Αν είχατε δει την πρώτη ταινία της τριλογίας του «Hunger Games» (και κάτι μας λέει ότι την είδατε), θα θυμάστε ότι η ιστορία της Κάτνις και του Πίτα, των (για πρώτη φορά) διπλών νικητών των «Αγώνων Πείνας», συγκλόνισε τους κατοίκους της Πάνεμ, της χώρας που βρίσκεται πλέον στη θέση των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής.
Αν έχετε διαβάσει το δεύτερο βιβλίο της Σούζαν Κόλινς, ή απλώς βλέποντας το τρέιλερ πιο κάτω, θα αντιληφθείτε ότι η Πρωτεύουσα και ο Πρόεδρος Σνόου, κάθε άλλο παρά δέχτηκαν με χαρά το γεγονός ότι οι κανόνες του «παιχνιδιού» άλλαξαν κι ότι χάρη στην απειθαρχία της Κάτνις, η νεαρή νικήτρια και ο «αγαπημένος της» Πίτα έχουν μεταμορφωθεί, έστω και άθελά τους, σε σύμβολα μια αντίστασης ενάντια στην καταπίεση της Πρωτεύουσας. Ετσι, ο Πρόεδρος Σνόου, καταστρώνει ένα δαιμόνιο σχέδιο εξόντωσης, ξαναστέλνοντας την Κάτνις και τον Πίτα στην αρένα, σε μια επετειακή διοργάνωση που ξαναφέρνει ως διαγωνιζόμενους τους παλαιότερους νικητές. Αυτή τη φορά, η Κάτνις πρέπει όχι μόνο να επιβιώσει, αλλά και να κρατήσει ζωντανή τη φωτιά της επανάστασης που η ίδια έχει πυροδοτήσει.
Καθώς η ιστορία αλλά και οι ήρωες ωριμάζουν και σκληραίνουν, η δεύτερη περιπέτεια της κινηματογραφικής τετραλογίας του «Hunger Games» έρχεται στην οθόνη πιο σκοτεινή και πιο πολιτική (πάντα σε εφηβικό επίπεδο), αλλάζοντας αυτή τη φορά σκηνοθέτη. Ο Φράνσις Λόρενς, ως τώρα γνωστός για το «I Am Legend» και το «Νερό για Ελέφαντες», με δυο γερούς σεναριογράφους στο πλευρό του (τον Σάιμον Μποφόι του «Slumdog Millionaire» και τον Μάικλ Αρντ του «Little Miss Sunshine»), εκπλήσσει ευχάριστα ως διάδοχος του Γκάρι Ρος, στήνοντας μια αγωνιώδη ιστορία επιβίωσης στη νέα αρένα, χωρίς να ξεχνά να εξελίσσει τους ήρωές του και τις μεταξύ τους σχέσεις που διαρκώς μεταλλάσσονται. Για την ακρίβεια, ο Ρος συνεχίζει από εκεί όπου τελείωσε η πρώτη ταινία της σειράς, χωρίς να ξοδεύει χρόνο με ανακεφαλαιώσεις και υπενθυμίσεις (όποιος δεν έχει δει τους πρώτους «Αγώνες Πείνας» καλό θα είναι να τους δει πριν κατευθυνθεί στην αίθουσα), μπαίνοντας κατ’ευθείαν στο ψητό, λίγο σαν το φλεγόμενο φόρεμα της και πάλι επιλαχούσας Κάτνις.
Η Τζένιφερ Λόρενς δεν υποτιμά την ηρωίδα που την έκανε διάσημη και ερμηνεύει το ρόλο της με τον ακαταμάχητο συνδυασμό νεανικής αθωότητας, ενστικτώδους δύναμης, τσαμπουκά και εσωτερικής θλίψης. Τα δυο αγόρια της ζωής της, ο Λίαμ Χέμσγουορθ ως Γκέιλ και ο (τόσο μικροκαμωμένος) Τζος Χάτσερσον ως Πίτα την περιβάλλουν διακοσμητικά κι έτσι το ενδιαφέρον του κάστινγκ πέφτει ξανά στους δεύτερους ρόλους: τη γνώριμη κωμική συστάδα των Γούντι Χάρελσον, Ελίζαμπεθ Μπανκς και Στάνλεϊ Τούτσι, με την προσθήκη του αινιγματικού Φίλιπ Σίμορ Χόφμαν στο ρόλο του Πλούταρκ και κάποιων απρόσμενων επισκεπτών στην αρένα, όπως η Αμάντα Πλάμερ και ο Τζέφρι Ράιτ.
Εχοντας «ξεμπερδέψει» με τις αφηγηματικές υποχρεώσεις της πρώτης ταινίας, το «Αγώνες Πείνας: Φωτιά» καταφέρνει να ικανοποιήσει τις αυξημένες απαιτήσεις των fans. Παρότι η ταινία είναι μεταβατική στο σύνολο της ιστορίας (μετά τις πρώτες συστάσεις και πριν το μεγάλο πόλεμο), το σασπένς και οι εκπλήξεις αυξάνονται πυρετωδώς, η τελολογική ατμόσφαιρα αποκτά μεγαλύτερο βάρος, οι χαρακτήρες ξεδιπλώνονται γοητευτικά, τα εκατέρωθεν ρομάντζα απογειώνονται, ο πολιτικός λόγος τρυπώνει στα πλάνα και η αισθητική προσέγγιση παραμένει κάπου ανάμεσα στο κόμικ και τους σκοτεινούς κόσμους του Κρίστοφερ Νόλαν.
Η ταινία, της οποίας τα 146 λεπτά κυλούν σα νεράκι, χωρίζεται ακριβώς στη μέση, με το πρώτο μέρος να στήνει την προεδρική συνωμοσία και τη σπίθα της επανάστασης και να εξηγεί το αδιέξοδο και την κατάθλιψη της Κάτνις και το δεύτερο να ξεχύνεται στην πιο ενδιαφέρουσα και… εγκεφαλική αρένα της ιστορίας. Προορισμένο για νεανικό κοινό, απολαυστικό και για το πιο ενήλικο, το «Αγώνες Πείνας: Φωτιά», αποδεικνύει ακόμα περισσότερο από την πρώτη ταινία, ότι μια young adult περιπέτεια, όχι απλώς οφείλει, αλλά και μπορεί να περιποιείται το κοινό της, προσφέροντάς του απλοποιημένη μεν, αλλά έξυπνη και σύνθετη ιστορία, ανατριχίλες και συγκίνηση, star power και μια υπόσχεση ότι αυτό εδώ το franchise θα έχει πάντα τις πιθανότητες υπέρ του!