Ο Oβε είναι ένας 59χρονος γκρινιάρης, εριστικός, καταθλιπτικός τύπος. Eχει αυστηρές αρχές, σιδερένια πειθαρχία και ελάχιστη κατανόηση, πιστεύει ότι περιβάλλεται από ηλίθιους και δεν διστάζει να τους το πει κατάμουτρα. Παλιότερα ήταν ο διαχειριστής ενός οικισμού με όμορφα σπιτάκια και λιθόστρωτα μονοπάτια, αλλά όχι πια: οι υπόλοιποι ιδιοκτήτες τον καθαίρεσαν – εκείνος όμως δεν το παίρνει απόφαση και φυσικά το θεωρεί ύψιστη προδοσία εκ μέρους τους. Γι’ αυτό και όταν δεν προσπαθεί ανεπιτυχώς να αυτοκτονήσει, ο Oβε περνάει τη μέρα του παρακολουθώντας τους γείτονές του, μαλώνοντας και κάνοντάς τους συνεχώς υποδείξεις. Κανείς δεν τον αντέχει και τον αποκαλούν «ο γείτονας από την κόλαση», αλλά αυτό που κανείς δεν γνωρίζει είναι ότι πίσω από τη δύστροπη συμπεριφορά κρύβεται μια συγκινητική ιστορία. Oταν όμως στο διπλανό σπίτι μετακομίζει μια καινούργια και φασαριόζικη οικογένεια με παιδιά, που κατά λάθος χαλάνε το γραμματοκιβώτιο του Όβε, τα πράγματα θα αλλάξουν. Oχι μόνο για τον οικισμό, αλλά και τον ίδιο τον Oβε, που έκπληκτος θα δημιουργήσει μια αναπάντεχη και τρυφερή φιλία.
Μπορεί τα υλικά της να είναι αυτά μιας συνταγής και το φινάλε της ίσως υπερβολικά «καθώς πρέπει», όμως αυτή η κωμωδία του Χάνες Χολμ περιέχει στην πορεία αρκετή τρυφερότητα, χιούμορ πίκρα κι εξυπνάδα που δεν μπορείς παρά να της παραδοθείς. Ο ήρωάς της, ο κύριος Οβε είναι ένας τυπικός γεροπαράξενος άντρας, παθιασμένος με την σωστή τάξη των πραγμάτων, εμμονικός στις ιδέες του σχεδόν αφόρητος για τους γύρω του.
Μόνο που το «μην πλησιάζετε» εξωτερικό περίβλημα κρύβει από κάτω μια τρύπα στην καρδιά, ένα κενό που βρίσκει μόνο έναν τρόπο να καλύψει, την απόφασή του να αυτοκτονήσει. Το ότι οι επανειλημμένες, αποτυχημένες απόπειρες να πεθάνει γίνονται στην ταινία και στο βιβλίο που την γέννησε, εργαλείο της πλοκής και του χιούμορ, λέει σίγουρα κάτι για το ύφος αυτής της ντραμεντί, που δεν φοβάται να φλερτάρει με το μαύρο, όσο δεν φοβάται να γίνει καλόβολη και γλυκειά όταν πρέπει.
Με τον Ρολφ Λάσκγαρντ να δίνει μια εξαιρετική ερμηνεία στον ρόλο του κακότροπου ήρωα και όλα τα επιμέρους στοιχεία του φιλμ, από το μοντάζ που επιλέγει να τονίζει την επαναληπτικότητα της καθημερινότητας του μέχρι το set design που ορίζει την σουηδική του πραγματικότητα και αυτή των ξένων γειτόνων του, το φιλμ δανείζεται κάτι από τον αέρα του σκανδιναβικού παραλόγου σκηνοθετών όπως ο Μπεντ Χάμερ ή ακόμη κι ο Ρόι Αντερσον, σε μικρότερες και πιο αραιωμένες δόσεις.
Το αποτέλεσμα είναι μια ταινία που ξέρει να ισορροπεί σωστά πάνω στην γραμμή του χιούμορ και του δράματος, που κοιτάζει με ανθρωπιά και κατανόηση τους χαρακτήρες του και ξέρει πως οι άνθρωποι είναι κάτι παραπάνω από την εξωτερική εικόνα τους. «Ο Κύριος Οβε» μιλά για την δύναμη μιας ανοιχτής καρδιάς, για την σημασία του να νιώθεις πως κάποιος σε αγαπά και σε χρειάζεται για τον τρόπο που η ζωή μας καθορίζει, αλλά και τον τρόπο που της δίνουμε σχήμα εμείς.