Ενημέρωση

Η φιλμογραφία του Σταύρου Τσιώλη (με δικά του λόγια)

of 10

Από τα χρόνια του Φίνου μέχρι την τριλογία των Γυναικών, αυτές είναι οι δεκατρείς πράξεις του έργου (ζωής) του Σταύρου Τσιώλη.

Η φιλμογραφία του Σταύρου Τσιώλη (με δικά του λόγια)

Η φιλμογραφία του Σταύρου Τσιώλη μετρά δεκατρείς μεγάλου μήκους ταινίες που ξεκινούν από το 1969 και φτάνουν μέχρι το 2018, με αφετηρία τα χρόνια στη Finos Films και φινάλε το τέλος της τριλογίας των Γυναικών. Με αφορμή το κενό που αφήνει πίσω του, ξεφυλλίσαμε το αρχείο μας και παραθέτουμε τα δικά του σχόλια πάνω σε κάθε ταινία ξεχωριστά και το ελληνικό σινεμά γενικά.

Διαβάστε ακόμη: Παρακαλώ γυναίκες (και άντρες), μην κλαίτε για τον Σταύρο Τσιώλη


Ο Μικρός Δραπέτης 607

Ο Μικρός Δραπέτης (1969)

Ενα μικρό αγόρι το σκάει από το αναμορφωτήριο και κρύβεται στο σπίτι μιας κοπελίτσας. Τα παιδιά γίνονται φίλοι. Όταν κατά τύχη θα περάσει από την περιοχή ο περιοδεύων θίασος των γονιών του μικρού, εκείνοι θα τον ανακαλύψουν και θα τον πάρουν μαζί τους.

«Ο Φίνος, για να μου δώσει να κάνω την ταινία, μου ζήτησε πρώτα να γυρίσω ένα δοκιμαστικό. Ήταν η σκηνή που τα παιδιά παντρεύουν τις κούκλες. Το είδε, πείστηκε και μου είπε ΟΚ. Την ίδια σκηνή την έκανα μετά επίσημα στην ταινία. Ο Φίνος όμως ναπογοητεύτηκε και με ρώτησε: ‘Μα τι έγινε εκείνο το παιδικό, το αγνό πράγμα που είχες στο δοκιμαστικό;’ Μα, του λέω, τώρα το ‘σκηνοθέτησα’!». | Περιοδικό Σινεμά, 1998


Πανικός

Πανικός (1969)

Επιστρέφοντας από ένα επαγγελματικό ταξίδι στη Ρόδο, ο Μάρκος (Άγγελος Αντωνόπουλος) μαθαίνει ότι ο άρρωστος γιος του έχει πέσει θύμα απαγωγής. Δέχεται να καταβάλει τα λύτρα που ζητούν οι απαγωγείς, και ο αστυνόμος Μακρίδης (Κώστας Καζάκος) φροντίζει να δοθούν σημαδεμένα χαρτονομίσματα, για να τους εντοπίσουν. Οι απαγωγείς θα παγιδευτούν και θα συγκρουστούν με την αστυνομία. Ο γιος του Μάρκου θα σωθεί, χάρη στον έναν (Νίκος Γαλανός) εκ των απαγωγέων, ο οποίος κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας του μικρού δένεται συναισθηματικά μαζί του.

«Ο κύριος Φιλοποίμην τότε ήθελε έναν σκηνοθέτη που να μπορεί να μεταφέρει τη δράση και τους γρήγορους ρυθμούς του αμερικανικού κινηματογράφου στον ελληνικό… Έβλεπε τα πάντα, ήταν ενημερωμένος. Του άρεσε τότε μια ταινία του Πίτερ Γέιτς, το ‘Μπούλιτ’. Εξαιτίας του ‘Μπούλιτ’ έκανα τον ‘Πανικό’. Είναι τρεις ληστές που απάγουν ένα παιδί. Στο τέλος, ο νεώτερος απαγωγέας σκοτώνεται για να σώσει το παιδί και το παιδί κλαίει στο πτώμα του. Αμερικάνικο, αλλά είχε καλές σκηνές με κυνηγητά αυτοκινήτων. Αυτή η ταινία έφερε νέους στον κινηματογράφο, αλλά ο άλλος κόσμος δεν την είδε κι έκανε στην Αθήνα μόνο 261 χιλιάδες εισιτήρια. Το ίδιο και η ‘Ζούγκλα των Πόλεων’, 247 χιλιάδες. Ήταν αποτυχίες [για την εποχή]. Μια μέρα, ο Γιώργος Καραγιάννης, μετέπειτα παραγωγός και τότε διευθυντής του γραφείου εκμεταλλεύσεως, είπε στον κύριο Φιλοποίμενα: ‘Ξέρετε γιατί δε δουλεύει ο Τσιώλης; Δεν είναι ελληνικές οι ταινίες του. Είναι αμερικάνικες’. Ο κύριος Φιλοποίμενας δε μίλησε καθόλου.» | Μονογραφία «Σταύρος Τσιώλης», σε επιμέλεια Ηλία Κανέλλη και εκδόσεις Αιγόκερως, Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 2006


