
«Είναι μια εξερεύνηση των ακατέργαστων συναισθημάτων που νιώθουν δυο άνθρωποι όταν έρχονται αντιμέτωποι με την δυνητική απώλεια και τον χωρισμό.»
Ετσι περιγράφει η Αλίκη Δανέζη - Κνούτσεν τη νέα της ταινία, ένα φιλμ τόσο αυτοσχεδιαστικό όσο και αυτοβιογραφικό, μια εξερεύνηση εννοιών όπως ο χωρισμός, το «μαζί» και το «όχι», που μετατρέπεται σε ένα σχεδόν μη ρεαλιστικό παιχνίδι ανάμεσα σε μια γυναίκα και έναν άντρα με φόντο ένα άδειο νησί. Γράφοντας το σενάριο «μαζί» με τους ηθοποιούς της, την Αγγελική Παπούλια και τον Αντρέα, η σκηνοθέτης περιπλανήθηκε στο Αγκίστρι που για τις ανάγκες της ταινίας έγινε ένα no man's land για κάθε εποχή και στο Flix αφηγείται μια διαδρομή που φτάνει από ερωτήσεις που έπρεπε να απαντηθούν σε ένα νέο κύκλο αναζητήσεων... για τη ζωή, την τέχνη και το σινεμά.
Το «Τόσο Κοντά, Τόσο Μακριά» της Αλίκης Δανέζη - Κνούτσεν θα βγει στις ελληνικές αίθουσες την Πέμπτη 24 Ιουλίου, σε διανομή της Tanweer.
Πως ξεκίνησε η ιδέα της ταινίας; Πόσο αυτοβιογραφική είναι, αν δεν είναι αδιάκριτη η ερώτηση;
Δεν είναι αδιάκριτη, γιατί όσο αυτοβιογραφική είναι η ταινία, άλλο τόσο αφορά και κάτι που μοιράζονται και έχουν βιώσει πάρα πολλοί άνθρωποι. Η ταινία προσπαθεί να φτάσει στον πυρήνα μιας σχεδόν απρόσωπης κατάστασης, όσον αφορά συγκεκριμένα γεγονότα ή το παρελθόν των χαρακτήρων, τοποθετώντας τους στο πλαίσιο «ένας άντρας, μια γυναίκα» που είναι αντιμέτωποι με αυτή την κατάσταση. Η ταινία είναι ένα «τώρα» συναισθημάτων και όχι μια προσπάθεια εξήγησης του γιατί έφτασαν οι χαρακτήρες σε αυτό το σημείο. Ξέρω ότι αυτό πάει ενάντια σε όσα ξέρουμε για το τι σημαίνει σινεμά και σενάριο, αλλά ήταν ακριβώς αυτός και ο στόχος: ένα ανθρώπινο και καθολικό «αυτή» και αντίστοιχα ένα ανθρώπινο και καθολικό «αυτός» που αγαπιούνται και πρέπει να βρουν μέσα τους αυτό που θα τους επιτρέψει να μην είναι πια μαζί, παρά το γεγονός ότι αγαπιούνται, εφόσον δεν μπορούν πια να το κάνουν.
Πόσο αυτοσχεδιαστικές είναι οι σκηνές της ταινίας; Η συμμετοχή των δύο πρωταγωνιστών στο σενάριο προέκυψε από την προετοιμασία της ταινίας ή κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων;
«Πολύ» είναι η απάντηση. Εντελώς. Η ιδέα είναι βασισμένη στον αυτοσχεδιασμό με στόχο τον ακατέργαστο τρόπο με τον οποίο θα προκύπταν οι αντιδράσεις. Είναι συναισθηματικές και αυθόρμητες. Υπήρχαν συνθήκες, οι οποίες τελειοποιήθηκαν με τις πρόβες, αφήνοντας, όμως, ένα περιθώριο για αυτοσχεδιασμό. Είχαμε συζητήσει το ενδεχόμενο της οριστικοποίησης ενός σεναρίου με την ολοκλήρωση των προβών, αλλά τελικά αποφασίσαμε μαζί με την Αγγελική και τον Ανδρέα ότι αυτό που ήταν πολύ αληθινό και ζωντανό, έχοντας πατήσει γερά στις συνθήκες και στην εξέλιξη και τη διαδοχή των σκηνών, ήταν να πάρουμε και το ρίσκο να πάμε χωρίς κείμενο.
Γιατί η Αγγελική Παπούλια;
Γιατί η Αγγελική εκτός του ότι είναι μια εξαιρετική και πολύ έμπειρη ηθοποιός, η οποία έχει και εμπειρία στη γραφή μέσα από τις δουλειές της και στο θέατρο, είναι μια ηθοποιός που μπορούσε να χειριστεί στο έπακρο αυτές τις μεταπτώσεις, τις εναλλαγές και την πολυπλοκότητα του χαρακτήρα. Επίσης, είναι μια ηθοποιός που αρκεί να κοιτάει κανείς το πρόσωπό της για να διαβάσει μια εσωτερική σύγκρουση. Ήταν πολύ σωστή για το συγκεκριμένο. Μοιάζει με έναν άνθρωπο σε μια «ζωισμένη» κατάσταση, που αντιμετωπίζει τη ζωή με τρομερή δύναμη και ευαισθησία. Αυτή ήταν και η γυναίκα του ζευγαριού.
