Ο Σεμπαστιάν Νικολά είναι ένας 42χρονος μοναχικός, αθόρυβος υπάλληλος μεσιτικού γραφείου. Τις μέρες του δείχνει διαμερίσματα σε υποψήφιους αγοραστές, τις νύχτες του τρώει κατεψυγμένα προπαρασκευασμένα γεύματα στην κουζίνα του. Μας υποδέχεται τη στιγμή της αυτοκτονίας του. Οταν κανονίζει με υποχόνδρια λεπτομέρεια την καθαριότητα του διαμερίσματός του, το κουστούμι και τη γραβάτα που θα φορέσει ως πτώμα, το τελευταίο παγερό αποχαιρετιστήριο τηλεφώνημα, το γκάζι που θα αφήσει ανοιχτό. «42 χρόνια δεν υπήρξα» μας ομολογεί και μας πηγαίνει πίσω στο παρελθόν για να μας αφηγηθεί τη ζωή του. Ή, μάλλον, τη διπλή (τριπλή, τετραπλή) ζωή του. Γιατί ο Σεμπαστιάν ζούσε τις ζωές των άλλων. Κατασκεύαζε με επαγγελματική λεπτομέρεια λάτεξ μάσκες και περούκες ώστε να μεταμορφώνεται σε πελάτες του, που για κάποιο του είχαν τραβήξει την προσοχή, και ζούσε κλεμμένες στιγμές στα διαμερίσματά τους. Οταν όμως γνωρίζεται με τον μυστηριώδη, κυνικό πάλαι ποτέ ιδιοφυή μουσικό Ανρί ντε Μοντάλ, ο οποίος μετά από ένα αυτοκινητικό ατύχημα κάηκε κι έχασε δύο δάχτυλα και την ικανότητα να ξαναπαίξει βιολί, το παιχνίδι ταυτότητας σοβαρεύει περισσότερο. Γιατί ο μισάνθρωπος ντε Μοντάλ έχει το δικό του παρελθόν, το οποίο του χτυπά την πόρτα. Κι ανοίγει ο Σεμπαστιάν.
Οι Ματιέ Ντελαπόρτ κι Αλεξάντρι ντε Λα Πατλιέρ, το δίδυμο των δημιουργών της κομεντί «Για Ολα Φταίει τ’ Όνομά σου», επιστρέφουν με εντελώς διαφορετικό ύφος και προθέσεις. Η επιδερμίδα της ταινίας είναι ένα καλοστημένο, ψυχρά αγωνιώδες υπαρξιακό θρίλερ στο οποίο προσπαθούμε να ακολουθήσουμε το νήμα της αφήγησης για να κατανοήσουμε τον ήρωα - το παρόν, το παρελθόν του. Κάτω όμως από την πλαστική μάσκα της αφήγησης, οι δημιουργοί μάς παρουσιάζουν τους πολλαπλούς ρόλους που οικειοποιούμαστε στη ζωή μας, τους ανθρώπους που συνειδητά ή ασυνείδητα επιλέγουμε να μιμούμαστε (ή μάλλον να «είμαστε»), την πολυπλοκότητα της ύπαρξής μας. Και κυρίως: πώς τοποθετούνται και οι άλλοι απέναντί μας. Είναι δυνατόν να μην καταλαβαίνουν τις μάσκες μας; Είναι ο άνθρωπος, απλά, το πρόσωπό του;
Ο Σεμπαστιάν βασανίζεται από το προσωπικό του τίποτα. Δεν έχει βρει το θάρρος στις τέσσερις δεκαετίες της ζωής του να σπάσει το προσωπικό του κουκούλι, να μεταλλαχθεί, να απαιτήσει από τον εαυτό του ενδιαφέρονται, προσωπικές σχέσεις. Κλειδωμένος, παγερός, στα όρια του serial killer απροσπέλαστα τυπικός καταφεύγει στη σπουδή των άλλων, στη μίμηση, στην κατασκευή ενός γύψινου Εγώ. Ο ντε Μοντάλ είναι ο αντικατοπτρισμός του στον παραμορφωτικό καθρέφτη: Υπήρξε σπουδαίος, γοητευτικός, ευφυής, με μοναδικό ταλέντο και χάρισμα στο βιολί. Μετά το ατύχημα οργίστηκε, έκλεισε τις κουρτίνες στη ζωή, έγινε ένα κλειδωμένο, παγερό, φάντασμα. Ομως όταν εμφανίζεται ο έφηβος γιος από μία σχέση του παρελθόντος που εγκατέλειψε, οι δύο άντρες θα έχουν εντελώς διαφορετικές αντιδράσεις...
Ο Ματιέ Κασοβίτς αναλαμβάνει το διπλό ρόλο του Σεμπαστιάν και του ντε Μοντάλ, ενώ μέσα από τις μεταμορφώσεις του αντιήρωα του ερμηνεύει εξαιρετικά κι όλους τους υπόλοιπους μιμητισμούς του. Ο Ντελαπόρτ τον εγκλωβίζει σε γεωμετρικά, τακτοποιημένα πλάνα, ο διευθυντής φωτογραφίας Νταβίντ Ουγκαρό τον ντύνει με μία ψυχρή, άχρωμη χρωματική παλέτα. Η ερμηνεία του παραμένει πειθαρχημένα ήσυχη, μεθοδική, μελετημένη όμως η ενέργειά του μοιάζει με καζάνι που σιγοβράζει. Ο Κασοβίτς επιτυγχάνει να μας ιντριγκάρει για το τι κρύβεται πίσω από αυτή την μάσκα, ενώ ταυτόχρονα επικοινωνεί την μοναξιά, την μελαγχολία, την παγιδευμένη ανάγκη να αγγίξεις τη ζωή στα δίπλα διαμερίσματα. Να ξαναρχίσεις τη δική σου από την αρχή, με περισσότερο νόημα αυτή τη φορά.
Το μόνο μείον της ταινίας: ο θεατής από το πρώτο μέχρι το 118ο λεπτό της τεντώνει τις κεραίες του για να καταλάβει τον ήρωα. Να βρει μια χαραμάδα στη μάσκα του, να τρυπώσει κάτω από την επιδερμίδα - ποιος είναι, γιατί τα κάνει όλα αυτά. Η (συναισθηματική, έστω) εξήγηση δεν έρχεται ποτέ. Ο Σεμπαστιάν σε αφήνει απ' έξω. Κι αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μην σε αγγίξει, όσο θα ήθελαν οι δημιουργοί, το γλυκόπικρο φινάλε.