: έξυπνη, ικανή, πειθαρχημένη, αυστηρή αλλά δίκαιη, ανοίγει το δρόμο για τις υπόλοιπες γυναίκες να ακολουθήσουν. Είναι leader. «Εσύ όμως θα ήθελες να σου δίνουν διαταγές» τής λέει απροσδόκητα, ξαφνικά, και με ξεκάθαρο σεξουαλικό υπονοούμενο ο νέος ασκούμενος υπάλληλος που της ανέθεσαν να εκπαιδεύσει. Κι αυτό την ταράζει, όσο κι αν προσπαθεί να το αρνηθεί. Σταδιακά, οι μάσκες θα πέσουν, όπως και τα ρούχα των παράνομων εραστών. Οπως και η Ρόμι - στα τέσσερα.
H τρίτη σκηνοθετική δουλειά (μετά τα «Instinct» και «Bodies, Bodies, Bodies») της Ολλανδής ηθοποιού Αλίνα Ρέιν επιχειρεί να εξετάσει την πολυπλοκότητα της σεξουαλικότητας και να απενοχοποιήσει τη γυναικεία επιθυμία. Δεν θέλει να κρίνει την ηρωίδα της, αποφεύγει να δρομολογήσει την ιστορία της (σεναριακά και σκηνοθετικά) σε ηθικά μονοπάτια. Επιχειρεί να αντιστρέψει τους όρους: ο άντρας είναι πιστός, βολικός, ερωτευμένος. Η γυναίκα είναι αυτή που προδίδει το γάμο της κι αναζητά σεξουαλική ικανοποίηση αλλού.
Μόνο που επιχειρώντας να προκαλέσει τα όρια του θεατή και να ξεκινήσει τον πολύ χρήσιμο διάλογο για τα ταμπού που -γυναίκες και άντρες- κουβαλάμε για τη γυναίκα στο σεξ, η Ρέιν κάνει επιλογές που δεν επιτρέπουν κορύφωση στην ταινία. Η σωματική αγκύλωση της Κίντμαν λειτουργεί, η αμηχανία των ερωτικών σκηνών (χρήσιμη στην κατάρριψη των κλισέ) όμως φέρνει γέλιο - και δεν είμαστε σίγουροι ότι η σκηνοθέτης συνειδητά επιλέγει τον κωμικό τόνο. Το χιούμορ θα έπρεπε να είναι πολύ σκοτεινό, όχι πλακατζίδικο, ούτε βερμπαλιστικό. Θα έπρεπε να ελλοχεύει πίσω από τα βλέμματα, κάτω από τα ρούχα και την επιδερμίδα - όπως αριστοτεχνικά το είχε κάνει ο Στίβεν Σάινμπεργκ, σκηνοθετώντας την Μάγκι Τζίλενχαλ στη «Γραμματέα» (2002).
Κι αν πραγματικά η Ρέιν ήθελε να βουτήξει στα τολμηρά νερά του σεξ που ταυτίζεται με τον πόνο, η Πρόεδρος της Κριτικής Επιτροπής, Ιζαμπέλ Ιπέρ θα είχε κάτι να της πει. Θα μπορούσε να την βάλει να (ξανα)δεί τη «Δασκάλα του Πιάνου» όπου.ο Μίκαελ Χάνεκε κόβει τον ομφάλιο λώρο της μητρικής τοξικότητας κι επιρροής, ή το «Elle» του Πολ Βερχόφεν που μία γυναίκα κομματιάζει κάθε κλισέ σεξουαλικής απενοχοποίησης.
Το μεγαλύτερο όπλο της ταινίας είναι ότι σαφώς διαθέτει μία ταλαντούχα πρωταγωνίστρια που δεν κωλώνει να αναμετρηθεί με ό,τι την τρομάζει (αλλά κι εκείνη τα έχει αποδείξει όλα αυτά από τα «Μάτια Ερμητικά Κλειστά» του Στάνλεϊ Κιούμπρικ, το «To Die For» του Γκας Βαν Σαντ, ή ακόμα και το τηλεοπτικό «Big Little Lies»).
Και η αλήθεια είναι ότι η Κίντμαν μπορεί να δρομολογηθεί φέτος για βραβεία και διακρίσεις. Ακριβώς επειδή τολμά έναν ρόλο που μία ηθοποιός του status της θα απέφευγε. Ομως, οι άντρες της ταινίας είναι η πραγματική έκπληξη. Ο νεαρός Χάρις Ντίκινσον («Το Τρίγωνο της Θλίψης», «Beach Rats») παίζει με αυτοπεποίθηση, τσογλανιά, γοητεία. Κι ο Αντόνιο Μπαντέρας, στον κόντρα ρόλο του εραστή που δεν ικανοποιεί τη γυναίκα του, κρατά εξαιρετικές ισορροπίες ανάμεσα στην τρυφερότητα, την προδοσία, την οργή και κλέβει σε αρκετές στιγμές την παράσταση.
Οχι, το «Babygirl» δεν καινοτομεί. Σίγουρα είναι ένα δείγμα τολμηρού ερωτικού σινεμά που η αμερικανική κινηματογραφία τα τελευταία χρόνια αποφεύγει (όχι, δεν θεωρούμε σοβαρό δείγμα τις «50 Αποχρώσεις του Γκρι») αλλά αυτό δεν φτάνει για να μάς προσφέρει τον οργασμό που αξίζουμε. Μας στέλνει στο λάπτοπ να ξαναβλέπουμε πράγματα που ήταν πιο φρέσκα - ακόμα και δύο δεκαετίες πριν.