Γιατί ο Ανδρέας Κωνσταντίνου;
Ο Ανδρέας είναι ένας εξαιρετικός ηθοποιός, πολύ εφευρετικός, έχει πολύ υλικό να βγάλει και μεγάλη έμπνευση. Δίνει μια ανέμελη αίσθηση, κάτι το οποίο είναι φοβερά ενδιαφέρον για τον συγκεκριμένο ρόλο. Ο χαρακτήρας του μοιάζει σαν να μην έχει πολυσκεφτεί την κατάσταση και να πηγαίνει στο νησί, ώστε να το αντικρύσει και να αλλάξει στάση.
Γιατί η Αγγελική Παπούλια μαζί με τον Ανδρέα Κωνσταντίνου;
Αυτό που βγάζει ο Ανδρέας βρίσκεται σε πολύ ωραία σε σχέση με αυτό που βγάζει η Αγγελική και δημιουργείται έτσι μια πολύ ωραία σύγκρουση.
Ποια ήταν η οδηγία προς τους ηθοποιούς; Παίζουν ένα ζευγάρι που έχει χωρίσει, που γνωρίζεται, που κάνει και τα δύο ταυτόχρονα; Πόσο δουλέψατε μαζί για να ανακαλύψετε το παρελθόν τους και λεπτομέρειες που ο θεατής δεν μαθαίνει αλλά μπορεί να συμπεράνει;
Σίγουρα αντλήσαμε από προσωπικά βιώματα, γιατί πάντα κάπως συνδέονται. Μπορεί να μην ήταν χωρισμός, μπορεί να ήταν χίλια δύο. Η οδηγία ήταν «πάμε να βρούμε την αλήθεια αυτής της κατάστασης». Εννοείται μοιραστήκαμε πράγματα, αλλά κυρίως αναζητήσαμε το πώς στέκεται κανείς απέναντι σε μια επικείμενη απώλεια και πώς αυτό μπορεί να εκφραστεί, να βρούμε τις εκφάνσεις του.
Κάθε φορά που βιώνουμε κάτι, που αλλάζει κάτι μεγάλο στην ζωή μας, μπορεί να σκεφτούμε "Τώρα όντως συμβαίνει αυτό;". Ειδικά όταν εμπλέκεται το συναίσθημα και η αγάπη. Πάντα νομίζω υπάρχει μια τέτοια διάσταση. Σαν αυτό που συμβαίνει αν μην είναι αλήθεια, να ξυπνάς το πρωί και να λες "Ηταν όνειρο; Α όχι συμβαίνει.". Ειδικά με ανθρώπους που έχουμε συνδεθεί, που έχουμε πιστέψει αυτό το "για πάντα" με μια μικρή αφέλεια.»
Υπήρξαν κάποιες ταινίες ή κείμενα ως αναφορές / εμπνεύσεις για την ταινία;
Ναι. Υπήρξε ένα γαλλικό θεατρικό έργο, κάποιες ταινίες του Μπέργκμαν. Πολύ διαφορετικές αναφορές που λειτούργησαν ως αφορμή και βάση για συζήτηση και προβληματισμό, για να δούμε πώς στεκόμαστε σε σχέση με αυτό που θέλαμε να κάνουμε.
Πώς δουλέψατε με το πρωταγωνιστικό ζευγάρι και τον διευθυντή φωτογραφίας; Υπήρξε μια πολύ στενή συνεργασία ώστε να βρίσκεστε διαρκώς μαζί σε κάθε λήψη;
Ναι, υπήρξε στενή συνεργασία με τον φωτογράφο. Γράφαμε όλες τις πρόβες σε βίντεο, καθώς οι πρόβες γίνονταν κείμενο. Μπορούσε να τις δει και ο φωτογράφος. Eπρεπε να υπάρχει μια προετοιμασία και ετοιμότητα για το γύρισμα, λόγω του τρόπου με τον οποίο έγινε, για το πώς θέλουμε να βλέπουμε… πόσο κοντά, πόσο μακριά (γελάει). Οι επιλογές της αισθητικής η του καδραρίσματος ήταν μια παράλληλη αφήγηση της σχέσης. Oλα τα στοιχεία ενός οπτικού σχεδιασμού και το location.
Πώς επιλέχθηκε το Αγκίστρι για το no man’s (Is)land όπου διαδραματίζεται η ιστορία;
Είναι ένα πολύ έντονο τοπίο. Κάθε χώρος που γυρίζαμε, ήταν πολύ καθοριστικος. Το Αγκίστρι επιλέχθηκε, λόγω της απομόνωσης που έχει, του τρόπου με τον οποίο μιλάει για την εγκατάλειψη. Βλέπει από εκεί κανείς τα φώτα της Αίγινας και νιώθει ότι η ζωή είναι απέναντι. Όχι εδώ.