Ζούγκλα

Η Ζούγκλα των Πόλεων (1970)

Αθήνα, 1964. Ενας αστυνομικός ρεπόρτερ, ο Νίκος Αυγέρης, έχει τη δημοσιογραφική αποστολή να καλύψει ένα ύποπτο αυτοκινητικό δυστύχημα που στοίχισε τη ζωή σ’ έναν ανώτατο κρατικό υπάλληλο. Απ’ την έρευνά του αποκαλύπτεται ότι το θύμα ευθυνόταν για τον οικονομικό έλεγχο ενός μεγάλου οικοδομικού οργανισμού και ότι χρηματιζόταν για να καλύπτει τις παρανομίες της διοίκησής του. Ο εν λόγω οργανισμός είχε καταχραστεί πολλά απ’ τα χρήματα που προορίζονταν για την ανέγερση κατοικιών για άστεγους τραυματίες πολέμου, και τώρα ενοχλείται σφόδρα απ’ τις αποκαλύψεις του Αυγέρη. Αυτός είναι και ο λόγος που προσπαθούν να του κλείσουν το στόμα, αλλά εκείνος δεν πτοείται και συνεχίζει την έρευνα. Ο Αυγέρης φτάνει μέχρι τέλους, αποκαλύπτοντας τα πάντα και ξεκαθαρίζοντας πλήρως μια ακόμα βρόμικη υπόθεση.

«Θυμάμαι τη στενοχώρια της Μαίρης Χρονοπούλου επειδή δεν της έκανα κοντινά πλάνα. Παραπονέθηκε στον Φίνο, ψυχρανθήκαμε και η ψυχρότητα βγήκε και στην ταινία. Εγώ, όμως, τη λάτρευα τη Χρονοπούλου και θέλω σήμερα να της ζητήσω συγγνώμη.» | Περιοδικό Σινεμά, 1998


Κατάχρησις Εξουσίας

Κατάχρησις Εξουσίας (1971)

Ενας αστυνομικός προσπαθεί να ανακαλύψει τον δολοφόνο του αδελφού του που ήταν πιανίστας και μορφινομανής. Ως μέλος του Τμήματος Δίωξης Ναρκωτικών, προσπαθεί να εντοπίσει τον αρχηγό μιας σπείρας εμπόρων ναρκωτικών. Ομως ο ανορθόδοξος τρόπος δράσης του αναστατώνει τους ανωτέρους του. Παρ’ όλα αυτά του επιτρέπουν να συνεχίσει τις έρευνες, επειδή είναι άγνωστος στον υπόκοσμο. Οταν η σπείρα ανακαλύπτει ότι είναι αστυνομικός, τον καθιστούν διά της βίας ναρκομανή, αλλά εκείνος καταφέρνει να αποτοξινωθεί και να συλλάβει τελικά τον εγκέφαλο της σπείρας.

«Το γύρισμα άρχισε με τον Κούρκουλο και τη Λάσκαρη. Στη σκηνή όμως που πέφτουν στα νερά του Πόρτο Λάγος, η Ζωίτσα εμφανίζεται χαρούμενη, μακιγιαρισμένη, με βαμμένες βλεφαρίδες, με υπέροχο φόρεμα, και της λέω, ‘μα, γιατί έγινες τόσο όμορφη αφού θα πέσεις μέσα στα βαλτόνερα’! Τελικά, δεν μπορέσαμε να συνεννοηθούμε κι έτσι την αντικαταστήσαμε με την Μπέτυ Λιβανού, η οποία έπαιξε εκεί τον πρώτο της ρόλο» | Περιοδικό Σινεμά, 1998


Μια τόσο Μακρινή Απουσία

Μια Τόσο Μακρινή Απουσία (1985)

Η Αγγελική, διαμαρτυρόμενη για τον εγκλεισμό της μεγαλύτερης και ατίθασης αδερφής της στο ψυχιατρείο, πηγαίνει και τη βγάζει από εκεί, αντιμετωπίζοντας τη σκληρή πίεση και εχθρότητα της οικογένειάς της και την αδιαφορία των φίλων της.

