Η Εύα, ένα νέο κορίτσι που σπουδάζει κλασσικό τραγούδι, αποφασίζει να συναντήσει για πρώτη φορά τον πατέρα της, ο οποίος αγνοεί την ύπαρξή της. Ο Θωμάς είναι φύλακας σ’ ένα χώρο με φορτηγά, ζει σ’ ένα κοντέινερ και είναι παραιτημένος από κάθε προσδοκία. Η συνάντησή τους θα είναι η συνάντηση δύο διαφορετικών κόσμων και η σχέση που θα δημιουργήσουν μια ιδιότυπη, «δική τους» σχέση, έξω από τις συνηθισμένες κατηγορίες.
Φτάνοντας αθόρυβα και με μια ιδιότυπη προσωπική διαδρομή στην έκτη μεγάλου μήκους ταινία του, ο Νίκος Κορνήλιος («Ισημερία», «Η Μουσική των Προσώπων», «Τρίτη») φτάνει περίπου εκεί που θα τον οδηγούσε νομοτελειακά κάποτε η μεγάλη του θητεία στο θέατρο και η ιδιότυπη εργασία του πάνω στα εργαλεία των ηθοποιών, αλλά και η διακριτή σε όλες του σχεδόν τις κινηματογραφικές απόπειρες ανάγκη για ένα σινεμά καθημερινό, φτιαγμένο ταυτόχρονα από απλά υλικά αλλά πολύπλοκα συναισθηματικά βάθη.
Το «11 Συναντήσεις με τον Πατέρα Μου» είναι ακριβώς αυτό που περιγράφει ο τίτλος του: έντεκα συναντήσεις ενός κοριτσιού με τον πατέρα που δεν γνώριζε και μαζί η σύγκρουση δύο τελείως διαφορετικών κόσμων με φόντο την Αθήνα του σήμερα, μια πόλη σε κρίση αξιών και συναισθημάτων. Τόσο απλά, τόσο ξεκάθαρα.
Δεν έχει καμία σημασία να περιγράψει κανείς τι ακριβώς διαδραματίζεται μέσα σε αυτές τις συναντήσεις καθώς δύο άνθρωποι ψηλαφούν ο ένας τον άλλον αργά και εξερευνητικά, αρχικά με τα βλέμματα και καθώς γνωρίζονται με τα λόγια και την επαφή, αρχικά με πιφύλαξη και σταδιακά με περισσότερη άνεση, με σκοπό να φτάσουν ίσως σε κάποιο κοινό τόπο πέρα από την τυπική συγγένεια που τους ενώνει.
Οπως ακριβώς δεν έχει καμία σημασία να περιγράψει κανείς πώς μέσα από αυτές τις αποκαλυπτικές «συναντήσεις» ανακαλύπτουν ο καθένας για τη δική του ζωή και το δικό του χαρακτήρα πράγματα που ποτέ δεν είχαν φανταστεί, οχυρωμένοι μέχρι εκείνη τη στιγμή σε μια ρουτίνα ασφαλείας που και για τους δύο δεν συμπεριλάμβανε μέχρι εκείνη τη στιγμή την έννοια «πατέρας».
Αυτό που έχει σημασία είναι να νιώσεις άμεσα και επιθετικά την ανάγκη ενός σκηνοθέτη να αφηγηθεί τελικά μια ιστορία αγάπης με έναν λιτό, απέριττο, σχεδόν ακαριαία συναισθηματικό αλλά ποτέ μελοδραματικό τρόπο, καθώς δύο άνθρωποι προσπαθούν να εγκλιματιστούν σε μια νέα λογική των πραγμάτων, να συγχωρήσουν και να συγχωρεθούν, να κοιτάξουν όσα βρίσκονται πίσω τους και ενδεχομένως όσα βρίσκονται μπροστά τους και να ξανασυστηθούν στον εαυτό τους και τους άλλους φτιάχνοντας μια οικογένεια από την αρχή.
Με χιούμορ, υποδειγματική απλότητα, χαμηλούς τόνους που στηρίζουν την συναισθηματική ένταση που κορυφώνεται σε κάθε μια από τις συναντήσεις των πρωταγωνιστών του και με αναφορές στην Ελλάδα της κρίσης που ποτέ δεν γίνονται αυτοσκοπός, ίσως τελικά δεν έχει και καμία σημασία να σταθεί κανείς στις όποιες σεναριακές αμηχανίες που διάχυτες στα διαλογικά μέρη προδίδουν τις θεατρικές καταβολές του Κορνήλιου και προσπαθούν να εξηγήσουν περισσότερα απ' όσα καταφέρνει από μόνη της η ίδια ταινία μέσα από τις σιωπές, την ανεπιτήδευτη εικόνα μιας παράδοξης καθημερινότητας, την κατανόηση με την οποία αντιμετωπίζει τους ήρωές της δίνοντας τους πρίν απο οποιονδήποτε άφεση αμαρτιών για τα όποια λάθη έχουν κάνει.
Ειδικά όταν τα «εργαλεία» του Νίκου Κορνήλιου στέκονται και με το παραπάνω στο ύψος των περιστάσεων φέρνοντας την ταινία στα μέτρα ενός σινεμά που δεν υποκύπτει ποτέ στην παγίδα της φόρμας, αλλά παραμένει από την πρώτη μέχρι την τελευταία του σκηνή ανεπιτήδευτα ειλικρινές.
Και όταν μιλάει κανείς για «εργαλεία» εννοεί τα εξής με την εξής αυστηρή ιεραρχία: την συγκλονιστική φιγούρα και ακόμη πιο συγκλονιστική ερμηνεία του Λάμπρου Αποστόλου (μία από τις σπουδαιότερες των τελευταίων χρόνων) στο ρόλο του πατέρα, την αφοπλιστικά εύθραυστη παρουσία της Εύας Γαλογαύρου στο ρόλο της κόρης και την υπέροχα φωτογραφημένη (από τους Κλαούντιο Μπολιβάρ και Νίκος Θωμά) Αθήνα στο ρόλο ενός τόπου έκθετου από παντού, άσχημου, αφιλόξενου, απάνθρωπου, άδειου.
Ισως τελικά τόσο άδειου, για να μπορεί να χωρέσει μέσα του μια τόσο «μεγάλη» ιστορία...