Ο Σωτήρης είναι προανακριτής της Αστυνομίας. Μια μέρα αποφασίζει να γίνει δίκαιος. Θα αθωώνει όλους αυτούς που έπεσαν στο έγκλημα επειδή δεν είχαν “στον ήλιο μοίρα”. Στην προσπάθειά του να σώσει έναν ακόμα αθώο, σκοτώνει από λάθος έναν άνθρωπο. Η Δώρα είναι η μοναδική μάρτυρας στο έγκλημα. Η Δώρα είναι ο άνθρωπος του οποίου τη βοήθεια χρειάζεται ο Σωτήρης. Και ενώ δεν της περισσεύει η συμπόνια, ο Σωτήρης την νιώθει σαν τον μοναδικό του σύμμαχο.
Η ιστορία του «Αδικου Κόσμου» είναι μια από αυτές τις μικρές, ασήμαντες ιστορίες που διαβάζεις στις πίσω στήλες των εφημερίδων. Ενα παράδοξο συμβάν μιας τραγελαφικής καθημερινότητας, μια επιβεβαίωση για τα παιχνίδια που παίζει η μοίρα σε όσους ανθρώπους προσπαθούν να κάνουν το σωστό, καταφέρνοντας με σχεδόν μαθηματικό τρόπο να κάνουν πάντοτε το λάθος. Θα το διάβαζες, θα το ξεχνούσες, μπορεί κάποια στιγμή να το εξιστορούσες σαν «ανέκδοτο» σε μια παρέα, κάποιοι θα χαμογελούσαν, άλλοι δεν θα έδιναν καν σημασία, λίγοι θα έμπαιναν στη διαδικασία να σκεφτούν τι θα έκαναν οι ίδιοι αν βρίσκονταν σε μια ανάλογη κατάσταση.
Μικροί ασήμαντοι άνθρωποι καταδικασμένοι να ζουν μικρές ασήμαντες ζωές είναι και οι ήρωες του «Αδικου Κόσμου». Ενας άντρας και μια γυναίκα, ένοχοι ήδη από τις «ιδιότητες» τους. Αυτός, ο Σωτήρης, ένας αστυνομικός, εξ ορισμού «καταδικαστέος», αυτή, η Δώρα, μια καθαρίστρια, εξ ορισμού «μη προνομιούχα». Δύο άνθρωποι εγκλωβισμένοι στο μηχανικό παρόν τους, αυτό που αποκλείει την ύπαρξη οποιουδήποτε παρελθόντος και κυρίως οποιουδήποτε μέλλοντος. Επαναλαμβάνοντας τις ίδιες αυτοματοποιημένες κινήσεις ζουν σαν να μη ζουν, αναπνέουν σαν να μην αναπνέουν, υπάρχουν σαν να μην υπάρχουν: δύο θύματα μιας κοινωνίας σε απομώνωση και την ίδια στιγμή δύο θύτες των προσωπικών τους επιλογών.
Ο Φίλιππος Τσίτος τους συναντάει ακριβώς τη στιγμή που θα αποφασίσουν να αποδράσουν από οτιδήποτε ήταν η ζωή τους μέχρι σήμερα. Σε εκείνο το σημείο που η ασφάλεια της ρουτίνας θα χαθεί για να δώσει τη θέση της στην ανασφάλεια του απρόβλεπτου. Στο σημείο μηδέν, όπου και οι δυο τους θα διεκδικήσουν τον απαγορευμένο καρπό μιας άλλης ζωής. Και ακριβώς εκεί, σε αυτή τη μετάβαση τους από δευτεραγωνιστές σε πρωταγωνιστές της ζωής, θα ενορχηστρώσει το μιούζικαλ της επιβίωσης τους, αφήνοντας τους μόνους πάνω στη σκηνή να αναζητήσουν τη σωστή μουσική, τα ιδανικά τραγούδια, τα τεκνικολόρ νούμερα και τη μοναδική ευκαιρία που θα τους δοθεί ποτέ να κλέψουν την παράσταση.
Φτιαγμένος από υλικά μιας κινηματογραφικής διαδρομής που ξεκινάει από το βωβό σινεμά και τη σλάπστικ κωμωδία, διασχίζει τη μελοδραματική πλαστικότητα του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ και καταλήγει στα θεμέλια του παράδοξου σινεμά του Ρόι Αντερσον και της μαύρης κωμωδίας του Ακι Καουρισμάκι, ο «Αδικος Κόσμος» είναι περισσότερο απ’ όλα τα πάραπάνω μια ταινία φτιαγμένη με το μεγαλείο της απλότητας. Φορμαλιστική και ταυτόχρονα ανεπιτήδευτη, «επιχρωματισμένη» και ταυτόχρονα μονόχρωμη, ομιλούσα και ταυτόχρονα αποκαλυπτικά σιωπηλή, επίκαιρη και την ίδια στιγμή εν τη γενέσει της διαχρονική.
Ενα κομμάτι αγνού σινεμά που αντίθετα από τους ήρωες του γνωρίζει πως είναι μάταιο να αναζητά τη δικαιοσύνη σε έναν «αδικο κόσμο». Αντ’ αυτού προτείνει ως μοναδική διέξοδο τη δικαιοσύνη της εικόνας, αντιμετωπίζοντας με χιούμορ τις αδυναμίες τους, αγκαλιάζοντας με κατανόηση τις «αδικίες» τους, καδράρωντας την λάθος επιλογές τους με περίσσευμα ανθρωπιάς.
Στο κέντρο της, ο Σωτήρης του συγκλονιστικού Αντώνη Καφετζόπουλου (σε μια ερμηνεία που κουβαλάει μέσα της την απέραντη μοναξιά μιας ζωής καταδικασμένης σε μόνιμη «ενοχή») είναι ο μικρός άνθρωπος με τα μεγάλα όνειρα. Αυτός που φτιάχνει τον ιδανικό κόσμο σε μακέτα ελπίζοντας πως κάποτε θα μπορέσει να τον επιβάλλει στον εαυτό του και στους γύρω του. Αυτός που δεν ξέρει να κάνει το σωστό, αλλά ξέρει πως όταν δεν έχεις τίποτα να χάσεις, οι έννοιες του «σωστού» και του «λάθους» δεν είναι παρά ακόμη δύο κενά γράμματα στη μεγάλη λίστα της κοσμικής αδικίας.
Ο «Αδικος Κόσμος» είναι η μεγάλη ταινία της μικρής, ασήμαντης ιστορίας του στη διαδρομή προς την ευτυχία. Στις πίσω σελίδες μιας εφημερίδας θα περνούσε απαρατήρητη. Στο σινεμά του Φίλιππου Τσίτου, δεν ξεχνιέται εύκολα...