Ενα καλά κρυμμένο μυστικό του νέου γερμανικού σινεμά, η Βαλέσκα Γκρίζεμπαχ χρειάστηκε έντεκα ολόκληρα χρόνια από την προηγούμενη ταινία της πριν επιστρέψει με αυτοπεποίθηση και εκείνη την γοητεία μιας φωνής που μπορεί για πολλούς να ανήκει στη Σχολή του Βερολίνου και να συγγενεύει με την Μάρεν Αντε (η οποία εδώ εκτελεί χρέη παραγωγού, ενώ η Γκρίζεμπαχ συμμετείχε στη συγγραφή του «Τόνι Ερντμαν»), αλλά παραμένει πιο ιδιοσυγκρασιακή και από την αντίθεση μιας γυναίκας που σκηνοθετεί ένα γουέστερν στα συνόρα Ελλάδας - Βουλγαρίας.
Εκεί, σε ένα τοπίο που θυμίζει Αγρια Δύση, μια ομάδα Γερμανών εργατών έρχεται να χτίσει ένα υδροηλεκτρικό εργοστάσιο και να κάνει «έργα υποδομής» όπως λέει ο εργοδηγός στους ντόπιους. Η έλλειψη επικοινωνίας ανάμεσα στους Δυτικούς και τους Βαλκάνιους, τους «Γερμανούς που επιστρέφουν», εβδομήντα χρόνια μετά την τελευταία φορά που βρέθηκαν στην περιοχή, υπό εντελώς διαφορετικές συνθήκες, δημιουργούν αυτομάτως δυσπιστία. Ομως ανάλογη δυσπιστία υπάρχει ανάμεσα στην ομάδα των Γερμανών, με την «εξουσία» του μάτσο εργοδηγού Βίνσεντ να απειλείται από την σιωπηλή δύναμη του πενηντάρη Μέιναρντ, νεοφερμένου στο γκρουπ και υπερβολικά πρόθυμου να χτίσει σχέσεις με τους ντόπιους, αφού είναι μόνος, πρώην στρατιώτης δίχως ρίζες πουθενά αλλού.
Μεγαλωμένη με τα γουέστερν που έβλεπε στον αμερικανικό τομέα του Δυτικού Βερολίνου, από το Φεστιβάλ Καννών όπου τη συναντήσαμε στην παγκόσμια πρεμιέρα του «Γουέστερν», η Βαλέσκα Γκρίζεμπαχ που είδε την ταινία της να διακρίνεται διεθνώς και να φτάνει μέχρι και τις τρεις φιναλίστ του βραβείου LUX του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, μιλάει στο Flix για τους καουμπόιδες και τους Ινδιάνους μιας Ευρώπης εύθραυστης σαν τον καθρέφτη που όλοι πρέπει κάποια στιγμή να κοιτάξουμε κατάματα.
(φωτογραφία από τα γυρίσματα της ταινίας)
Με αυτήν την ταινία ήθελα να κάνω ένα δικό μου γουεστερν. Από παιδί ένιωθα να με συναρπάζουν τα γουέστερν. Μεγάλωσα στο Δυτικό Βερολίνο και στον αμερικανικό τομέα βλέπαμε συνεχώς αμερικανικές ταινίες. Αλλά επειδή ήμουν κορίτσι έπρεπε να ταυτιστώ με τους άντρες. Αυτοί ζούσαν την περιπέτεια, αυτοί ήταν οι ήρωες που αναζητούσαν την ελευθερία. Στο «Γουέστερν» ήθελα να τους αγγίξω μέσα από το δικό μου βλέμμα. Και μαζί να μιλήσω για την ξενοφοβία, όπως αυτή εξαπλώνεται στον πλανήτη. Η ιδέα των Γερμανών εργατών που δουλεύουν για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής Ενωσης στην Ανατολική Ευρώπη ήταν αυτή που μου έδινε τη βάση για όλα όσα ήθελα να πω για τον κόσμο γύρω μας.
Οι ήρωες στα γουέστερν δεν δείχνουν τα συναισθήματά τους. Πρέπει να είναι σκληροί αν θελουν να επιβιώσουν. Είναι με κάποιο τρόπο κλασικοί ήρωες αλλά ταυτόχρονα το γουέστερν, σαν κινηματογραφικό είδος, είναι μοντέρνο γιατί αντανακλά ερωτήματα που συνεχίζουν να υπάρχουν και στις σημερινές κοινωνίες. Οι ήρωες στα γουέστερν θέλουν την ελευθερία, είναι λάτρεις του ρομαντισμού, αλλά ταυτόχρονα αναζητούν να επιστρέψουν στο σπίτι. Και εδώ, ο ήρωάς μας μπορεί τελικά να μην θέλει να είναι ξένος, αλλά να αναζητά να ενσωματωθεί μέσα στην ξένη κοινωνία όπου βρίσκεται.
