Ενα ντοκιμαντέρ για την κατασκευή ενός παραδοσιακού ελληνικού ιστιοπλοϊκού σκάφους (Συμιακή Σκάφη - ιστιοφoρία μπρατσέρα junk) από την ιδέα μέχρι το πρώτο του ταξίδι στη θάλασσα, με έμφαση στις σχέσεις των δημιουργών της μεταξύ τους και τους συλλογισμούς που τους οδηγούν στην πραγματοποιησή του.
«Υπάρχει ο τρόπος που φτιάχνονται τα πράγματα, χρησιμοποιώντας τις γνώσεις χιλιάδων ετών: τη ναυτοσύνη, τις τέχνες με αρμονία, οπωσδήποτε την καλή διάθεση μεταξύ των συμμετεχόντων, τα καλά υλικά, το διεσταλμένο χρόνο και άλλα διάφορα τερτίπια.»
Αν καταφέρνει κάτι ο Φοίβος Κοντογιάννης με το «Αθηνά εκ του Μηδενός» είναι ότι μέσα σε μία ώρα κινηματογραφημένου χρόνου μεταφέρει σχεδόν απτό τον τρόπο με τον οποίο περιγράφει παραπάνω ο αρχιτέκτοντας Κώστας Γουζέλης τη δημιουργία ενός παραδοσιακού ιστιοπλοϊκού σκάφους «εκ του μηδενός».
Μέσα από συνεντεύξεις των τεσσάρων κατασκευαστών του οι οποίοι μιλούν με πάθος για το δημιούργημά τους και με την κάμερα να καταγράφει σταδιακά τη γέννηση της «Αθηνάς» μπορείς να αισθανθείς – ακόμη περισσότερο και από το να καταλάβεις τους δυσνόητους ναυτικούς όρους – τη σχεδόν σωματική κατασκευή ενός καραβιού μέσα από συζητήσεις μεταξύ τους, την επαφή τους με την πρώτη ύλη και τη σχεδόν ψυχαναλυτική επίδραση που έχει πάνω τους η εργασία.
Σαν geeks μίας άλλης εποχής, οι τέσσερις κατασκευαστές της «Αθηνάς» ζουν στον δικό τους μικρόκοσμο, μιλάνε με δική τους ορολογία και επιμένουν πως περισσότερο και από την τεχνική, αυτό που έχει σημασία σε οτιδήποτε φτιάχνεις είναι η ψυχή που μεταδίδεις στο δημιουργημά σου. Ταυτόχρονα, αναφέρονται συχνά στην παράδοση, στη σημασία που αυτή έχει για τη διατήρηση μιας σταθεράς στο σύγχρονο κόσμο και στη σημασία της λέξης «καπετάνιος» σε αντιπαραβολή με μια χώρα που αρμενίζει στραβά – και όχι μόνο τώρα λόγω της οικονομικής κρίσης.
Σαφώς πιο ενδιαφέρον, το πρώτο μέρος του ντοκιμαντέρ, όσο ακόμη η «Αθηνά» βρίσκεται στη στεριά αντλεί τον εκπαιδευτικό του χαρακτήρα από το ειδικό του θέματός του που ακόμη και για κάποιον αμύητο με τα μυστικά της ναυτολογίας προκαλεί το ενδιαφέρον κυρίως μέσα από την «λατρευτική» στάση των κατασκευαστών του.
Στο δεύτερο μέρος, όταν η «Αθηνά» βρίσκεται πλέον στη θάλασσα, ο ρυθμός του ντοκιμαντέρ αλλάζει και η καταγραφή της χειρονακτικής εργασίας δίνει τη θέση της σε μια σχεδόν φιλοσοφική ανάλυση που αντιπαραβάλλει το «γερό σκαρί» του καϊκιού με το σαθρό μιας ολόκληρης χώρας, εξηγώντας μάλλον εκβιαστικά, με υπερβολή, επαναληπτικότητα και στόμφο πράγματα που ήδη έχουν ειπωθεί προηγουμένως στο φιλμ... χωρίς λόγια.
Ειδικά, αν θεωρήσουμε πως το πραγματικά ενδιαφέρον στην ύπαρξή του «Αθηνά εκ του Μηδενός» είναι η απεικόνιση μιας διαδικασίας παθιασμένης δημιουργίας σε εποχές απόλυτης αδράνειας.