Μία σειρά ιστοριών, μας ξεναγούν στην κωμική, σεξιστική, σύνθετη, δραματική πλευρά της ανδρικής ερωτικής απιστίας. Γιατί το κάνουν, πώς το κάνουν, πώς σκέφτονται, γιατί δεν σκέφτονται καθόλου - ερωτήματα που αναζητούν απαντήσεις σε μια σειρά ιστοριών που συνδέονται μόνο από την παρουσία των ίδιων πρωταγωνιστών και φυσικά το θέμα τους.
Οπως και το «σκάνδαλο» που ξέσπασε με τις «προκλητικές» αφίσες του φιλμ που σύμφωνα με τις Γαλλίδες φεμινίστριες απεικόνιζαν τις γυναίκες ως αντικείμενα, έτσι και ολόκληρη η ταινία είναι πιθανόν σε σημεία να ενοχλήσει τις πιο ευαίσθητες από τις γυναίκες θεατές. Αν όμως κάποιοι θα έπρεπε να παραπονεθούν πως η ταινία τους βλέπει ως αντικείμενα αυτοί δεν θα ήταν άλλοι από τους πρωταγωνιστές (και συν σεναριογράφους) Ζαν Ντιζαρντέν και Ζιλ Λελούς που περνούν περισσότερη ώρα απ όση θα περιμένατε δίχως τα ρούχα τους.
Οπότε αυτό το πρόβλημα, μάλλον λύνεται εκ προοιμίου.
Ομως τα αληθινά προβλήματα της ταινίας δεν έχουν σε καμιά περίπτωση να κάνουν με την στάση της απέναντι στα φύλα, ούτε με την συχνά σχηματική απεικόνιση των χαρακτήρων, που μοιάζει όχι απλά φυσιολογική, αλλά σχεδόν απαραίτητη σε ένα φιλμ που θέλει να μιλήσει για την απιστία με τρόπους που να «έχουν νόημα» σε ένα όσο το δυνατόν ευρύτερο κοινό, αλλά με την ίδια τη φύση της.
Δομημένο από διαφορετικές ιστορίες που τις ενώνει η παρουσία των ίδιων πρωταγωνιστών, τοποθετημένες όλες ανάμεσα σε έναν πρόλογο κι έναν επίλογο που θέλουν να κάνουν ξεκάθαρα μια ανατρεπτική (αν κι όχι και τόσο...) «δήλωση» πάνω στο θέμα, το «6 + 1 Απιστίες», είναι όπως δυστυχώς συμβαίνει με όλες τις σπονδυλωτές ταινίες, άνισο.
Οχι μόνο γιατί κάποια από τα στιγμιότυπα του δεν πάνε πιο βαθιά από το επίπεδο της ανεκδοτολογικής πλάκας, αλλά διότι και κάποια από αυτά που έχουν τον χρόνο και τη διάθεση να βυθιστούν περισσότερο στους χαρακτήρες και την ψυχολογία τους, δυσκολεύονται να βρουν την χρυσή τομή ανάμεσα στην υπόσχεση της κωμωδίας και το δράμα που συχνά κρύβουν οι ιστορίες μέσα τους.
Κι όχι παραδόξως, σε ένα φιλμ που θέλει να είναι αστείο, οι καλύτερες στιγμές του έρχονται από τις ιστορίες που σου αφήνουν την πιο πικρή γεύση. Το «La Bonne Conscience» σκηνοθετημένο από τον Μισέλ Χαζαναβίσιους με τον Ντιζαρντέν στον ρόλο ενός στελέχους σε επαγγελματικό ταξίδι που προσπαθεί να κάνει σεξ πάση θυσία. Το «La Question» της Εμανουέλ Μπερκό με τον Ντιζαρντέν και τη σύζυγό του Αλεξάντρα Λαμί να κάνουν ερωτήσεις τις απαντήσεις των οποίων δεν είναι έτοιμοι ν ακούσουν. Το «Lolita» του Ερίκ Λαρτιγκό με τον Ζιλ Λελούς στον ρόλο ενός οδοντιάτρου που προσπαθεί να τρέξει με την ίδια ταχύτητα της φοιτήτριας ερωμένης του.
Υπάρχουν κι άλλες που είναι ιδιαίτερα αστείες, τα μικρά στιγμιότυπα των χαρακτήρες που θα συναντηθούν τελικά στο «Les Infideles Αnonymes» του Αλεξάντρ Κουρτές, αλλά που δεν πάνε βήμα πιο πέρα από το σύντομο διάλειμμα για γέλια.
Ετσι το φιλμ μοιάζει να αλλάζει ταχύτητες και ύφος περισσότερο συχνά απ όσο θα ήθελες για να σε βάλει στο σωστό κλίμα και μη έχοντας κάτι αληθινά καινούριο ή ενδιαφέρον να πει, καταλήγει συχνά να κάνει κύκλους γύρω από το θέμα και τον εαυτό του, μέχρι το (προβλέψιμα) ανατρεπτικό φινάλε που σκηνοθετούν οι δυο πρωταγωνιστές του, το οποίο τους φέρνει ως το Λας Βέγκας και κλείνει με μια αληθινά αστεία ματιά στο μέλλον τους, που θα θέλαμε πολύ να δούμε ως ξεχωριστή ταινία από μόνη της...