Τα γραπτά του Στέφαν Τσβάιχ έχουν εμπνεύσει στο παρελθόν μια σειρά από δημιουργούς να γυρίσουν εξαιρετικές ταινίες είτε πρόκειται για ακριβείς μεταφορές βιβλίων του όπως το «Το Γράμμα μιας Αγνωστης» του Μαξ Οφίλς είτε για ταινίες που αναφέρονται στο έργο του όπως το «Ξενοδοχείο Grand Budapest» του Γουές Αντερσον.
Το «Μια Υπόσχεση» του Πατρίς Λεκόντ βασισμένο στη νουβέλα του «Ταξίδι στο Παρελθόν», σίγουρα δεν θα βρει τη θέση του ανάμεσα σε εκείνες τις μεταφορές των έργων του αυστριακού συγγραφέα που αξίζει να θυμάστε.
Ο Λεκόντ είναι ένας σκηνοθέτης ικανός για το καλύτερο, για ταινίες που παραμένουν κομψές και ατάραχες στην επιφάνεια όσο από κάτω το χιούμορ, το πάθος ο κυνισμός, η απογοήτευση ή ο αισθησιασμός βράζουν.
Το «Μια Υπόσχεση» δεν είναι μια από αυτές τις ταινίες του. Εδώ η επιφάνεια έχει την οσμή της ναφθαλίνης, την αίσθηση μιας ταινίας που εξάντλησε το πάθος και το ενδιαφέρον της στα κοστούμια και τα σκηνικά. Οσο για το βάθος της, το μόνο συναίσθημα που μπορεί να γεννήσει είναι αυτό της αρχής ενός χασμουρητού, την γλυκεία ανάσα της νύστας που σε χαϊδεύει όσο το φιλμ σε νανουρίζει στην οθόνη.
Εχει να κάνει με την απόλυτη έλλειψη χημείας ανάμεσα στους πρωταγωνιστές, με το διεκπαιρεωτικό τρόπο που υποδύονται τους χαρακτήρες τους, με το πόσο λίγο ο Λεκόντ μπορεί να κάνει εμφανή τον συναισθηματικό τυφώνα που υποτίθεται τους σαρώνει. Στην οθόνη δυστυχώς δεν κουνιέται φύλλο.
Και είναι κρίμα αφού ακόμη κι αν δεν έχεις διαβάσει τη νουβέλα πως στο βάθος της παραμονεύει ένα αδηφάγο πάθος και μια κοινωνική παράβολη, μια παραβολή για τον άνθρωπο και την Ιστορία που εδώ πολύ απλά, μεταμορφώνεται σε τίποτα παραπάνω από μια κομψή, κινηματογραφική βαρεμάρα που αγγίζει τα όρια της μπαναλιτέ.