Mια πνευματώδης σάτιρα κατακεραυνώνει την υποκρισία τής woke λευκής κουλτούρας - και κάθε επιφανειακής ορθότητας που λειτουργεί σαν συγχωροχάρτι - αλλά με ειρωνεία και χιούμορ που μάλλον δεν απευθύνονται στο κοινό που επικρίνει.

Επιτυχημένος τηλεοπτικός σεναριογράφος ως τώρα («The Good Place», «Watchmen», «Station Eleven»), ο Κορντ Τζέφερσον αποφασίζει, για την πρώτη του σκηνοθετική απόπειρα, να διασκευάσει το «Erasure», το μυθιστόρημα που έγραψε ο Πέρσιβαλ Εβερετ το 2001 και που παραμένει απολύτως επίκαιρο - ίσως επειδή δεν απευθύνεται στον κοινό που επικρίνει. Κεντρικός ήρωας ο Θελόνιους Ελισον, που οικογένεια και φίλοι αποκαλούν τρυφερά «Μονκ» σαν τον μνημειώδη τζαζίστα, ένας καθηγητής λογοτεχνίας και ημιατυχήσας συγγραφέας απαιτητικών βιβλίων που αναλύουν αρχαιοελληνικά έργα. Ο Μονκ βρίσκεται σε αδιέξοδο και στις δυο κατευθύνσεις της ζωής του. Η συγγραφική καριέρα του δεν προχωρά, καθώς, παρότι μαύρος, δεν εμπίπτει στο στερεότυπο της μαύρης λογοτεχνίας, όπως το ορίζει η κατά πλειονότητα λευκή ηγεσία του λογοτεχνικού κόσμου, αλλά και η κοινή γνώμη. Οσο εκείνος εκνευρίζεται, τόσο ο θεατής χαμογελά ένοχα όταν, σε μια επίσκεψη σε βιβλιοπωλείο για να δει πόσο πουλάνε τα βιβλία του, ο Μονκ ανακαλύπτει τη μελέτη του για τους «Πέρσες» του Αισχύλου τοποθετημένη στο τμήμα «Αφροαμερικανικής Λογοτεχνίας» μια και η φωτογραφία του στο εσώφυλλο δείχνει έναν μαύρο άντρα.

american fiction

Αλλά και η οικογενειακή ζωή του είναι γεμάτη πολύπλοκες, τρυφερές αλλά και δαιδαλώδεις σχέσεις, με τη μητέρα του που βρίσκεται στις αρχές της άνοιας, τη δυναμική γιατρό αδελφή του που δεν θα είναι για πολύ παρούσα και τον επιπόλαιο, κοκάκια δικηγόρο αδελφό του που πειραματίζεται με την γκέι ταυτότητά του. Θυμωμένος και κουρασμένος από τις ταμπέλες που η ζωή και η κοινωνία τού έχουν φορέσει, ο Μονκ κάνει μια μικρή πράξη επανάστασης, υψώνοντας το μεσαίο δάχτυλο του χεριού σε όσους αρνούνται ό,τι ξεφεύγει από τις γραμμές. Γράφει ένα pulp μυθιστόρημα «αφροαμερικανικής αφύπνισης» ακολουθώντας κάθε κλισέ, ακόμα και στην περσόνα που επιλέγει ως συγγραφέα, έναν υποτιθέμενο μαύρο φυγά εγκληματία από το hood. Μόνο που αυτό, το κατάπτυστο λογοτεχνικό έργο, γίνεται περιζήτητο ακριβώς από τους λευκούς που, χρόνια τώρα, τον έχουν στο περιθώριο.

