«Πώς γίνεται εσείς να ξέρετε ποιοι είστε κι εγώ όχι», ρωτά σε μια στιγμή ο οχτάχρονος Αϊτόρ τον αδελφό και την μητέρα του, η οποία επιμένει να τον φωνάζει με το όνομα που του έδωσαν, ακόμη κι αν εκείνος προτιμά το δίχως συγκεκριμένο γένος «Κοκό» και ψάχνει στην πραγματικότητα ένα όνομα στο οποίο να ακούει το κορίτσι που είναι σίγουρος ότι είναι ο αληθινός εαυτός του, και το οποίο μπορεί να είναι Λουσία.
Στην διάρκεια ενός καλοκαιριού στην βάσκικη εξοχή, ο Αϊτόρ, η Κοκό, ή η Λουσία θα κάνουν ένα απόλυτα φυσικό αλλά και γεμάτο εμπόδια ταξίδι προς τον αληθινό τους εαυτό. Φυσικό όταν η διαδρομή τους είναι εσωτερική, όταν οι ίδιοι κοιτάζουν προς το κέντρο του ψυχισμού, προς το μυαλό και την καρδιά τους, γεμάτο εμπόδια, όταν βλέπουν την εικόνα τους, τα θέλω τους, να αντανακλώνται στα μάτια των άλλων, όταν τα ονόματά τους προφέρονται από τα χείλη των γύρω τους. Ακόμη κι αν οι γονείς της μοιάζουν ανοιχτόμυαλοι («δεν υπαρχουν αγορίστικα και κοριτσίστικα πράγματα» λέει η μητέρα της), ακόμη κι αν η ευρύτερη οικογένειά της είναι γεμάτη αγάπη, υπάρχουν πράγματα που δεν μπορούν να καταλάβουν πράγματα που δυσκολεύονται να αποδεχτούν.
Η Εστιμπαλίθ Ουρεσόλα Σολαγκουρέν απεικονίζει αυτό το χάσμα ανάμεσα στα όσα η μικρή ηρωίδα της νιώθει και ξέρει και όσα οι γύρω της προσπαθούν να μάθουν, σε μια ταινία που είναι γεμάτη αγάπη και κατανόηση για όλους τους χαρακτήρες της. Ενα φιλμ που παίρνει τον χρόνο του για να εισάγει τον θεατή του στον πλούσιο, σύνθετο, τρισδιάστατο κόσμο του και που δεν προσπαθεί να εξηγήσει αλλά να σε οδηγήσει να καταλάβεις με γνώμονα το συναισθημα και την αθωότητα με την την οποία βλέπει τον κόσμο ένα παιδί.
Με μια αληθινά αξιοθαύμαστη ερμηνεία από την μικρή Σοφία Οτέρο που ξεχειλίζει ωριμότητα, βάθος και αλήθεια (βραβευμένη δίκαια στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου) κι όλους τους υπόλοιπους ηθοποιούς γύρω της να την στηρίζουν με τρόπο εξαιρετικό, το «20.000 Είδη Μελισσών» συνθέτει έναν συναρπαστικό μικρόκοσμο ανθρώπων και ιδεών στον οποίο σε εισάγει σιγά σιγά, μα σε κάνει γρήγορα κομμάτι του, σε εμπλέκει με έναν αδιόρατο μα αδιάρρηκτο τρόπο.
Δίχως υπερβολικές κορυφώσεις, χωρίς να ανεβάζει ποτέ τους τόνους σε συναισθηματικά ή αφηγηματικά κρεσέντο, με τον ρυθμό να πάλλεται όπως οι ανάσες των ηρώων του, το φιλμ είναι ηθελημένα χαμηλότονο στο ύφος του, προκειμένου να αφήσει χώρο στην ιστορία του να ξεδιπλώσει τις πτυχές της και να σε συνεπάρει στην τρυφερή διαδρομή του.