Άποψη

10 Χρυσές Αρκούδες που ξεχάστηκαν (άδικα) από το χρόνο!

of 10

Με αφορμή τη Berlinale που τρέχει αυτές τις μέρες, κοιτάμε πίσω σε δέκα από τα κορυφαία βραβεία του Φεστιβάλ Βερολίνου που αξίζει να ανακαλύψετε.

10 Χρυσές Αρκούδες που ξεχάστηκαν (άδικα) από το χρόνο!

Στην 67η διοργάνωσή του φέτος, το φεστιβάλ του Βερολίνου ανήκει σταθερά και διαχρονικά στα τρία κορυφαία ευρωπαϊκά φεστιβάλ, μαζί με τα αντίστοιχα των Καννών και της Βενετίας φυσικά, και το κορυφαίο του βραβείο, η Χρυσή Aρκτος, αποτελεί αξιοζήλευτη τιμή για κάθε ταινία που συμμετέχει στο Επίσημο Διαγωνιστικό πρόγραμμα.

Berlinale 1964 607 O Σίντνεϊ Πουατιέ στο Φεστιβαλ του 1964

Berlinale 1982 607 O Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ κερδίζει τη Χρυσή Αρκτο το 1982

Berlinale 1956 To σινεμά Gloria το 1956

Το 67ο Φεστιβάλ Βερολίνου διεξάγεται φέτος από τις 9 έως και τις 19 Φεβρουαρίου 2017. Το Flix θα βρίσκεται εκεί για να σας μεταφέρει την ατμόσφαιρα μέσα και έξω από τις αίθουσες.

Κι ενώ κάποιες από τις ταινίες που έχουν διακριθεί παραμένουν ακόμα και σήμερα στον κανόνα των σημαντικότερων ταινιών στην ιστορία του κινηματογράφου, όπως οι «Aγριες Φράουλες» του Ινγκμαρ Μπέργκμαν το 1958 και η «Νύχτα» του Μικελάντζελο Αντονιόνι το 1961, και κάποιες άλλες διατηρούν ακόμα και σήμερα την υστεροφημία τους, όπως το «Βερόνικα Φος» του Ραινερ Βέρνερ Φασμπίντερ το 1982 και η «Λεπτή Κόκκινη Γραμμή» του Τέρενς Μάλικ το 1999, εμείς ανατρέξαμε στην ιστορία της Μπερλινάλε κι ανακαλύψαμε δέκα Χρυσές Αρκούδες λησμονημένες από το χρόνο, οι οποίες χρήζουν άμεσης ανακάλυψης κι επανεκτίμησης.

Διαβάστε ακόμη: Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης: Το παρελθόν του διαγωνιστικού τμήματος κρύβει εκπλήξεις

One Summer of Happiness 607

One Summer Of Happiness (Hon dansade en sommar, 1952) του Αρνι Μάτσον

Στη δεύτερη μόλις διοργάνωση της, η Μπερλινάλε φιλοξενεί στο διαγωνιστικό δύο μετέπειτα κλασικές ταινίες, το «Ρασομόν» του Ακίρα Κουροσάουα και το «Ποτάμι» του Ζαν Ρενουάρ, αλλά η Χρυσή Αρκτος (για την οποία τότε και για τα επόμενα τρία χρόνια αποφάσιζε το κοινό και όχι κάποια κριτική επιτροπή) πηγαίνει στο σουηδικό μελόδραμα του Aρνι Μάτσον με θέμα τον καταδικασμένο έρωτα ενός αστού φοιτητή που πηγαίνει να δουλέψει στη φάρμα του θείου του και της κόρης του αυστηρού εφημέριου του χωριού στη διάρκεια ενός καλοκαιριού μέχρι τραγικό τέλος. Το γυμνό στήθος της πρωταγωνίστριας Ούλα Γιάκομπσον προκάλεσε σάλο και σκάνδαλο την εποχή εκείνη, με αποτέλεσμα η προβολή της ταινίας να απαγορευτεί σε αρκετές χώρες, δύο χρόνια πριν το «Καλοκαίρι με τη Μόνικα» του Ινγκμαρ Μπέργκμαν προκαλέσει εκ νέου παρόμοιες αντιδράσεις, σήμερα όμως όλα αυτά μοιάζουν χαριτωμένα παλιομοδίτικά κι αυτό που συγκινεί είναι η φρεσκάδα και η απλότητα της σκηνοθεσίας και του μηνύματος της ανιδιοτελούς ρομαντικής αγάπης, με την φύση να αγκαλιάζει ό,τι οι κοινωνικές συμβάσεις και η προτεσταντική ηθική προσπαθούν να καταπνίξουν.