(φωτογραφία από τα γυρίσματα της ταινίας)
Πάντα όταν ξεκινάω μια ταινία δεν υπάρχει ιστορία, αλλά περισσότερο ένα θέμα. Στη συνέχεια αρχίζω την έρευνα, τα ταξίδια, οδηγούμαι από το ένα στοιχείο στο άλλο και μόλις νιώσω ότι έχω όλα όσα χρειάζομαι ξεκινάω το γράψιμο. Υπάρχει σενάριο, αλλά δεν μοιάζει με σενάριο. Μοιάζει περισσότερο με μια περίληψη σεναρίου, όπου όμως μερικές σκηνές είναι γραμμένες αναλυτικά και άλλες επιγραμματικά, σε άλλο σημείο υπάρχει η περιγραφή μιας ατμόσφαιρας, ένας διάλογος...
Οταν τον είδα πρώτη φορά σκέφτηκα πως δημιουργεί αυτόματα μια εικόνα. Αυτή ήταν η πρώτη μου σκέψη για τον Μάινχαρντ Νιούμαν, τον πρωταγωνιστή της ταινίας. Τον βρήκα σε ένα ράντσο έξω από το Βερολίνο. Καθόταν εκεί με ένα καουμπόικο καπέλο, αλλά πιο πολύ εντυπωσιάστηκα από το πρόσωπό του. Αναζητούσα έναν άνδρα, κάποιον που να μοιάζει γοητευτικός και κάποιος που να τραβάει το βλέμμα, να μπορεί να πείσει ως ηγέτης αλλά και κάποιος που είναι ευθυνόφοβος και «μικρός». Ο Μάινχαρντ έφερε στο πρόσωπό του αλλά και στον τρόπο που παίζει όλη αυτήν την αντίθεση.
Οι ήρωες στα γουέστερν δεν δείχνουν τα συναισθήματά τους. Πρέπει να είναι σκληροί αν θελουν να επιβιώσουν. Είναι με κάποιο τρόπο κλασικοί ήρωες αλλά ταυτόχρονα το γουέστερν, σαν κινηματογραφικό είδος, είναι μοντέρνο γιατί αντανακλά ερωτήματα που συνεχίζουν να υπάρχουν και στις σημερινές κοινωνίες. Οι ήρωες στα γουέστερν θέλουν την ελευθερία, είναι λάτρεις του ρομαντισμού, αλλά ταυτόχρονα αναζητούν να επιστρέψουν στο σπίτι.
Η Βουλγαρία ήταν το ιδανικό σκηνικό για το δικό μου γουέστερν. Ταξίδεψα και στη Ρουμανία, αλλά δεν χρειάστηκε να ψάξω μακριά. Η εξοχή στη Βουλγαρία θυμίζει αυτή την αίσθηση της Αγριας Δύσης. Εκεί ο τόπος είναι σαν να κρύβει μια περιπέτεια για τον καθένα.
Τρομάζω και μόνο στην ιδέα της διάλυσης της Ευρώπης. Αλλά πιστεύω ότι είναι μια εποχή όπου πρέπει να κοιτάξουμε κατάματα τι ακριβώς έχει πάει λάθος. Οι παθογένειες στο εσωτερικό της Ευρώπης είναι δημιούργημα των ίδιων των λαών και πρέπει να αντιμετωπιστούν - ακόμη κι αν αυτό απειλήσει το γόητρο κάποιων χωρών. Οφείλουμε να το κάνουμε για τους ίδιους μας τους εαυτούς. Το κάνουμε καθημερινά έτσι κι αλλιώς. Αναρωτιόμαστε ποιοί είμαστε, που πάμε, αν όλα αυτά για τα οποία έχουμε προσπαθήσει έχουν κάποιο νόημα. Πρέπει να κάνουμε το ίδιο και για την Ευρώπη.
(φωτογραφία Αρης Ράμμος | Από το 58ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης)
Το αγαπημένο μου γουέστερν θα έλεγα πως είναι το «Winchester '73» του Αντονι Μαν. Ηταν ένα σημείο αναφοράς για την ταινία. Με ενδιέφεραν πάντοτε ήρωες πέρα από το cool και τον κλισέ τύπο του βίαιου καουμπόι. Ο Τζέιμς Στιούαρτ ήταν ένας από αυτούς τους ήρωες που με γοήτευαν ως παιδί. Ρομαντικός και μαζί μελαγχολικός. Μου αρέσει πολύ και το «Gunfighter» του Χένρι Κινγκ. Και το «Stagecoach» του Τζον Φορντ.
Tags: Γουέστερν