«Ολες οι σκηνές στις ταινίες μου ξεκινούν από μια ρεαλιστική βάση. Στην εξέλιξή τους, όμως, συνεχώς κατατείνουν προς μια υπέρβαση, ανιχνεύουν τον κόσμο και τον διαπερνούν. Ερευνώ έναν κινηματογράφο δύο διαστάσεων, όπου το βάθος πεδίου παύει να υπάρχει, να σημαίνει… Δεν ψάχνω τη διαλεκτική εξέλιξη της πραγματικότητας, αλλά αυτό που κρύβεται πίσω από το αιώνιο πρόσωπό της» | Τα Νέα, 1985


Σχετικά με τον Βασίλη 607

Σχετικά με το Βασίλη (1986)

Η ιστορία ενός καθηγητή κοινωνιολογίας, ο οποίος εγκαταλείπει την καριέρα του, τη γυναίκα και την κόρη του και απομονώνεται στο παραθαλάσσιο εξοχικό του. Απομακρύνεται από την καθημερινότητα και περιφέρεται στους χειμωνιάτικους δρόμους της Αθήνας, παρατηρώντας τους ανθρώπους γύρω του και αναζητώντας μια γυναίκα-φάντασμα.

«Οχι γιατί πιστεύω στην ιδιωτική πρωτοβουλία, αλλά γιατί πιστεύω ότι πρέπει να κάνουμε κινηματογράφο, όσοι μπορούμε να κάνουμε, έτσι όπως κάνουμε ποίηση, μ’ ένα χαρτί κι ένα μολύβι. Τώρα, αν ο κινηματογράφος χρειάζεται και 20 εκατομμύρια [δραχμές], τι να σου πω… το χαρτί και το μολύβι κάνουν 20 εκατομμύρια. Οποιος τα βρίσκει, το κάνει. Προτιμώ την επιστροφή στην ατομική μου μοναξιά από το να αναγκαστώ να ξαναπεράσω όλη την ταπεινωτική διαδικασία να κριθώ, να ανήκω σε ομάδες, να ανήκω σε κομματικές ομάδες, να ανήκω εκεί, να ανήκω αλλού και να βλέπω ότι οι χρηματοδοτήσεις και τα βραβεία είναι χρηματοδοτήσεις και βραβεία σχέσεων.» | Περιοδικό Οθόνη, 1986


Ακατανίκητοι Εραστές 607

Ακατανίκητοι Εραστές (1988)

Ο δωδεκάχρονος Βασίλης δραπετεύει από το ορφανοτροφείο, περιφέρεται για λίγο στην πρωτεύουσα και ακολούθως παίρνει το τραίνο για την ιδιαίτερη πατρίδα του την Τρίπολη. Καθώς περιπλανιέται στην ορεινή Αρκαδία, συναντά μια κοπέλα που το αυτοκίνητό της έχει πάθει βλάβη. Γίνονται φίλοι και τριγυρνούν μαζί σχεδόν όλο το καλοκαίρι, μέχρις ότου ο Βασίλης επιστρέφει στο σπίτι της γιαγιάς του και βρίσκει ένα ερείπιο, χωρίς κανένα ίχνος ζωής. Η κοπέλα εξαφανίζεται και ο Βασίλης, έρημος και μόνος, τραβάει για την Τρίπολη όπου για να τα βγάλει πέρα κάνει ένα σωρό διαφορετικές δουλειές. Την ημέρα όμως της γιορτής του εγκαταλείπει την πόλη και ξαναπαίρνει το δρόμο για το χωριό του.

«Εγώ κάνω μια προσπάθεια να επανασυνδεθώ, αν θέλεις, με τη ζωή , με τον κόσμο. Γι’ αυτό και κάνω ταινίες. Γιατί υπάρχει από κάτω η βασανιστική ανάγκη της επικοινωνίας. Γι’ αυτό και είμαι τραυματισμένος από το γεγονός ότι δε βρίσκω μια αίθουσα για να παιχθεί η ταινία. Δεν μπορώ να επικοινωνήσω μ’ ένα κοινό. Μπορούσα να κάνω, ας πούμε, εκατοντάδες χιλιάδες εισιτήρια με την ‘Κατάχρηση Εξουσίας’, και να μην πατάει άνθρωπος στις καινούργιες δουλειές. Τώρα που έφθασα 50 χρονών, που είμαι καθαρότερος, τιμιότερος, που προσέγγισα τον κινηματογράφο και τη ζωή μου μ’ έναν πιο έντιμο τρόπο, τώρα έρχεται η ώρα της περιφρόνησης» | Περιοδικό Οθόνη, 1988