Invitation to the Dance 607

Invitation To The Dance του Τζιν Κέλι, 1956

Πρώτη χρονιά υπό την αιγίδα της Διεθνούς Ομοσπονδίας της Eνωσης Κινηματογραφικών Παραγωγών και με διεθνή κριτική επιτροπή στο Διαγωνιστικό Πρόγραμμα, η έκτη Μπερλινάλε φιλοξενεί ταινίες των Μάριο Μονιτσέλι, Ζακ Ντεμί, Ρόμπερτ Oλντριτς και Λόρενς Ολίβιε, απονέμει ωστόσο τη Χρυσή Aρκτο στο «Invitation to the Dance», όνειρο ζωής και προσωπικό στοίχημα για το σκηνοθέτη, σεναριογράφο, χορογράφο και πρωταγωνιστή της και θρύλο Τζιν Κέλι, μια ταινία χωρίς διαλόγους και τραγούδια, ένα μιούζικαλ με μοναδικό αφηγηματικό όχημα το χορό, το οποίο η παραγωγός MGM κρατούσε πέντε χρόνια στα αρχείο γιατί φοβόταν την εμπορική αποτυχία του project. Κι αν τελικά οι παραγωγοί δικαιώθηκαν ως προς την εμπορική απήχηση της ταινίας, αφού ήταν η μεγαλύτερη αποτυχία του στούντιο εκείνη τη χρονιά, καλλιτεχνικά παραμένει ακόμα και σήμερα ένα φαντασμαγορικό υπερθέαμα για όποιον λατρεύει το χορό και τα μιούζικαλ (οι υπόλοιποι απλώς ξεχάστε ότι διαβάζετε αυτές τις γραμμές), για το οποίο ο Τζιν Κέλι συνεργάστηκε με μερικά από τα μεγαλύτερα αστέρια του κλασικού μπαλέτου και του μοντέρνου χορού της εποχής.

Dry Summer 607

Dry Summer (Susuz Yaz, 1964) του Μετίν Ερκσάν

Πολύ πιο πριν από τον Φατίχ Ακίν και τον Νουρί Μπιλγκέ Τζεϊλάν, ακόμα κι από τον Γιλμάζ Γκιουνέι, η Τουρκία γνώρισε την πρώτη της μεγάλη φεστιβαλική διάκριση το 1964 με αυτό το πανέμορφο μέσα στην αγριότητά του αγροτικό δράμα του Μετίν Ερκσάν, το οποίο αξιοποιεί στο έπακρο το φυσικό τοπίο της Ανατολίας για να περιγράψει τη διαμάχη δύο αδερφών με το υπόλοιπο χωριό, ότον ο μεγαλύτερος και πιο διαβολικός από αυτούς (ο θρυλικός στην Τουρκία «κακός» Ερόλ Τας, κάτι σαν τον δικό μας Αρτέμη Μάτσα) αποφασίζει να οικοιοποιηθεί το νερό που αναβλύζει από μια φυσική πηγή στο οικογενειακό τους χωράφι, στερώντας το από τους υπόλοιπους αγρότες. Η τραγωδία θα κορυφωθεί, όταν μετά από μια φονική συμπλοκή με τους εξαγριωμένους συγχωριανούς ο μικρότερος αδερφός θα ομολογήσει ψευδώς την ενοχή του για να σώσει τον μεγαλύτερο κι ο τελευταίος θα τερματίσει τη διαβολοσύνη του κλέβοντας τη γυναίκα του αδερφού του. Αυτή η εκτουρκευμένη εκδοχή της βιβλικής παραβολής του Κάιν και του Αβελ εντυπωσιάζει ακόμα και σήμερα με τη λυρική φωτογραφία, τη μουσική του Μάνου Χατζιδάκι και τη σχεδόν ενστικτώδη και αντανακλαστική ως προς τα συναισθήματα των ηρώων χρήση της κάμερας, που φαίνεται πως ενθουσίασαν μέχρι και τον Μάρτιν Σκορσέζε, ο οποίος αποφάσισε να αποκαταστήσει ψηφιακά την ταινία και να την εντάξει στο φιλόδοξο World Cinema Project του.

