Τέσσερις άγνωστοι συναντιούνται Παραμονή Πρωτοχρονιάς σε ουρανοξύστη του Λονδίνου. Ο Μάρτιν (Πιρς Μπρόσναν) τα είχε όλα: διάσημος παρουσιαστής πρωινής εκπομπής, όμορφη γυναίκα, δύο παιδιά. Μόνο που κατέληξε στη φυλακή για βιασμό ανήλικης, όταν μία κοπέλα που γνώρισε σ' ένα πάρτι είπε ψέμματα για την ηλικία της. Από τότε ζει σε δημόσιο εξευτελισμό. Η Μορίν (Τόνι Κολέτ), μία μεσήλικη μητέρα, δεν αντέχει άλλο την πίεση της ζωής της όσο έρχεται αντιμέτωπη με την σκληρή της καθημερινότητα. Η νεαρή επαναστάτρια Τζες (Ιμοτζεν Πουτς), ένα θορυβώδες εκκεντρικό πλάσμα, έχει πολύ πιο κρυφές πληγές από αυτές για τις οποίες προκλητικά φλυαρεί. Κι ο ντροπαλός Τζέι Τζέι (Ααρον Πολ) επικαλείται ότι πάσχει από ανίατο καρκίνο, γιατί στην πραγματικότητα η ήττα που νιώθει είναι ακόμα πιο μεγάλη στο μυαλό του από μία απτή τραγωδία που όλοι μπορούν να συναισθανθούν.
Και οι τέσσερις έχουν κάποιο ξεκάθαρο και σοβαρό λόγο να βουτήξουν στο κενό, να αυτοκτονήσουν εκείνο το βράδυ και να μην αντιμετωπίσουν ούτε μία ακόμα μέρα, όχι μία ακόμα χρονιά. Μόνο που η απρόσμενη αντιπαράθεση, η σύμπτωση της στιγμής, τους ξαφνιάζει. Αποφασίζουν να δώσουν λίγο ακόμα χρόνο στους εαυτούς τους: μέχρι του Αγίου Βαλεντίνου. Αν τίποτα δεν έχει αλλάξει, τότε θα ορίσουν ένα νέο ραντεβού για πτώση στο κενό.
Κάθε φορά που ένα βιβλίο του Νικ Χόρνμπι μεταφέρεται στο σινεμά (από το «Pitch Fever» και το «High Fidelity» μέχρι το «Για Ενα Αγόρι» ή και το πρωτότυπο σενάριό του «An Education») οι προσδοκίες μας είναι μεγάλες. Η φαινομενικά απλή, αλλά τόσο εύστοχα άμεση και αυτοσαρκαστική γραφή του δίνει τροφή για δραματικές, τρυφερές, πανέξυπνες κομεντί με ήρωες που ταυτιζόμαστε και μένουν κλασικοί για χρόνια.
Το «A Long Way Down» το best seller μυθιστόρημά του που εξέδωσε το 2005 είχε μία πρωτότυπη ιδέα, μία ριψοκίνδυνη και καθόλου πολιτικά ορθή ιστορία, μία σκοτεινή καρδιά. Οι χαρακτήρες του πάλευαν με την εικόνα τους και τη ζωή τους, όσο ανακαλύπταμε σταδιακά την πραγματικότητά τους ξεφλουδίζοντας επιδερμίδες ανατροπών.
Η ταινία όμως που συνέθεσε σεναριακά ο Τζακ Θορν (με προϋπηρεσία στα τηλεοπτικά «This is England» και «Skins») και σκηνοθετικά ο Πασκάλ Σομέιγ δεν ακροβατεί τόσο στο χείλος αυτού του ουρανοξύστη σαρκασμών και ανθρώπινης ήττας, όσο προσπαθεί να μεταμορφωθεί σε μία mainstream, ευχάριστη, χαριτωμένη κομεντί με ήρωες σχηματικούς και εύκολα αναγνωρίσιμους για ευκολοχώνευτη ευρεία κατανάλωση. Ακόμα και οι εκκεντρικές πινελιές, ή οι όποιες ανατροπές, ακολουθούν κλισέ μανιέρες.
Εξαίρεση στην προβλεψιμότητα η γενναία, tour de force, ερμηνεία της Ιμοτζεν Πουτς που σπάει την καρικατούρα της εκκεντρικής επαναστατεμένης κόρης με μία δύναμη, τρέλα και εύθραυστη ευαισθησία που κάνει τις σκηνές της να λάμπουν. Αντιθέτως, η αγαπημένη μας Τόνι Κολέτ (που είχε κλέψει τις εντυπώσεις στο «About a Boy» σε έναν πολύ μικρότερο, αλλά πολύ πιο καλογραμμένο ρόλο) μοιάζει θαμπή και μίζερη - κι όχι μόνο γιατί ο χαρακτήρας της το απαιτεί.
Δεν είναι ότι λείπει το χιούμορ ή ότι τελικά, μία Κυριακή μεσημέρι, δε θα χαζέψεις μία τέτοια ταινία ευχάριστα. Αλλά αυτό δεν ήταν ποτέ το μέτρο των προσδοκιών μας για μία ταινία που βασίζεται σε βιβλίο του Νικ Χόρμπι. Γκρεμιστήκαμε.