Τσεχοσλοβακία, 1942. Ο Γιόσεφ Γκάμπτσικ και ο Γιαν Κούμπις φθάνουν στην κατεχόμενη Πράγα με σκοπό να φέρουν εις πέρας την επιχείρηση «Ανθρωποειδές». Η αποστολή έχει στόχο να δολοφονήσει τον αξιωματικό των SS Ράινχαρντ Χέιντριχ, τον τρίτο κατά σειρά ισχυρότερο αξιωματικό του 3ου Ράιχ μετά τον Χίτλερ και τον Χάινριχ Χίμλερ. Ο Χάιντριχ ήταν επίσης επικεφαλής των Ναζί στην Τσεχοσλοβακία και γνωστός ως ο «σφαγέας της Πράγας». Εκεί οι δύο άντρες θα έρθουν σε επαφή με την τοπική αντίσταση και με πολλές δυσκολίες θα προσπαθήσουν να οργανώσουν την επιχείρησή τους, η οποία ίσως να είναι η τελευταία της ζωής τους.
Ενα από τα πρώτα πράγματα που προσέχει κανείς στη νέα ταινία του Βρετανού Σον Ελις είναι η βαριά σλάβικη προφορά με την οποία ομιλούν άπταιστα την αγγλική οι βασικοί του (τσεχοσλοβάκικης καταγωγής) χαρακτήρες (τους οποίους υποδύονται οι Ιρλανδοί Κίλιαν Μέρφι και Τζέιμι Ντόρναν) – μια από τις συνήθεις μάστιγες που ταλαιπωρούν κατά παράδοση φιλόδοξα φιλμ χολιγουντιανής προελεύσεως ή πολυεθνικής συμπαραγωγής, στην προσπάθειά τους να φέρουν στο κοινό μια φιλική προς το χρήστη εκδοχή ιντριγκαδόρικων ιστοριών εποχής από όλα τα μήκη και τα πλάτη του κόσμου, χωρίς φυσικά να το εξαναγκάσουν στο όχι και τόσο εμπορικά προσοδοφόρο «μαρτύριο» των υποτίτλων.
Εύλογα, η μέθοδος αυτή έχει συνήθως ως αποτέλεσμα μια προβληματική αναπαράσταση, όταν πρόκειται για μια αφήγηση που εκτυλίσσεται σε ένα ξεκάθαρα μη αγγλόφωνο περιβάλλον, κάτι που κάνει ακόμα και τις πιο φιλότιμες απόπειρες να χάνουν την πειστικότητά τους παρά τους όποιους παχυλούς προϋπολογισμούς μπορεί να έχουν σπαταληθεί σε πλουσιοπάροχα και προσεκτικά σχεδιασμένα σκηνικά και κοστούμια εποχής.
Η «Επιχείρηση Ανθρωποειδές» δεν απέχει πολύ από τον παραπάνω κανόνα, ειδικά όταν βάζει τους Γερμανούς χαρακτήρες της να μιλούν γερμανικά (λογικό) και τους Τσέχους και Σλοβάκους να μιλούν με προφορά αγγλικά ακόμα και μεταξύ τους (όχι και τόσο λογικό), την ίδια στιγμή που τους υποδύονται τόσο αγγλόφωνοι (στην περίπτωση των δύο βασικών ηρώων) όσο και ανατολικοευρωπαίοι ηθοποιοί (στην περίπτωση των περιφερειακών χαρακτήρων), προδίδοντας αμέσως την ταυτότητα της λεγόμενης ευρω-σούπας (η ταινία είναι συμπαραγωγή μεταξύ Αγγλίας, Τσεχίας και Γαλλίας).
Ευτυχώς, όμως, παρά το αναπόφευκτο πλήγμα που επιφέρει ο γλωσσικός αυτός εφιάλτης στην αληθοφάνεια της ταινίας του, ο Ελις καταφέρνει σε μεγάλο βαθμό να ξεπεράσει τον σκόπελο της αλλόκοτης αυτής σύμβασης σκηνοθετώντας με συνέπεια και αμείωτη ένταση μια όχι και τόσο γνωστή (έστω κι αν έχει μεταφερθεί αρκετές ακόμα φορές στο σινεμά), αλλά σίγουρα συναρπαστική πτυχή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου με τραγικές συνέπειες: εκείνη της παράτολμης απόπειρας δολοφονίας από μέλη της τσεχοσλοβάκικης αντίστασης του Ράινχαρντ Χέιντριχ, του τρίτου κατά σειρά ισχυρότερου άνδρα στην ιεραρχία του 3ου Ράιχ, διαβόητου για τα ειδεχθή του εγκλήματα και τις μαζικές δολοφονίες που του χάρισαν το παρατσούκλι «ο σφαγέας της Πράγας».
