Ο Αλμπερτ Νομπς είναι ένας ταπεινός, σχολαστικός, πειθαρχημένος σερβιτόρος σ' ένα μικρό δουβλινέζικο πανδοχείο του 19ου αιώνα. Αόρατος, σιωπηλός, χαμηλοβλέπων υπηρετεί την ξιπασμένη, μεγαλομανή ιδιοκτήτρια και τους πελάτες της, χωρίς περηφάνια και χωρίς προκατάληψη. Το ανέκφραστο πρόσωπό του και το σφιχτά κουμπωμένο του σώμα όμως κρύβουν ένα μυστικό: ο Αλμπερτ είναι γυναίκα, που για να επιβιώσει της μοίρας και της φτώχειας της και να μπορέσει να εργαστεί, έχει εδώ και 30 χρόνια κλειδώσει την ταυτότητά της σ' ένα σφιχτό κορσέ καταπίεσης - την έχει κουκουλώσει κάτω από στρώσεις υφάσματος, βαρύτονης λαλιάς και νεκρού βλέμματος. Οταν ο μπογιατζής Χιούμπερτ Πέιτζ, με το επίσης καλά κρυμμένο μυστικό του, πιάνει δουλειά στο πανδοχείο, ο Αλμπερτ συνειδητοποιεί ότι δεν είναι ο μόνος που ζει τη ζωή του σαν ψέμα. Και τολμά να ονειρευτεί ότι δε χρειάζεται να τη ζει, έτσι. Μόνος.
Δεν πρόκειται για παιχνίδι των λυγμών, δεν είναι φιλμικό παιχνίδι ανατροπών. Ο Αλμπερτ Νομπς δεν επιδιώκει να σοκάρει με ό,τι κρύβει κάτω από το υπηρετικό φράκο του. Από τις διάσημες πρωταγωνίστριες Γκλεν Κλόουζ και Τζάνετ ΜακΤίαρ (υποψήφιες και οι δύο φέτος για Οσκαρ Α' και Β' Γυναικείου ρόλου αντίστοιχα) που ερμηνεύουν τους αντρικούς ρόλους, γνωρίζεις πολύ καλά το αυθεντικό φύλο της πλοκής. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι αντιλαμβάνεσαι εξ αρχής και την πραγματική της ταυτότητα. Οσο η κάμερα φιξάρει στο παγωμένο πρόσωπο του Νομπς, παρασύρεσαι κι αναρωτιέσαι πώς και πότε θα αποκαλυφθεί το μυστικό του, ενώ τριγύρω του αποκαλύπτονται τα μυστικά μιας ολόκληρης τάξης που ζει μασκαρεμένη στην κοινωνική της υποκρισία.
Από την «Μαντάμ-Σουσού» ιδιοκτήτρια του πανδοχείου μέχρι τους έκλυτους νεαρούς αριστοκράτες, κι από τον μοναχικό αλκοολικό γιατρό μέχρι την φιλόδοξη όμορφη καμαριέρα, όλοι φορούν τις στολές τους, όλοι ζουν πολλαπλές ζωές. Η μόνη διαφορά: όσο πιο ψηλά βρίσκεται κανείς στην ταξική και οικονομική πυραμίδα, τόσο λιγότερο νιώθει την ανάγκη να κρύβεται. Οσο ο Νομπς ασφαλίζει ερμητικά την αλήθεια του κάτω από μία άψογη (με την ελπίδα ότι έτσι παραμένει «αόρατη») συμπεριφορά, τόσο η αστική τάξη πειραματίζεται με την ηθική της, ή μάλλον την αγνοεί επιδεικτικά και την ευτελίζει σ' ένα ατιμώρητο ξεφάντωμα. Το συμβολικό μασκέ πάρτυ που στήνει το πανδοχείο, αποκαλύπτει την πολιτική ειρωνεία: οι ισχυροί μασκαρεύονται για να γελάσουν, ενώ η τρανσέξουαλ εργατική τάξη τρέμει και να χαμογελάσει.
