Συνέντευξη

Ο άλλος εαυτός της Τζόντι Φόστερ

of 10

Μετά από σχεδόν δύο δεκαετίες, η Τζόντι Φόστερ επιστρέφει στη σκηνοθεσία, κι όχι με κάτι απλό. «Ο Αλλος μου Εαυτός» είναι ένα περίεργο, ιδιοσυγκρασιακό φιλμ που χρησιμοποιεί μία παράλογη ιδέα για να μιλήσει για την κατάθλιψη και την μοναξιά. Τη συναντήσαμε στο Παρίσι και μας μίλησε για το σκηνοθετικό της come back, αλλά και γιατί ο φίλος της Μελ Γκίμπσον ήταν ο καλύτερος για τον πρωταγωνιστικό ρόλο...

Ο άλλος εαυτός της Τζόντι Φόστερ

Κυρία Φόστερ μεσολάβησαν 16 χρόνια από την τελευταία σκηνοθετική σας δουλειά. Τι είδατε σ' αυτή την ταινία που σας ενέπνευσε να περάσετε ξανά πίσω από την κάμερα;

Ηρθε στα χέρια μου μία καταπληκτική ιδέα, από έναν συγγραφέα που δεν είχε γράψει ποτέ ξανά κινηματογραφικό σενάριο. Υπήρχε μία φρεσκάδα στο γράψιμό του, έπιασα τον εαυτό μου να μην μπορεί να το αφήσει. Οταν νιώσεις έτσι για ένα σενάριο, ξέρεις ότι δεν υπάρχει περίπτωση να μην το κάνεις.

Διαβάζοντας κανείς την περίληψη της ταινίας, δεν ξέρει τι να περιμένει: ένας άντρας σε υπαρξιακό αδιέξοδο βρίσκει μία μαριονέτα-κάστορα στα σκουπίδια και μαζί ανακαλύπτει τον άλλον του εαυτό...

Είναι μία πολύ δύσκολη ταινία να την περιγράψει κανείς. Οποιος πρωτοακούσει την υπόθεση, νομίζει ότι πρόκειται για κωμωδία – και δεν είναι καθόλου έτσι. Εχει ένα πολύ μοναδικό, παράξενο και σουρεαλιστικό ύφος, αλλά δεν είναι κωμωδία. Είναι μια παραβολή, η οποία ξεκινάει συγκρατημένα, υπόγεια και σταδιακά γίνεται όλο και πιο σκοτεινή. Είναι μία ταινία για την μοναξιά και την απελπισία. Είναι μία ταινία για την οικογένεια, αλλά και για το κάθε άτομο μέσα σε μία οικογένεια.

Γιατί «κάστορας»; Υπάρχει κάποιος συμβολισμός στο ποιο ζώο επιλέχθηκε ως μαριονέτα ή ήταν τυχαίο;

Θα μπορούσε να είναι οτιδήποτε. Ομως ο κάστορας είναι και το μοναδικό ζώο που έχει μία ειρωνική διάσταση στη φύση του: χτίζει περίτεχνους οικισμούς και με μία κίνηση τους ποδοπατά και τους ισοπεδώνει. Αυτή είναι για μένα και η μεγαλύτερη τραγωδία του ανθρώπου: μπορεί να χτίσει ή να καταστρέψει τη ζωή του με την ίδια ευκολία.

Εχετε συνεργαστεί ξανά πριν από 17 χρόνια στο «Maverick» κι έχετε παραμείνει πολύ φίλοι. Εκτός από την προσωπική σας σχέση, υπήρχε κάποιος άλλος λόγος που επιλέξατε τον Μελ Γκίμπσον για αυτό το ρόλο;

Ο Μελ είναι ένας συγκλονιστικός ηθοποιός – κι αυτό είναι αναμφισβήτητο. Είμαι τόσο περήφανη για την ερμηνεία του στην ταινία. Ηταν έμπνευση για εμάς όλους. Ακόμα δεν μπορώ να πιστέψω ότι αφέθηκε και τα έδωσε όλα, με τον τρόπο που το έκανε. Ξέρετε, είναι εξαιρετικά δύσκολο να ερμηνεύεις, ενώ ταυτόχρονα χειρίζεσαι την μαριονέτα και, επιπλέον, να μιλάς με cockney προφορά. Ολα αυτά ήταν του Μελ. Εκείνος βρήκε την προφορά, εκείνος εισήγαγε το ύφος, τον τόνο, τη φόρμα της ομιλίας του «Κάστορα». Πάνω από όλα όμως μου έκανε δώρο μία πολύ γενναία ερμηνεία. Μου επέτρεψε να πλησιάσω και τα έδωσε όλα: η τραγωδία είναι χαραγμένη στο πρόσωπό του.