Προς το παρόν, προσπαθώ με αληθινή αγωνία να αφομοιωθώ από την αλήθεια. Δε θέλω να είμαι παρατηρητής. Δε θέλω να θεωρητικοποιήσω αυτό που κινείται σαν υπόγειο ένστικτο μέσα μου. Δε θέλω να το φέρω στο φως. Γιατί τότε θα βρω και μια υψηλή τεχνική για να το κατακτήσω. Δεν μπορώ να ξεφύγω από τη μαστοριά που κουβαλάω. Πιστεύω, αντίθετα, ότι πρέπει να ξεχάσω, αν είναι δυνατόν, ο, τι ξέρω. Απεκδύομαι κάθε γνώσης, για να περάσω μεσ’ από έναν κινηματογράφο της αθωότητας. Κι όταν γίνει αυτό, θα έχω μεταλάβει της ουσίας των πραγμάτων. Και τότε μπορεί κάτι να μεταφέρω, ακόμη και μια πρόταση. Αυτό είναι το ζητούμενο» | Ελευθεροτυπία, 1988


Ερωτας στη Χουρμαδιά 607

Ερωτας στη Χουρμαδιά (1990)

Ο Παναγιώτης (Αργύρης Μπακιρτζής) και ο Γιάννης (Λάζαρος Ανδρέου) είναι δύο καλοί φίλοι, αλλά και αντίζηλοι στα ερωτικά. Ο ένας είναι έμπορος, ο άλλος σολίστας βιολιστής, ο ένας ψηλός κι αδύνατος, ο άλλος κοντός και χοντρός, ο ένας αυταρχικός, ο άλλος συγκαταβατικός. Και οι δυο μαζί φτιάχνουν ένα αμίμητο κωμικό ζευγάρι που περιπλανάται στην Πελοπόννησο, αναζητώντας μια χουρμαδιά που θα αποδείξει την ενοχή ή την αθωότητα της συζύγου του ενός κι ενδεχομένως ερωμένης του άλλου. Οδηγός τους είναι μια παλιά φωτογραφία που απεικονίζει τη γυναίκα του Παναγιώτη, τη Μαρία, στην αγκαλιά του Γιάννη, κάτω από μια χουρμαδιά. Ωστόσο, στην περιοχή όπου ψάχνουν δεν υπάρχουν χουρμαδιές...

«Μια ταινία την ξεκινώ… σαν μια μεγάλη αφορμή για να ζήσω με άλλους ανθρώπους, με τους ηθοποιούς, με το συνεργείο. Να χαθώ μέσα στην Πελοπόννησο. Είναι πια αυτό που ζητάει η καρδιά μου. Σαν αυτούς τους πότες που πίνουνε κρασάκι και λένε να πάμε στα Σπάτα, σ’ αυτό το κρασάκι που το’ χει πονέσει η ψυχή μου. Δηλαδή αισθάνθηκα ότι δε θα μπορούσα να γυρίσω μια «αθηναϊκή» ταινία. Και πιο πολύ ένιωθα την ανάγκη μου για επικοινωνία με τους ανθρώπους που μαζί κάνουμε την ταινία. Αυτή η ανάγκη μου είναι που με οδηγεί να γυρίσω ταινίες. Γιατί μέσα εκεί, στις δύσκολες συνθήκες, πραγματοποιούνται και εξελίσσονται οι πιο βαθιές ανθρώπινε σχέσεις. Εγώ πιστεύω ότι η φιλία έχει ένα μεγαλείο όταν δημιουργείται σε συνθήκες πολύ δύσκολες. Τότε παγιώνεται και παραμένει αιώνια. Η βαθιά φιλία δε δημιουργείται στους ανθρώπους που βγαίνουνε και τρώνε μαζί. Εκεί, όλοι είμαστε ευγενικοί και καλοί. Στον κινηματογράφο χρειάζεται μια αυταπάρνηση, μια πίστη όλων των ανθρώπων για το ίδιο αντικείμενο, κι αυτό βαθαίνει τις ανθρώπινες σχέσεις. Oταν, λοιπόν, πάρεις μέσα σου αυτό το κύμα της φιλίας στους τρεις μήνες της συνεργασίας, της επικοινωνίας, σε χορταίνει και μετά δε φοβάσαι τη μοναξιά για άλλον ένα χρόνο.» | Περιοδικό Οθόνη, 1990