Αυτός ο τρόμος μοιάζει να είναι ο άξονας ολόκληρης της ταινίας. Η Γκλεν Κλόουζ (που το 1982 είχε ερμηνεύσει το έργο του Ιρλανδού συγγραφέα Τζορτζ Μουρ σε off-Broadway παραστάσεις και από τότε ήταν όνειρο ζωής να παίξει και στην κινηματογραφική μεταφορά του) δίνει μία συγκλονιστική ερμηνεία, που δεν βασίζεται απαραίτητα στο πόσο έχει πλησιάσει στην αντρική φύση. Οι επικριτές της θεωρούν ότι δεν ξεγελάει για αρσενικό, και ίσως να έχουν δίκιο. Χάνουν όμως την ουσία. Ο Νομπς δεν είναι άντρας, δεν είναι γυναίκα. Είναι ένα καταπιεσμένο, φοβισμένο, θλιμμένο και θλιβερό δημιούργημα. Ωμό τρόμο ερμηνεύει η Κλόουζ και όχι τεστοστερόνη. Παγερή και διαπερατή ταυτόχρονα, άκαμπτη και επικίνδυνα εύθραυστη συνάμα, άχρωμη και τόσο πονεμένα εκφραστική, δημιουργεί έναν άφυλο, άτολμο, ανυπεράσπιστο Αλμπερτ που τρυπώνει κάτω από την επιδερμίδα σου και σταδιακά σε σπαράζει. Η ερμηνεία της δεν είναι ούτε φεμινιστικό, ούτε απαραίτητα ομοφυλοφιλικό μανιφέστο. Είναι μυστική χειραψία με όσους από το κοινό νιώθουν ότι δεν έχουν επιτρέψει ποτέ στον πραγματικό τους εαυτό να διεκδικήσει τη ζωή του.
Αντίθετα, η Τζάνετ ΜακΤίαρ, που συνειδητά υποψιάζει για τη λεσβιακή φύση της ηρωίδας της, ερμηνεύει το ρόλο της με παράστημα, απελευθερωμένη εκφραστικότητα, απόλαυση, χιούμορ. Η Κλόουζ σφίγγεται, η ΜακΤίαρ αναδιπλώνει. Ο Αλμπερτ παγιδεύεται στο ψέμα, ο Χιούμπερτ το χρησιμοποιεί υπέρ του. Ο ένας βρίσκει ασφάλεια στην μοναξιά του, ο άλλος ... ζει.
Δυστυχώς όμως, το πόνημα της Κλόουζ (η οποία συνυπογράφει το σενάριο, την παραγωγή, ακόμα και τους στίχους του τραγουδιού των τίτλων τέλους) δεν εντυπωσιάζει όσο υπόσχεται η ιδέα του. Ο σκηνοθέτης και στενός συνεργάτης της ηθοποιού, Ροντρίγκο Γκαρσία («Εννέα Ζωές», «Things You Can Tell Just by Looking at Her»), ενώ συνήθως εμπιστεύεται την δύναμη των ιστοριών του και την μεταφυσική τους διάσταση, εδώ μοιάζει να φοβήθηκε να φτάσει στα άκρα. Επνιξε το στόρι σ' έναν κλισέ μελοδραματισμό, έβαλε την Κλόουζ να απαγγέλει τις σκέψεις της δυνατά στον καθρέφτη, φωτογράφησε την τραγικότητα της ιστορίας ως διστακτικός παρατηρητής και όχι ως συνένοχος.
Αυτό μας άφησε κι εμάς μόνους, να παλεύουμε με δαίμονες σεξουαλικότητας, ταυτότητας, ταξικής πολιτικής και ρομαντικής πλάνης, ενώ το μόνο που θέλαμε ήταν να δούμε αυτό το πονεμένο, ντροπαλό, ευαίσθητο έργο να ανδρώνεται και να γίνεται ταινία.