Le Depart 607

Le Départ του Γέρζι Σκολιμόφσκι, 1968

Στο διαγωνιστικό της Μπερλινάλε του 1968 συμμετείχε ο Νίκος Κούνδουρος με το «Vortex, Το Πρόσωπο της Μέδουσας», ο μεγάλος νικητής όμως ήταν ένας νέος τότε Πολωνός σκηνοθέτης με την πρώτη του εκτός συνόρων ταινία, ο μετέπειτα σπουδαίος δημιουργός της Κραυγής Γέρζι Σκολιμόφσκι. Γυρισμένη στο Βέλγιο και με τον Ζαν Πιερ Λεό στον πρωταγωνιστικό ρόλο, η ταινία είναι σαφώς επηρεασμένη από το κίνημα της nouvelle vague που σάρωνε κι ανέτρεπε τις κινηματογραφικές συμβάσεις της εποχής και με μια αυθάδικη κι αντισυμβατική αφηγηματική χαλαρότητα αφηγείται τις περιπέτειες ενός ανώριμου κουρέα, παθιασμένου με τα αυτοκίνητα και τις γυναίκες που βάζει στόχο να οδηγήσει πάση θυσία μια Πόρσε στον επικείμενο αγώνα αυτοκινήτων και μετέρχεται κάθε νόμιμο ή παράνομο τρόπο για να κάνει το όνειρό του πραγματικότητα. Ενα κατά βάθος παιδί που αρνείται να μεγαλώσει σε μια ταινία που αρνείται να πάρει τον εαυτό της στα σοβαρά και μετατρέπει την αβάσταχτη ελαφρότητα του υλικού στο μεγαλύτερό της πλεονέκτημα, καθώς αδιαφορεί για το οποιοδήποτε κοινωνικό ή πολιτικό υπόβαθρο, αλλά παραμένει προσηλωμένη στην εφηβική ορμή της ερμηνείας του Λεό, ο οποίος μοιάζει μαζί με το σκηνοθέτη να ανακαλύπτει το σινεμά από την αρχή, σαν ένα παιχνίδι του οποίου διαμορφώνει με μια γερή δόση κωλοπαιδισμού τους κανόνες.

