Το εκτυφλωτικό φως και τα έντονα χρώματα, ο αυθόρμητος χορός και η πανταχού παρούσα μουσική, το μοιραίο πάθος και οι ισχυροί δεσμοί, η μαύρη μαγεία και το όραμα της Παρθένου Μαρίας, οι παράξενοι ντόπιοι και οι γοητευμένοι τουρίστες, οι λαϊκές γειτονιές και τα εμβληματικά αξιοθέατα συνυπάρχουν μοναδικά σε 7 κεφάλαια ή αλλιώς 7 διαδρομές με τον ίδιο προορισμό: τη σύγχρονη, εκλεκτική, ζωντανή Αβάνα. Σ’ αυτές τις «7 Ημέρες στην Αβάνα» μας συνοδεύουν ένας υπέρ του δέοντος ενθουσιώδης Αμερικανός τουρίστας, ο Εμίρ Κουστουρίτσα σε μια μονίμως μεθυσμένη εκδοχή του εαυτού του, μια ταλαντούχα Κουβανή τραγουδίστρια σε δίλλημα, ένας παράξενος Παλαιστίνιος δημοσιογράφος με πολύ χρόνο στη διάθεση του, μια νεαρή ομοφυλόφιλη κοπέλα που πρέπει να εξαγνιστεί, μια σκληρά εργαζόμενη γυναίκα στην πιο επεισοδιακή μέρα της ζωής της κι ένα απαιτητικό άγαλμα της Παρθένου Μαρίας.
Ξεναγοί μας οι Μπενίσιο Ντελ Τόρο (Πουέρτο Ρίκο), ο Πάμπλο Τραπέρο (Αργεντινή), ο Χούλιο Μέντεμ (Ισπανία), ο Ελία Σουλεϊμάν (Ισραήλ), ο Γκασπάρ Νοέ (Αργεντινή), ο Χουάν Κάρλος Τάμπιο (Κούβα) και ο Λοράν Καντέτ (Γαλλία).
Η πρόταση ακούγεται συναρπαστική, οι σκηνοθέτες που συμμετέχουν τουλάχιστον αξιοπρόσεκτοι, ο προορισμός ονειρικός για μια μεγάλη μερίδα του πλανήτη και ιδιαίτερα των Ελλήνων που πάντα γοητεύονταν από την ιδέα του να κάνουν φτηνές εξωτικές διακοπές θεωρώντας για κάποιο ανεξήγητο λόγο πως την ίδια στιγμή κάνουν μια επαναστατική πράξη. Ομως το «7 Ημέρες στην Αβάνα», ακόμη κι αν είναι ελκυστικό και συχνά ιδιαίτερα χαριτωμένο, δεν αποδεικνύεται ολοκληρωτικά αντάξιο των προσδοκιών μας.
Κατά κάποιο τρόπο το πρόβλημα του φιλμ, μοιάζει σταθερό σε κάθε σπονδυλωτή ταινία που δοκιμάζει να μιλήσει μέσα από διαφορετικές ιστορίες για το ίδιο θέμα, ή όπως είναι της μόδα τα τελευταία χρόνια για την ίδια πόλη. Αντίθετα από μια συλλογή διηγημάτων γραμμένη από τον ίδιο συγγραφέα, ένα portmanteau φιλμ καταλήγει τις περισσότερες φορές να υποφέρει από ανομοιογένεια, από άνισες ιστορίες, από ρυθμούς και ύφος που δεν ταιριάζουν, δεν αλληλοσυμπληρώνονται, δεν δένουν σε κάτι ολοκληρωμένο.
Κι αντίθετα από ένα βιβλίο, που μπορείς να κλείσεις τελειώνοντας μια ιστορία, να το αφήσεις στην άκρη και να επιστρέψεις σε αυτό για το επόμενο διήγημα, μια διαφορετική στιγμή με μια διαφορετική διάθεση, ένα σπονδυλωτό φιλμ οφείλεις να το δεις σε μια δόση, προσπαθώντας να αλλάξεις ύφος και διάθεση στο διάστημα λίγων λεπτών προκειμένου να ακολουθήσεις το ύφος και την αφήγηση κάθε σκηνοθέτη.
Κι αν το «7 Ημέρες στην Αβάνα» κάνει ότι μπορεί για να κρατήσει μια κοινή γραμμή και να αποκτήσει την αίσθηση μιας συνεχόμενης ταινίας, εισάγοντας χαρακτήρες που διατρέχουν το φιλμ ή ακολουθώντας μια αναγνωρίσιμη γεωγραφική διαδρομή, παραμένει σταθερά γεμάτο σκαμπανεβάσματα στο ενδιαφέρον που γεννά στον θεατή του, κυρίως γιατί αρκετοί από τους σκηνοθέτες του δεν μπορούν να εγκαταλείψουν το απόλυτα προσωπικό τους ύφος, ή γιατί πολύ απλά, δεν έχουν ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες ιστορίες να αφηγηθούν.
Ετσι για παράδειγμα ο Γκασπάρ Νοέ και ο Ελία Σουλειμάν κάνουν μια ταινία που θα μπορούσε να διαδραματίζεται οπουδήποτε στον κόσμο και να είναι ξεκάθαρα δική τους ασχέτως χώρας, αλλά ακόμη κι έτσι, ο πρώτος κατορθώνει να κάνει την πιο αδύναμη ταινία του φιλμ και ο δεύτερος την πιο απολαυστική, ακόμη κι αν για μια ακόμη φορά, έχει να κάνει περισσότερο με τον ίδιο παρά με τον κόσμο γύρω του.
Αυτό που τελικά ενώνει όλες τις ιστορίες και που σε κάνει να παρακολουθείς την ταινία χωρίς να κουράζεσαι παρά τις αντιρρήσεις σου, δεν είναι άλλο από την ίδια την πόλη που όσο κλισέ κι αν ακούγεται, όση υποβάθμιση και πόνο κι αν κρύβει πίσω από την εικόνα της που μοιάζει με ψεύτικο σκηνικό, δεν παύει να είναι μαγική.
Το φιλμ φιλοδοξεί να συλλάβει κάτι από την ψυχή της Κούβας πέρα από τα στερεότυπα και τα κλισέ των τουριστικών οδηγών κι ως ένα σημείο το καταφέρνει. Οι λεωφόροι, οι ταλαιπωρημένες προσόψεις των σπιτιών, οι κυματοθραύστες, τα παλιά, γερασμένα αυτοκίνητα, η μουσική, τα βλέμματα των ανθρώπων, κατορθώνουν να εξηγήσουν περισσότερα και να μιλήσουν πιο ειλικρινά για μια πόλη που μοιάζει να κρύβεται διακριτικά πίσω από το πέπλο της ομορφιάς και των προσδοκιών μας και για έναν λαό και μια χώρα, για την οποία ανακαλύπτεις ξαφνικά ότι δεν ξέρεις πολλά περισσότερα πέρα από πράγματα που μοιάζουν περισσότερο με μύθους ή κλισέ παρά με κάποια υπαρκτή πραγματικότητα...