Αν καμιά φορά οι ταινίες λειτουργούν ψυχοθεραπευτικά για το κοινό, συμβαίνει το ίδιο και για τους δημιουργούς τους;

Σίγουρα. Κάθε ταινία εξελίσσει το πνεύμα. Σε πάει παρακάτω. Είναι επίσης μία εμμονή, την οποία θα αποσαφηνίσεις πολύ αργότερα, κοιτώντας πίσω. Γιατί κάθε ταινία επιλέγουμε να την κάνουμε για να λύσουμε θέματα στη δική μας ζωή.

Πιστεύετε ότι ο Μελ Γκίμπσον δέχτηκε να την κάνει γιατί βρίσκεται σε μία περίοδο που παλεύει με παρόμοιους δαίμονες;

Δεν μπορώ να ξέρω γιατί δέχτηκε ακριβώς – ακόμα ευχαριστώ το τυχερό μου αστέρι, που τον είχα στην ταινία. Κοιτάξτε, ο Μελ είναι παλιός μου φίλος και τον αγαπώ πολύ. Πιστεύω σ' αυτόν, πιστεύω στο ταλέντο του. Εχουμε συζητήσει πολύ όλα αυτά τα χρόνια για όσα μας βασανίζουν. Νομίζω ότι στην ταινία βρήκε έναν ήρωα που μπορούσε να καταλάβει. Εναν ήρωα που πνίγεται και παλεύει να κρατηθεί. Αισθάνεται loser. Πιστεύει ότι έχει απογοητεύσει τους πάντες. Και δεν μπορεί να ζήσει με αυτή την απογοήτευση – πρέπει να βρει κάποιο τρόπο να απεγκλωβιστεί από το αδιέξοδό του. Προσωπικά θεωρώ ότι, ναι, ο Μελ παλεύει με παρόμοιους δαίμονες...

Τζένιφερ Λόρενς: μία ταλαντούχα πιτσιρίκα, η οποία έχει ήδη μία οσκαρική υποψηφιότητα στο βιογραφικό της, προτού καν πατήσει τα 20 της χρόνια. Σας θυμίζει κάτι; Νιώσατε μία ταύτιση μαζί της;

Ναι, υπήρξε ένα περίεργο deja vu. Αν και δεν είμαστε καθόλου ίδιοι χαρακτήρες – η Τζένιφερ είναι χαρά Θεού. Είναι ένα από τα πιο αστεία πλάσματα που έχω γνωρίσει στη ζωή μου. Πραγματικά το χιούμορ της είναι δαιμόνιο. Εγώ δεν είχα ποτέ πλάκα. Ημουν πιο συγκρατημένη και ντροπαλή. Ταυτόχρονα όμως, και το είδα και στην «Καρδιά του Χειμώνα», η Τζένιφερ κουβαλά και μία απίστευτη θλίψη. Είναι τόσο πιτσιρίκα, ήταν 19 χρονών όταν τη γνώρισα και κάναμε τα γυρίσματα, αλλά το βλέμμα της κουβαλά ένα υπόγειο, ενήλικο «βάρος». Κι αυτό ήταν κάτι που έψαχνα για το ρόλο. Γιατί η ηρωίδα της φαινομενικά τα έχει όλα: είναι μαζορέτα, απουσιολόγος, έχει τις φίλες της, όλοι την αγαπούν. Αλλά εκείνη μόνο ξέρει το μυστικό της βάρος. Κάτι που πιστεύει ότι δεν μπορεί να το μοιραστεί με κανέναν, το σηκώνει ιδιωτικά, μοναχικά, αδιέξοδα. Ξέρετε, αν υπάρχει ένα μήνυμα στην ταινία είναι αυτό: ο καθένας μας πρέπει να βρει τον τρόπο να μοιραστεί αυτό το βάρος.

Σας έλειψε η σκηνοθεσία; Θα συνεχίσετε τώρα να σκηνοθετείτε συχνότερα;

Ναι, αυτό σκοπεύω να κάνω. Νομίζω ότι είμαι σε μία ηλικία που πρέπει να περιορίσω την ιδιότητά μου ως ηθοποιός και να αφοσοιωθώ στη σκηνοθεσία. Είναι κάτι που με στεναχωρεί και με απογοητεύει – το ότι άφησα τόσα χρόνια να περάσουν χωρίς να σκηνοθετώ. Δεν ξέρω τι συνέβη. Η ίδια η ζωή συνέβη. Εχω δύο παιδιά, μία καριέρα ως ηθοποιός, παραγωγές που τρέχω η ίδια. Ολα αυτά με καθυστέρησαν. Επίσης, θέλω να κάνω προσωπικές ταινίες. Ταινίες που να λένε κάτι σε μένα. Κι αυτό είναι εξαιρετικά δύσκολο. Δύσκολο να βρεις τέτοια σενάρια, δύσκολο να πείσεις το Χόλιγουντ ότι αξίζουν τον κόπο.