Ενας άνισος σκηνοθέτης με αδιαμφισβήτητες αισθητικές αρετές αλλά ενίοτε προβληματικά σενάρια, ο Ελις έχει παραδώσει απολύτως διαφορετικά μεταξύ τους δείγματα γραφής στη σύντομη μέχρι τώρα καριέρα του: από εκκεντρική ρομαντική κομεντί («Cashback») και στυλιζαρισμένη ταινία τρόμου («The Broken») μέχρι ρεαλιστικό γκανγκστερικό δράμα με φόντο τον υπόκοσμο της Μανίλα («Metro Manila»). Στο «Επιχείρηση Ανθρωποειδές» δοκιμάζεται στην αντιπολεμική ταινία εποχής χωρίς να διεκδικεί δάφνες πρωτοτυπίας αλλά υπηρετώντας στιβαρά μια παλιομοδίτικη εκδοχή του είδους, εξυψώνοντάς την από τη χρυσή μετριότητα χάρη στο καλοκουρδισμένο σασπένς και την ανάδειξη των διλημμάτων και της αμφιλεγόμενης ηθικής του πατριωτισμού που κινεί τα νήματα του σεναρίου του.
Οι δύο πρωταγωνιστές του αποτελούν, παρά τους διαφορετικούς χαρακτήρες τους και τους όποιους ενδοιασμούς τους πάνω στην αποτελεσματικότητα και το στόχο της ριψοκίνδυνης αποστολής τους, δύο χαρακτηριστικές περιπτώσεις αληθινών ηρώων που θα μνημονεύονται πάντα από την Ιστορία για το θάρρος και την αυτοθυσία τους. Στο πρόσωπό τους, ωστόσο, αλλά και σε εκείνο των πολυάριθμων και πότε πότε σχηματικών, ειδικά στην περίπτωση των γυναικείων χαρακτήρων, δορυφόρων τους –συμμάχων, αντιπάλων, προδοτών και αντικειμένων του πόθου– ο Ελις και το σενάριο του (γραμμένο ως συνήθως, για καλό ή για κακό, από τον ίδιο) πασχίζουν να ανακαλύψουν τις μικρές εκείνες λεπτομέρειες που αναδεικνύουν την ιστορία τους σε κάτι πέρα από μια θριαμβευτική περίπτωση ηρωισμού, σε μια ιστορία για τις ενίοτε τρομακτικές συνέπειες των πράξεών μας, ακόμα και των πιο ανιδιοτελών, στους ανθρώπους και στον κόσμο γύρω μας.
Η περίπτωση των θαρραλέων αντιστασιακών ανδρών της «Επιχείρησης Ανθρωποειδές» αποτελεί ένα από τα πολλά παραδείγματα της Ιστορίας, όπου μια άξια εξύμνησης πράξη ηρωισμού έφερε ως αντίποινα ένα νέο κύμα φρικωδίας με θύματα χιλιάδες αθώους, και η ταινία αγγίζει έστω και φευγαλέα τα κίνητρα όχι τόσο των ανδρών που κρατούν τα όπλα και αποτελούν συνήθως απλά πιόνια, αλλά εκείνων που χειρίζονται τα θολά πολιτικά και διπλωματικά παιχνίδια (στην προκειμένη περίπτωση το ταρακούνημα των Ευρωπαίων συμμάχων που άφησαν την Τσεχοσλοβακία στο έλεος των Ναζί κατακτητών).
Ο Ελις τα χειρίζεται όλα αυτά αποτελεσματικά αλλά χωρίς πραγματικές εκπλήξεις, όμως εκεί που κάνει τη διαφορά είναι στη δεξιοτεχνική σκηνοθεσία μερικών από τις πιο κομβικές σκηνές της ταινίας του, όπως εκείνη όπου το σχέδιο δολοφονίας μπαίνει επιτέλους σε εφαρμογή, σε μια αγωνιώδη σεκάνς αμφιβόλου κατάληξης, και στο εκκωφαντικό φινάλε όπου μια εκκλησία μετατρέπεται σε πεδίο μάχης και το δράμα βαδίζει προς το αναπόφευκτο τέλος του σε έναν καταιγισμό πυρών και ελεγειακής υπερβολής.