Ιδανικές ισορροπίες πετυχαίνει ο Κορντ Τζέφερσον στην ταινία του: ο πυκνός λόγος του πρωτότυπου μυθιστορήματος μετατρέπεται σ' ένα εξίσου πυκνό διαλογικό σενάριο που αποβάλλει κάθε στατικότητα και θυμίζει από τις καλές στιγμές του Ααρον Σόρκιν ως τον σύνθετο, πικρό σαρκασμό του αμερικανικού σινεμά του '70, ας πούμε του «Network» του Σίντνεϊ Λαμέτ. Η παιχνιδιάρικη, υποψήφια για Οσκαρ, μουσική τής Λόρα Κάρπμαν έρχεται σε αντίστιξη με το ζεστά, μελαγχολικά φωτισμένο τοπίο της ζωής του Μονκ, είτε βρίσκεται στο μοναχικά χειμωνιάτικο θέρετρο του πατρικού σπιτιού του, είτε στα δωμάτια όπου αποφασίζεται η μοίρα τής αμερικανικής λογοτεχνίας. Τα δυο χαριτωμένα φαντασιακά ευρήματα του Τζέφερσον, μια κωμική δραματοποίηση τού νέου μυθιστορήματος του Μονκ και οι απανωτά ανατρεπτικές μέτα-εναλλακτικές του φινάλε σε τίποτα δεν μειώνουν την ειλικρίνεια και την ουσία της ιστορίας που αφηγείται.

american fiction

Το καστ είναι απρόσμενο και συναρπαστικό: η Λέσλι Αγκαμς, που ξεκίνησε την καριέρα της με το «Roots» στα μέσα του '70 και πολέμησε για το στάτους της σε μια τόσο πιο αντίξοη εποχή, ερμηνεύει ήσυχα και μαγικά τη μητέρα, η Τρέισι Ελις Ρος είναι πυροτέχνημα διαρκείας στο μικρό ρόλο της, ο Στέρλινγκ Κέι Μπράουν ως θυελλώδης αδελφός Κλιφ είναι ένας γεμάτος μεταπτώσεις σίφουνας, παρότι η δική του υποψηφιότητα στον Β' ανδρικό είναι υπερβολή. Είναι, όμως, ο Τζέφρι Ράιτ που μοιάζει, τις τρεις γεμάτες δεκαετίες της καριέρας του ως δευτεραγωνιστής, να προετοίμαζε αυτήν εδώ την ερμηνεία που πετυχαίνει σε κάθε μικρή και μεγάλη απαίτηση, εναλλάσσοντας την απορία με το πάθος, την οργή με το ευάλωτο, το χιούμορ με την ανασφάλεια, την αγάπη με την απέχθεια, με υπέροχη αυτοσυγκράτηση και έλεγχο.

Αν η ταινία έχει ένα μειονέκτημα, αυτό είναι πως η δομή της, η κεντρική ιδέα της αλλά και, κυρίως, η διαλογική διατύπωσή της, είναι περισσότερο εγκεφαλικά παρά συναισθηματικά, άρα απευθύνονται σ' ένα ήδη καλλιεργημένο κοινό που θα θεωρούσε κανείς πως δεν υιοθετεί την κοσμοθεωρία τής ευκολίας που η ταινία σατιρίζει. Αλλά μπορεί κι αυτή να είναι μια υπεραισιόδοξη άποψη, μια εμπιστοσύνη στη σκέψη και την κρίση που έτσι κι αλλιώς, μακριά από την αφροαμερικανική κουλτούρα, στα ευρωπαϊκά και ελληνικά ίδια, διαψεύδεται καθημερινά. Αλλωστε, όπως λέει ο ατζέντης του Μονκ, ο Αρθουρ του επίσης θαυμάσιου Τζον Ορτίζ, «οι λευκοί νομίζουν ότι θέλουν ν' αναδεικνύουν [τις μειονότητες] αλλά δεν το θέλουν, θέλουν απλώς να νιώθουν ότι εξιλεώνονται.» Και το «American Fiction» αρνείται να προσφέρει έστω κι ένα ίχνος εξιλέωσης, με τον ωραιότερο τρόπο.