The Apprenticeship of Duddy Kravitz 607

The Apprenticeship of Duddy Kravitz του Τεντ Κότσεφ, 1974

Απίστευτο κι όμως αληθινό, αλλά πριν καταλήξει (ή μάλλον καταντήσει) να σκηνοθετεί ταινίες όπως το Ράμπο: Το Πρώτο Αίμα και το Τρελό Γουικέντ στου Μπέρνι, ο Τεντ Κότσεφ είχε βραβευτεί με το πρώτο βραβείο στο Φεστιβάλ του Βερολίνου με μια ταινία για το τίμημα της πάση θυσία επιτυχίας και του περάσματος στην ωριμότητα ενός αεικίνητου κι αδίστακτου στην επίτευξη των στόχων του Καναδοεβραίου νεαρού, ο οποίος θα μεγαλώσει με το μύθο της αυτοδημιούργητης επιτυχίας ως οικογενειακό απωθημένο, θα αλλάζει διαρκώς επαγγέλματα και θα θυσιάσει όλες του τις σχέσεις κι ένα μεγάλο μέρος του εαυτού του για να τα καταφέρει το όνειρό του, να αποκτήσει τη γη γύρω από μια λίμνη. Στον κεντρικό ρόλο, ο Ρίτσαρντ Ντρέιφους στα πρώτα του βήματα δίνει μια θαρραλέα κι εξαιρετική νευρωτική ερμηνεία, ενώ ο μύθος λέει ότι ενώ αρχικά αρνήθηκε, τελικά ήταν τόσο απογοητευμένος από τη δουλειά του σε αυτό το φιλμ, που είπε τελικά το ναι σ΄εκείνη την ταινία που θα ονομαζόταν τα «Σαγόνια του Καρχαρία» από κάποιον Στίβεν Σπίλμπεργκ. Μεγάλη εμπορική και καλλιτεχνική επιτυχία στην εποχή της, η ταινία βρίσκεται ακόμα και σήμερα στις λίστες με τις καλύτερες καναδικές ταινίες όλων των εποχών.

Deprisa Deprisa 607

Deprisa, Deprisa του Κάρλος Σάουρα, 1981

Το 1981 το Βερολίνο σοκάρεται μεν, δίνει το πρώτο βραβείο δε, στον Κάρλος Σάουρα γι’ αυτή την ταινία με θέμα μια τετραμελή συμμορία νεαρών κακοποιών στη Μαδρίτη, που ξοδεύει τα νιάτα της σε ληστείες τραπεζών, ναρκωτικά, ηλεκτρονικά παιχνίδια και ντίσκο, δημιούργημα του μετέωρου βήματος της μετα-Φρανκικής Ισπανίας στη δημοκρατία. Με ερασιτέχνες ηθοποιούς, πολλοί από τους οποίους είχαν ποινικό μητρώο ανάλογο με τους χαρακτήρες που υποδύονταν και επιβεβαιωμένες από τον ίδιο το σκηνοθέτη φήμες για πραγματική χρήση ναρκωτικών στα γυρίσματα, η ταινία κουβαλάει την αυθεντικότητα του περιβάλλοντος από την οποία ξεπήδησε, ενώ σήμερα βλέπεται κυρίως για την ανόθευτη εϊτίλα που αποπνέει κι ως μια ενδιαφέρουσα κοινωνιολογική καταγραφή της νεανικής παραβατικότητας, μακριά από τις σουρεαλιστικές πολιτικές σάτιρες του σκηνοθέτη, για τις οποίες έγινε γνωστός στη δεκαετία του εβδομήντα, και την τριλογία του φλαμένκο που ακολούθησε, πριν ξεπέσει σε πιο γραφικές εθνογραφικές αποτυπώσεις διάφορων χορών του ισπανόφωνου κόσμου.

