Από την μία πλευρά, υπάρχουν οι ταινίες που χτίζουν βήμα βήμα έναν ολόκληρο κόσμο, που συστήνουν με αυστηρά δομημένη αφήγηση τους χαρακτήρες στον θεατή, που αναλύουν με ηρεμία και ψυχραιμία τις συνθήκες που ορίζουν τις πράξεις και τις αντιδράσεις κάθε ήρωα. Και από την άλλη πλευρά, υπάρχει το «Αθηνά» του Ρομέν Γαβράς, που από το πρώτο δευτερόλεπτο σε αρπάζει από το χέρι, σε ρίχνει σε έναν κόσμο που φλέγεται από οργή, δράμα και οδύνη, που σου κόβει την ανάσα από την ταχύτητα της αφήγησής του και που δε σκέφτεται στιγμή να πατήσει το φρένο ή να αναλωθεί σε περιττές εξηγήσεις, παρά αφήνει την φωτιά, τις σπίθες και την στάχτη να ορίσουν το πραγματικό μέτρο μιας σύγχρονης αλλά διαχρονικής τραγωδίας.
Απλώνοντας την δράση στην (φανταστική αλλά φτιαγμένη από αληθινά στοιχεία της Γαλλικής κοινωνίας) συνοικία της Αθηνά, που δεν παίρνει τυχαία το όνομά της από την αρχαία θεά της Σοφίας αλλά και του πολέμου, το φιλμ του Γαβράς είναι σε ίσες δόσεις η ιστορία τριών αδερφών που πενθούν το νεκρό νεαρότερο μέλος της οικογένειάς τους, η ιστορία μιας πόλης που βλέπει την δομή και την οργάνωσή της να παίρνει φωτιά από τις σπίθες των ρωγμών της και, εν τέλει, η ιστορία μιας ολόκληρης κοινωνίας την οποία καταπίνει η οργή της, σε έναν εμφύλιο πόλεμο που σαφώς έχει λόγο ύπαρξης αλλά και προορισμό να τα γκρεμίσει όλα για να τα ξαναχτίσει – ίσως καλύτερα – όλα από την αρχή.
Πιστός στο φρενήρες σκηνοθετικό του στιλ και πιο κοντά από ποτέ στην εκρηκτικότητα των βίντεο κλιπ του (όπως το «Bad Girls» της M.I.A. και το «No church in the Wild» του Kanye West), ο Γαβράς δεν αφήνει χρόνο στους χαρακτήρες τους για περιττές εισαγωγές, παρά ρίχνει κατευθείαν την σπίθα που ανάβει το φυτίλι, χορογραφεί από το πρώτο δευτερόλεπτο τον πόλεμο που δεν πρόκειται να αφήσει κανέναν αλώβητο (σε ένα εναρκτήριο εισαγωγικό μονόπλανο που σοκάρει με την ορμή και την τεχνική του) και δημιουργεί από το μηδέν μια σύγχρονη τραγωδία, όπου τα αδέλφια έρχονται σε ρήξη, οι νόμοι αψηφούνται και η ηθική αποκτάει ένα εντελώς νέο νόημα, με ή χωρίς κάθαρση.
Ακόμα και η τοπογραφία του «Αθηνά» στήνεται ως μια μεγάλη ορχήστρα με τα τείχη της πόλης να μην διαφέρουν πολύ από τα τείχη μιας σύγχρονης Τροίας, με το εχθρό να βρίσκεται τόσο εκτός όσο και εντός των πυλών. Συνυπογράφοντας το σενάριο με τον σχεδόν είκοσι χρόνια συνεργάτη του Λατζ Λι (σκηνοθέτη των παρόμοιας θεματικής «Αθλίων», με τον οποίο έχουν ιδρύσει την καλλιτεχνική κολεκτίβα «Kourtrajmé»), ο Γαβράς δε διστάζει να ρίξει τις σφαίρες του προς παντού, αφήνοντας αιχμές για την αστυνομική βαρβαρότητα, την έκρηξη της ακροδεξιάς, τις εξτρεμιστικές αντιδράσεις, τον φαύλο κύκλο της βίας.
Στόχος του δεν είναι να νουθετήσει (αν και σαφώς έχει ξεκάθαρη άποψη) αλλά να παρουσιάσει τον αστικό πόλεμο σε όλη του την ένταση και να υπογραμμίσει χωρίς καμία περιστροφή το βαρύ του κόστος.
Ακόμα και όταν τα στοιχεία για τους ήρωές του, τον φιλειρηνικό Αμπντέλ που επιθυμεί μια σιωπηλή αντίδραση για τον χαμό του αδερφού του, τον εκρηκτικό Καρίμ που αποζητά δικαίωση εδώ και τώρα και τον διπλωματικό Μοκτάρ που απλά θέλει να εξασφαλίσει το συμφέρον του, δεν δίνονται ποτέ απλόχερα παρά μόνο εικάζονται ως πληροφορίες από τις κατά μέτωπο αναμετρήσεις, από τις αλληλεπιδράσεις στον τόπο της μάχης και από τις ελάχιστες στιγμές που ο καπνός καταλαγιάζει, αφήνοντας πίσω του μια διαλυμένη οικογένεια που φέρει πάνω της το βάρος ολόκληρης της κοινωνίας.
Ακόμα κι όταν αφηγηματικά ο Γαβράς παραγίνεται λιτός, οι εικόνες ποτέ δεν σταματούν να αποστομώνουν με την αμεσότητα και την τραχύτητά τους. Η κάμερα δεν σταματά να κινείται ποτέ, ο ρυθμός δεν χαλαρώνει ούτε στιγμή και οι οπτικές εκπλήξεις, είτε αφορούν την χρήση των πυροτεχνημάτων ως όπλα εξέγερσης είτε απλά περιορίζονται στο «πώς ακριβώς μετέφερε την κάμερα από το Α στο Β σημείο;», δεν αφήνουν στιγμή στον θεατή να αναρωτηθεί για αφηγηματικά άλματα ή για μερικές όχι επαρκώς δικαιολογημένες αλλαγές στάσης, που περισσότερο παρουσιάζονται ως επακόλουθο του πολέμου παρά ως οργανική ανάπτυξη χαρακτήρων.
Στην περίπτωση του «Αθηνά», η εικόνα είναι αυτή που αφηγείται ουσιαστικά την ιστορία. Ο καπνός που καλύπτει την ορχήστρα, η ηλεκτρονική πρωτότυπη μουσική που υποκαθιστά τον χορό, οι τραγικοί ήρωες που κατευθύνονται από την εσωτερική τους φλόγα μέχρι εκείνη να γίνει η σπίθα που θα βάλει φωτιά στα πάντα, είναι όλα κομμάτια μιας ταινίας που δεν έχει στόχο ακριβώς να πει μια ιστορία αλλά να βροντοφωνάξει και να ρίξει τον θεατή ακριβώς στο επίκεντρο της σκηνής της. Στο «Αθηνά» του Ρομέν Γαβράς, κανείς δεν μπορεί να αγνοήσει πια τον πόλεμο.