Αθήνα, Πλάκα, 2009. Αν ο Δημήτρης έβγαινε από το σπίτι του εκείνο το βράδυ θα γνώριζε τη Χριστίνα. Θα ερωτεύονταν, θα έμεναν μαζί, θα μεγάλωναν ένα παιδί, θα ζούσαν μαζί την κρίση μιας ολόκληρης χώρας και της σχέσης τους, Αν όμως ο Δημήτρης εκείνο το βράδυ του 2009 δεν έβγαινε από το σπίτι του, δεν θα γνώριζε τη Χριστίνα και θα παρέμεναν δύο άγνωστοι στην ίδια πόλη.
Είναι πολύ εύκολο να «χτυπήσεις» τον Χριστόφορο Παπακαλιάτη. Και η αλήθεια είναι ότι και ο ίδιος σου δίνει αρκετές ευκαιρίες με την πρώτη του κινηματογραφική απόπειρα.
Μεταφέροντας αυτούσια την αισθητική και τη φιλοσοφία των επιτυχημένων τηλεοπτικών σειρών που την τελευταία δεκαετία τον ανακήρυξαν σε έναν εν δυνάμει «auteur» ενός αυτοσχέδιου είδους sitcom - σαπουνόπερας, μετακομίζει στο σινεμά χωρίς να αλλάξει πολλά για τα οποία επαινέθηκε και ταυτόχρονα κατηγορήθηκε στο παρελθόν.
Κυρίως, όμως, το «Αν...» είναι γεμάτο από τον χωρίς μέτρο μελοδραματισμό με τον οποίο ο Παπακαλιάτης αντιλαμβάνεται την όποια κινηματογραφική μαγεία.
Ολες του οι σκηνές ακολουθούν το ίδιο τόξο που τις θέλει να ξεκινούν απλά, να εμπλουτίζονται με μουσική και να καταλήγουν τόσο υπογραμμισμένες από το φως, το διάκοσμο και την κίνηση της κάμερας σαν να επρόκειτο για το σημαντικότερο πράγμα που θα αντικρίσουν ποτέ τα μάτια σου. Είτε αυτό είναι ένας σπαρακτικός θάνατος ή μια απλή βόλτα στην πόλη.
Επιπλέον τίποτα στο «Αν...» δεν είναι φυσικό. Από το ίδιο το... φυσικό σκηνικό της Πλάκας στην οποία διαδραματίζεται το μεγαλύτερο μέρος της διπλής ιστορίας του Δημήτρη, μέχρι τις τύπου εξπρεσιονιστικά (γιατί;) φωτισμένες σκηνές στο στούντιο παραγωγής όπου δουλεύει και από το ιντερλούδιο του «σκληρού» σεξ μέχρι τα ΜΑΤ στο κέντρο της Αθήνας, είναι κυρίαρχη η αίσθηση πως ηθελημένα ή κατά λάθος η πρόθεση του Παπακαλιάτη ήταν να χτίσει ένα σύμπαν στα όρια της... φαντασίας ή ενός σύγχρονου παραμυθιού.
Ετσι ακόμη και όταν η πιο δραματική παράλληλη ιστορία του ήρωα διαδραματίζεται με φόντο μια πιο ρεαλιστική και «γυμνή» απεικόνιση της σύγχρονης Αθήνα της κρίσης, τη μερίδα του λέοντος κρατά το υπερφορτωμένο ρετρό περιτύλιγμα της κεντρικής ιστορίας που δεν εξαντλείται σε ένα mixtape που παίζει από «As Time Goes By» και Δανάη μέχρι λατέρνα και «Quizas, Quizas, Quizas», αλλά εμπλουτίζεται τόσο από το εύρημα της παρουσίας του Αντωνάκη και της Ελενίτσας από το «Η Δε Γυνή να Φοβήται τον Ανδρα» του Γιώργου Τζαβέλλα όσο και από τα props – αντίκες που για κάποιο λόγο δεν αποχωρίζονται με τίποτα οι ήρωες του.