Θα μπορούσε κανείς να εκλάβει την ταινία και ως κάτι που δεν έχει συμβεί ή κάτι που κινείται στα όρια του ονείρου ή της φαντασίας; Παίζεις με αυτό σκηνοθετικά. Ήταν πρόθεση σου;
Κάθε φορά που βιώνουμε κάτι, που αλλάζει κάτι μεγάλο στην ζωή μας, μπορεί να σκεφτούμε «Τώρα όντως συμβαίνει αυτό;». Ειδικά όταν εμπλέκεται το συναίσθημα και η αγάπη. Πάντα νομίζω υπάρχει μια τέτοια διάσταση. Σαν αυτό που συμβαίνει αν μην είναι αλήθεια, να ξυπνάς το πρωί και να λες «Ήταν όνειρο; Α όχι συμβαίνει.». Ειδικά με ανθρώπους που έχουμε συνδεθεί, που έχουμε πιστέψει αυτό το «για πάντα» με μια μικρή αφέλεια. Το νησί και ο τρόπος που έχει γυριστεί η ταινία το αντανακλά.
Πώς συνομιλεί το «Τόσο Κοντά, Τόσο Μακριά» με το υπόλοιπο έργο σου; Που νομίζεις ότι τοποθετείται σε σχέση με το σύγχρονο ελληνικό σινεμά;
Είναι τόσο διαφορετικό, αλλά και τόσο «εγώ» παράλληλα. Μου αρέσει να κάνω πράγματα και να δοκιμάζω φόρμες, να πειραματίζομαι. Είχα κάνει, για παράδειγμα, το «Δρόμοι και Πορτοκάλια», θα μπορούσα να κάνω κάτι παρόμοιο, αλλά έχω μια έλξη προς την περιπέτεια. Ηταν κάτι πολύ διαφορετικό. Ο θεατής στην πρώτη επαφή μπορεί να σαστίσει. Δεν είναι κάτι που βλέπουμε συνέχεια όσον αφορά την προσέγγιση. Μετά από τέσσερεις ταινίες, τώρα ετοιμάζω την πέμπτη. Κάνω διασκευή ενός μυθιστορήματος του 1963. Είναι η προσωπική ιστορία μιας γυναίκας και μια ματιά σε ένα πλαίσιο πολιτικό, ιστορικό. Παρουσιάζει μια πτυχή της Κύπρου της δεκαετίας του 60. Η διασκευή ενός βιβλίου είναι πάλι κάτι νέο.
Πως νιώθεις για την ανταπόκριση του ελληνικού κοινού στις ελληνικές ταινίες; Παρά τις επιτυχίες ταινιών με μεγάλη απήχηση, οι μικρές ταινίες δυσκολεύονται να επικοινωνήσουν με τον θεατή;
Ο Ελληνας θεατής ψάχνει να δει ελληνικό σινεμά. Σίγουρα έχουμε δρόμο και σίγουρα θα ευχόμασταν όλοι πιστεύω να υπάρχει περισσότερο μια κουλτούρα γύρω από τον κινηματογράφο. Ένας μεγαλύτερος ενθουσιασμός για το ελληνικό σινεμά, αν θες. Σίγουρα έχουν γίνει θετικά βήματα από το παρελθόν. Θέλουμε τον κόσμο να έρθει να δει ταινίες.
Το ελληνικό σινεμά βρίσκεται αυτήν την περίοδο σε μια αναστάτωση. Η κινητοποίηση του «Ορατότης Μηδέν» που σε βρίσκει; Πόσο αισιόδοξη είσαι ότι τα πράγματα θα ομαλοποιηθούν προς το καλό των δημιουργών και των ταινιών;
Είναι δύσκολο εγχείρημα. Είμαι υπέρ. Είμαι μαζί τους απόλυτα. Ακούγονται φωνές που παλεύουν χρόνια και έχουν αφιερώσει τη ζωή τους, κάνοντας θυσίες, επειδή πιστεύουν ότι η Τέχνη, ο Κινηματογράφος έχει δύναμη και μπορεί να αρθρώσει ουσιαστικό λόγο. ΄Όσοι μιλάνε και παλεύουν έχουν αφιερώσει τη ζωή τους στο σινεμά. Δεν θέλω να μιλήσω για «απέναντι στρατόπεδο», θέλω να πιστεύω πως όλα συμβαίνουν λόγω μιας δυσκαμψίας και του πώς λειτουργούν τα πράγματα γενικά. Και στη δική μου πορεία υπήρξαν άνθρωποι που βοήθησαν, αλλά και σημαντικά εμπόδια. Θέλω να πιστεύω πως θα καταλάβουν. Το σινεμά είναι κάτι που ταξιδεύει, δεν χάνεται ποτέ και αυτό έχει μεγάλη αξία.
Το «Τόσο Κοντά, Τόσο Μακριά» της Αλίκης Δανέζη - Κνούτσεν θα βγει στις ελληνικές αίθουσες την Πέμπτη 24 Ιουλίου, σε διανομή της Tanweer.