O Λόκχαρτ, ένας φιλόδοξος χρηματιστής της Wall Street, στέλνεται από την εταιρεία του σε ένα απομονωμένο θεραπευτικό σπα στις Αλπεις. Ο Λόκχαρτ έχει μία αποστολή: πρέπει να πείσει τον Διευθύνοντα Σύμβουλο της εταιρείας, τον Πέμπροκ, ο οποίος βρίσκεται ως ασθενής στο σπα και έχει δηλώσει στο προσωπικό της εταιρείας του ότι δεν έχει καμία πρόθεση να γυρίσει στη Νέα Υόρκη, να επιστρέψει στα καθήκοντά του. Ο Λόκχαρτ φτάνει στο ήσυχο σανατόριο, όπου οι ασθενείς υποτίθεται ότι λαμβάνουν μία θαυματουργή θεραπεία. Στην πραγματικότητα, όμως, αυτοί φαίνεται ότι αρρωσταίνουν ακόμη περισσότερο…
Μια αλλόκοτη (και ενίοτε αλλοπρόσαλλη) περίπτωση χολιγουντιανού σκηνοθέτη, ο Γκορ Βερμπίνσκι χαρακτηρίζεται από μια άνιση μεν καριέρα που ωστόσο περιλαμβάνει απρόβλεπτες επιλογές: από την αναπάντεχη πνοή φρεσκάδας και ανατριχίλας που χάρισε στο αμερικανικό ριμέικ του ιαπωνικού «Ring» μέχρι τις υπερεπιτυχημένες αλλά ολοένα και πιο ανιαρές οικογενειακές περιπέτειες των «Πειρατών της Καραϊβικής» και την ιδιοσυγκρασιακή δραμεντί «The Weather Man» με τον Νίκολας Κέιτζ, ο Αμερικανός σκηνοθέτης έφτασε στο ζενίθ της δημιουργικότητάς του με το υπέροχο animated γουέστερν του «Rango», για να γνωρίσει αμέσως μετά την απόλυτη εισπρακτική και καλλιτεχνική κατρακύλα του «Μοναχικού Καβαλάρη», στην οποία δικαίως συμπαρασύρθηκε με τον πρωταγωνιστή του, Τζόνι Ντέπ.
Το «Αντίδοτο στην Ευεξία» αποτελεί μια άκρως φιλότιμη προσπάθεια να αναγεννηθεί και πάλι από τις στάχτες του, χρησιμοποιώντας ως όχημα τον τρόμο και το θρίλερ μυστηρίου, με μια μάλλον αντισυμβατική προσέγγιση για τα χολιγουντιανά, εμπορικά δεδομένα του είδους.
Ξεκινώντας με μια ήδη δυσοίωνη εισαγωγή στον αδηφάγο κόσμο της κορπορατικής Νέας Υόρκης, το λαβυρινθώδες σενάριο ακολουθεί τον σίγουρα όχι αθώο αλλά οπωσδήποτε ανύποπτο για τα όσα θα συναντήσει νεαρό πρωταγωνιστή του σε έναν αλπικό παράδεισο που υπόσχεται να απαλλάξει τους executive ασθενείς του από τα άγχη του πολιτισμένου κόσμου και των αυξημένων ευθυνών τους.
Η αντιπαράθεση αυτών των δύο κόσμων είναι μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, στιλιστικά αλλά και θεματικά, αφετηρία που μοιάζει να βάζει στο στόχαστρο τόσο τον γεμάτο αμοραλιστική φιλοδοξία αλλά κενό από νόημα καπιταλιστικό εφιάλτη των πολυεθνικών, όσο και την πανάκεια των απανταχού εναλλακτικών θεραπειών που υπόσχονται φύκια για μεταξωτές κορδέλες, ή εν προκειμένω γάργαρο νερό από θαυματουργές πηγές.
Δυστυχώς, η ιδέα αυτή εξαντλείται γρήγορα για να δώσει τη θέση της σε ένα οπτικά ευρηματικό και αναμφίβολα εντυπωσιακό σύμπαν που μοιάζει να εμπνέεται από κλασικές ταινίες τρόμου με φόντο γοτθικά άσυλα και ανταγωνιστές παρανοϊκούς επιστήμονες χωρίς ίχνος ηθικών ενδοιασμών. Φυσικά το αποτέλεσμα ουδεμία σχέση έχει με τους low budget προγόνους του, δίνοντας στον Βερμπίνσκι την ευκαιρία να μετουσιώσει τις επιρροές του σε μια ιλουστρασιόν υπερπαραγωγή, αξιοποιώντας μεγαλειωδώς τόσο τον παχυλό προϋπολογισμό του όσο και το παρελθόν του στη διαφήμιση.
Η εισβολή του Λόκχαρτ στο σχεδόν μυστικιστικό περιβάλλον του απομονωμένου σπα, όπου ο φαινομενικά απλός στόχος του καθίσταται ολοένα και πιο δυσπρόσιτος εξαιτίας της κρυψίνοιας και των σιβυλλικών μισόλογων εργαζομένων και ασθενών, με τον ίδιο να παγιδεύεται εκεί έπειτα από μια σειρά «ατυχημάτων», μοιάζει με οικείο μοτίβο πολύ πιο αρχετυπικό από τις ιστορίες στοιχειώματος του μοντέρνου σινεμά τρόμου, την ίδια στιγμή που ο Βερμπίνσκι αρνείται να παραδοθεί στα χαρακτηριστικά τερτίπια και τα φτηνά ξαφνιάσματα των περισσότερων ομολόγων του, που εύκολα προδίδουν τις προθέσεις τους για τη δημιουργία ενός όσο-αντέξει τρομολαγνικού franchise.
Αντ’ αυτού αφήνεται σε ένα ξέφρενο οπτικοακουστικό ντελίριο όπου το ένα αλλούτερο σκηνικό διαδέχεται το άλλο, με αλαφροΐσκιωτες κορασίδες, ανησυχητικά νανουρίσματα, ανθρωποφάγα χέλια και φλεγόμενους χορευτές να εμπλουτίζουν τις μεγαλειώδεις γκροτέσκ εικόνες του, ενώ παράλληλα το ασυμμάζευτο σενάριο ξετυλίγεται μέσα από παιδικά τραύματα και αφηγήσεις από περασμένους αιώνες, με ιστορίες περί αιμομιξίας και φυλετικής καθαρότητας, εξωφρενικά πειράματα και ελιξίρια για την αιώνια νεότητα.
Ομως όσο γοητευτικές κι αν είναι οι αισθητικές ακροβασίες του, με την κάμερα να πειραματίζεται με περίεργες γωνίες λήψης και το φακό να περιδινείται σε αποπροσανατολιστικές γεωμετρικές συνθέσεις, το «Αντίδοτο στην Ευεξία» μοιάζει εν τέλει να εγκλωβίζεται και το ίδιο χωρίς διέξοδο στους δαιδαλώδεις διαδρόμους του επιβλητικού του οικοδομήματος. Μέσα σε δυόμιση σχεδόν ώρες, η ταινία μοιάζει να καταρρέει κάτω από τις ίδιες της τις φιλοδοξίες, με το ομολογουμένως θεαματικό φινάλε να συνοδεύεται από μια μάλλον ασυνάρτητη λύση ενός μυστηρίου που για το μεγαλύτερο μέρος της διάρκειάς του έκανε αυτάρεσκα κύκλους γύρω από τον εαυτό του μόνο και μόνο για να δώσει αφορμή στον εμπνευστή του να επιδείξει τη σκηνοθετική του βιρτουοζιτέ.