Wetherby 607

Wetherby του Ντέιβιντ Χέαρ, 1985

Ο Ντέιβιντ Χέαρ, εκτός από φημισμένος θεατρικός συγγραφέας και δύο φορές υποψήφιος για Όσκαρ σεναριογράφος για τις «Ωρες» και το «The Reader», έχει υπάρξει και κινηματογραφικός σκηνοθέτης με μια μικρή φιλμογραφία, κορυφαίο δείγμα της οποίας υπήρξε η πρώτη του ταινία, το «Wetherby», η οποία κέρδισε το 1985 τη Χρυσή Αρκτο εξ ημισείας με το γερμανικό «Die Frau und der Fremde» του Ραίνερ Σιμόν. Βασισμένο σε πρωτότυπο σενάριο του ίδιου του Χέαρ κι έχοντας συνγκετρώσει την αφρόκρεμα της βρετανικής υποκριτικής (Βανέσα Ρεντγκρέιβ, Τζούντι Ντεντς, Ιαν Χολμ, Τομ Γουίλκινσον), το Wetherby διαδραματίζεται στην ομώνυμη πόλη του δυτικού Γιόρκσάιρ και επικεντρώνεται στη ζωή μιας γεροντοκόρης δασκάλας και του κλειστού κοινωνικού της περίγυρου, ο οποίος θα αναστατωθεί όταν κατά τη διάρκεια ενός φιλικού δείπνου στο σπίτι της δασκάλας ένας νεαρός καλεσμένος θα μιλήσει για την αγάπη και την ενοχή και την επόμενη μέρα θα την ξαναεπισκεφτεί και θα αυτοκτονήσει μπροστά της. Τα πάντα θα ανατραπούν, καθώς όχι μόνο θα αποκαλυφθεί πως ο νεαρός ήρθε απρόσκλητος στο δείπνο κι όλοι υπέθεταν πως τον είχε καλέσει κάποιος άλλος, αλλά μυστικά που ήταν κρυμμένα στην αφάνεια θα αναδυθούν μέσα από αλλεπάλληλα flashbacks στο παρελθόν, και οι ζωές όλων θα αλλάξουν. Τα λάθη του παρελθόντος και τα αδιέξοδα του παρόντος διαπλέκονται αριστοτεχνικά μέσα από μια περίτεχνα δομημένη δραματουργία που υπηρετείται άψογα από το υψηλού επιπέδου καστ, με κορυφαία την Ρεντγκρέιβ σε έναν από τους καλύτερους ρόλους της, αλλά και την κόρη της στην πραγματική ζωη, Τζοέλι Ρίτσαρτσον, η οποία υποδύεται την ηρωίδα σε νεαρή ηλικία.

Red Soghrum 607

Red Sorghum (Κόκκινοι Αγροί, 1987) του Ζανγκ Γιμού

Το 1987 ήταν η χρονιά που ο κινηματογραφικός πλανήτης αποθέωνε για πρώτη φορά το ταλέντο και το όραμα ενός νεαρού σκηνοθέτη από την Κίνα, ο οποίος με την πρώτη του κιόλας ταινία κατάφερε να κερδίσει τη Χρυσή Αρκτο. Το όνομά του Ζανγκ Γιμού. Στο σκηνοθετικό του ντεμπούτο και πριν γίνει ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της φημισμένης Πέμπτης Γενιάς Σκηνοθετών της χώρας του με ταινίες όπως το «Σήκωσε τα Κόκκινα Φανάρια» και «Ηρωας», ο Γιμού μετέφερε στη μεγάλη οθόνη το ομότιτλο και ακυκλοφόρητο στη χώρα μας μυθιστόρημα του νομπελίστα συμπατριώτη του Μο Γιαν κι έχρισε για πρώτη φορά πρωταγωνίστρια τη μετέπειτα μούσα του Γκονγκ Λι σε ένα οπτικά μεγαλειώδες ιστορικό της ζωής μιας γυναίκας από τη δεκατία του 20, όταν θα πουληθεί από τους πάμφτωχους γονείς της ως νύφη σε έναν ηλικιωμένο πλούσιο ιδιοκτήτη αποστακτηρίου κρασιού από σόργα, μέχρι τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και την επίθεση των Ιαπώνων στην Κίνα. Με απαράμιλλη διεύθυνση φωτογραφίας και το υποβλητικό φυσικό τοπίο των απέραντων χωραφιών να δεσπόζει στα πλάνα, η ταινία μας συστήνει έναν σκηνοθέτη του οποίου το οπτικό λεξιλόγιο έμελλε να μας καταπλήξει στα χρόνια που ακολούθησαν, ταυτόχρονα όμως καταφέρνει να συνδυάσει την ατόφια συγκίνηση ενός λαϊκού μελοδράματος με την πολιτική παραβολή για την ιστορία και την άνοδο της Κίνας τον πρoηγούμενο αιώνα.