Είναι φανερό πως ο Παπακαλιάτης ήθελε να χωρέσει στο «Αν...» περισσότερα πράγματα απ’ όσα θα του επέτρεπε η κινηματογραφική του απειρία: μια κινηματογραφική σπουδή πάνω στο «τι θα γινόταν αν» με δύο εκδοχές πάνω στην ίδια ιστορία, ένα δυνατό love story, μια γέφυρα για να ενώσει τον παλιό ελληνικό κινηματογράφο με το σήμερα, ένα σχόλιο πάνω στη σύγχρονη βία, ένα παιχνίδι ανάμεσα στη νοσταλγία και τη σάτιρά της, μια ωδή στην Αθήνα, ένα οικογενειακό δράμα, έναν καθρέφτη της ανεργίας και της κρίσης, λίγο από Χρόνη Μίσσιο και ένα τουλάχιστον ολόκληρο χιτ της Λανα Ντελ Ρέι ...
Και όλα αυτά πακεταρισμένα στη συσκευασία μιας νεανικής ρομαντικής δραμεντί που το ένα πόδι της πατάει στη μεγάλη παράδοση των αμερικανικών date movies και το άλλο στην ίδια την προϊστορία του δημιουργού της.
Τι απ’ όλα αυτά όμως είναι τελικά το «Αν...»; Η απάντηση δεν είναι εύκολη.
Πατώντας σε μια βασική ιδέα που αποβαίνει ιδανική για να εκφράσει την απόλυτη σύγχυση όχι μόνο του δημιουργού του αλλά και της ίδιας της εποχής που ζούμε, ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης καταφέρνει, ακόμη και μέσα από αστοχίες και μεγαλοστομίες, να αφηγηθεί μια σύγχρονη ιστορία για τη σημασία του ρομαντισμού στην εποχή της κρίσης και τις επιλογές που όσο και αν νομίζουμε ότι παίρνουμε μόνοι μας ενορχηστρώνονται από μια κοσμική μοίρα.
Και το κάνει με όλη την αφοπλιστική αφέλεια ενός πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη που θέλει να χωρέσει στην πρώτη του ταινία τα πάντα.
Προσπαθώντας να αποδομήσεις το φορτωμένο κινηματογραφικό του ντεμπούτο, θα κρατούσες σίγουρα τον τρόπο με τον οποίο χειρίζεται αφηγηματικά τις δύο παράλληλες ιστορίες του, την παρουσία της Μαρίνας Καλογήρου που διαθέτει λιγότερες από όσο θα έπρεπε αλλά και τις πραγματικά δυνατές στιγμές της ταινίας από το δεύτερο μισό της και μετά, τον ίδιο τον Παπακαλιάτη που στην δραματική εκδοχή του ήρωά του αποβαίνει κινηματογραφικά αξιοποιήσιμος, το χειρισμό της Μάρως Κοντού και του Γιώργου Κωνσταντίνου να ακυρώνουν με κέφι την ίδια την παρωχημένη αναφορά της ταινίας στον παλίο ελληνικό κινηματογράφο και διάσπαρτους διαλόγους που μιλούν μια γλώσσα σημερινή και επίκαιρη.
Θα πετούσες ωστόσο πρωτίστως πολλά από τα αχρείαστα τραγούδια που ντύνουν ολόκληρες σκηνές, ένα voice over που επαναλαμβάνει ανοικονόμητα το νόημα της ταινίας σε εξαντλητικό βαθμό, ολόκληρες υποπλοκές όπως για παράδειγμα αυτή της μητέρας του ήρωα που υποδύεται με όρεξη η Θέμις Μπαζάκα αλλά κανείς δεν ενδιαφέρεται πραγματικά γι’αυτήν ή την ιστορία της.
Κυρίως, όμως, θα πετούσες τη διάχυτη επιμονή του Παπακαλιάτη να προσδώσει μελοδραματική «βαρύτητα» σε μια ταινία που στη βάση της διαθέτει τα περισσότερα από τα σωστά υλικά για να λειτουργήσει από μόνη της ως ένα ελαφρύ και ανεπιτήδευτο παραμύθι για μια εποχή που μοιάζει να μην πιστεύει πια στο «ζήσαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα», ειδικά σε μια ελληνική παραγωγή που πάσχει από καλοφτιαγμένες «εμπορικές» νεανικές ταινίες.
Βάζοντας σε τελικά συνεχώς σε σκέψεις πώς το κινηματογραφικό ντεμπούτο του Παπακαλιάτη θα λειτουργούσε δέκα φορές καλύτερα, απαλλαγμένο από το διάκοσμό του και επικεντρωμένο στην ουσία του.
Θα είχε πραγματικά τρομερό ενδιαφέρον να βλέπαμε «τι θα γινόταν αν...».
Δείτε εδώ τη συνέντευξη του Χριστόφορου Παπακαλιάτη στην κάμερα του Flix.