The House of Smiles 607

The House Of Smiles (La Casa Del Sorriso, 1991) του Μάρκο Φερέρι

Στο διαγωνιστικό της Μπερλινάλε του 1991 συμμετέχουν ο Παντελής Βούλγαρης με τις «Hσυχες Μέρες του Αυγούστου» και μια κάποια ταινία με τον τίτλο «Η Σιωπή των Αμνών», αλλά ο πρόεδρος της κριτικής επιτροπής Φόλκερ Σλέντροφ δίνει το μέγαλο βραβείο στον αιώνιο ταραξία των φεστιβάλ και δημιουργό του Μεγάλου Φαγοποτιού Μάρκο Φερέρι, ο οποίος με το «Σπίτι των Χαμόγελων» επιτέθηκε για μια ακόμη φορά στις συμβάσεις τις αστικής τάξης παρουσίασε με τόλμη, καυστικότητα αλλά και ευαισθησία δύο ηλικιωμένων τρόφιμων σε ένα αυστηρό γηροκομείο. Με την πάλαι ποτέ μούσα του Μπέργμαν Ινγκριντ Τούλιν ως προ πολλών ετών βραβευμένο σε καλλιστεία πειρασμό ανάμεσα στους άρρενες τρόφιμους του οίκου ευγηρίας και τον πάλαι ποτέ κοσμοπολίτη καρδικατακτητή και αριστοκράτη Ντάντο Ρουσπόλι ως τον εβδομηνάχρονο εραστή της, η ταινία βγάζει τη γλώσσα σε όσους πιστεύουν ότι η τρίτη ηλικία σημαίνει το θάνατο της σεξουαλικότητας κι απικονίζει δύο ανθρώπους των οποίων το σώμα φθείρεται, αλλά η ψυχή και η διάθεση για έρωτα και συντροφικότητα παραμένουν ακμαίες και αντιστέκονται σε οποιαδήποτε οικογενειακή και κοινωνική καταπίεση.

U Carmen 607

U-Carmen Ekhayelitsha του Μαρκ Ντόρνφορντ-Μέι, 2005

Η Μπερλινάλε έσβηνε 55 κεράκια το 2005 και ανάμεσα στις ταινίες που διαγωνίζονταν για τη Χρυσή Αρκούδα βρίσκονταν μεταξύ άλλων το «The Life Aquatic With Steve Zissou» του Γουές Αντερσον, το προκλητικό «The Wayward Cloud» του Τσάι Μινγκ Λιανγκ και το «The Beat That My Heart Skipped» του Ζακ Οντιάρ, η κριτική επιτροπή όμως, με κάπως αναπάντεχο πρόεδρο τον Ρόλαντ Εμεριχ της φήμης του όχι και τόσο φεστιβαλικού «Independence Day», αποφασίζει να βραβεύσει με την ύψιστη τιμή το σκηνοθετικό ντεμπούτο ενός βρετανού σκηνοθέτη, γυρισμένο στις φτωχογειτονιές της Καγιελίτσα, στα περίχωρα του βιομηχανικού Κέιπ Τάουν και βασισμένο στην Κάρμεν του Μπιζέ, με το λιμπρέτο εξολοκλήρου μεταφρασμένο στη διάλεκτο Xhosa. Το αποτέλεσμα είναι όσο εντυπωσιακό και …οπερατικό πρέπει, μεταφέροντας το θυελλώδες πάθος της αρχετυπικής ηρωίδας σε ένα ολότελα διαφορετικό πολιτισμικό περιβάλλον, τιμώντας όμως στο έπακρο τόσο την πηγή προέλευσης, όσο και την ιδιαιτερότητα του υποβαθμισμένου αστικού τοπίου μιας συνοικίας μαύρων που προσπαθεί να ορθοποδήσει μετά το Απαρτχάιντ, ενώ η Πολίν Μεϊλφέιν στον απαιτητικό κεντρικό ρόλο είναι απλά συγκλονιστική.

Το 67ο Φεστιβάλ Βερολίνου διεξάγεται φέτος από τις 9 έως και τις 19 Φεβρουαρίου 2017. Το Flix θα βρίσκεται εκεί για να σας μεταφέρει την ατμόσφαιρα μέσα και έξω από τις αίθουσες.

Tags: Berlinale