Παρακαλώ Γυναίκες μην Κλαίτε 607

Παρακαλώ Γυναίκες, Μην κλαίτε (1992)

Ενα χωριό της Αρκαδίας καλεί ένα «διάσημο» αγιογράφο και τον βοηθό του, τους Θεοφάνη και Θεοδόσιο (Αργύρης Μπακιρτζής και Δημήτρης Βλάχος), να αποκαταστήσουν τις φθαρμένες τοιχογραφίες ενός ιστορικού ναού. Ο Θεοφάνης είναι ερασιτέχνης αστρονόμος και ο Θεοδόσιος ασχολείται με διάφορες κομπίνες. Κοντά τους θα μαθητεύσει, στην υψηλή τέχνη, μια νεαρή κι αγνή κοπέλα (Δώρα Μασκλαβάνου). Ο κόσμος συρρέει στην εκκλησία, προσφωνώντας τους αγίους, εκείνοι όμως στην πραγματικότητα είναι δύο μικροαπατεώνες, οι οποίοι αμπελοφιλο-σοφούν, παρατηρούν με το τηλεσκόπιο τις καμπύλες των γυναικών και διοργανώνουν μια σικέ δημοπρασία. Με την έλευση του χειμώνα, τα θαύματα θα πάρουν τέλος, και κάθε κατεργάρης θα γυρίσει στον πάγκο του.

«Στα γυρίσματα ανακαλύψαμε μια ελευθερία που δεν τη γνωρίζαμε. Πήγαμε κάτω [στην Αρκαδία] με ένα σενάριο κι αυτό αποσυνδέθηκε εντελώς. Όταν ήρθαν οι Γύφτοι, ο βοσκός, ο Ελληνοαμερικάνος, τα γραπτά έπαψαν να υπάρχουν. Βέβαια ακολουθήσαμε μια σεναριακή δομή, αλλά στην ουσία δημιουργήθηκε μια άλλη ιστορία. Μάλιστα πιστεύω πως ο πρόεδρος του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου πρέπει να ταράχτηκε, γιατί είπε: ‘Να, πάλι κάνατε του κεφαλιού σας, εδώ βλέπουμε μια άλλη ταινία από αυτήν που μας καταθέσατε ως σενάριο".» | Περιοδικό Σινεμά, Δεκέμβριος 1992


Ο Χαμένος Θησαυρός του Χουρσίτ Πασά

Ο Χαμένος Θησαυρός του Χουρσίτ Πασά (1995)

Εντεκα κρατούμενοι δραπετεύουν από τις φυλακές του Κορυδαλλού. Μεταξύ αυτών είναι και ο Βασίλης. Κατευθύνονται προς την Αμαλιάδα, τον τόπο καταγωγής του Βασίλη. Ενας από τους κρατούμενος έχει ένα χάρτη ο οποίος οδηγεί στον κρυμμένο θησαυρό του Χουρσίτ Πασά. Οι άνδρες περιπλανιούνται στην Πελοπόννησο και μαζί τους ο θεατής ταξιδεύει σε περιοχές της Ελλάδας ξεχασμένες, γεμάτες μυστήριο και ομορφιά.

«Ναι: η ταινία είναι άτεχνη. Ηθελημένα, βρε παιδιά! ». Λέει η προκριματική επιτροπή: ‘Δεν τήρησες το σενάριο’. Τι σενάριο, βρε παιδιά; Τι προθέσεις; Ο κινηματογράφος είναι άγνωστο πράμα. Μπαίνεις, κι όπου σε βγάλει. Ο κινηματογράφος [σου λέει] έχει κανόνες, ο μαρξισμός έχει κανόνες, το ΠΑΣΟΚ έχει κανόνες. Και που μας βγάλανε αυτοί οι κανόνες; Τώρα μπορεί να έρθει ένας Κινέζος και να του αρέσει η ταινία. Κι αυτοί είναι μέσα στις πλημμύρες, στους τυφώνες, χάνονται. Έτσι είναι εδώ, γίνεται χαμός. Ο, τι βγει. Μα εδώ είναι ένας πόνος η ταινία, που βγαίνει… για τον Βακαλόπουλο… Είναι μια αδέσποτη ταινία αυτή. Θέλετε να σας πω ότι μετάνιωσα που την έκανα; Είναι πιο γυμνή από την πραγματικότητα. Πότε θα πιάσουμε αυτή την πραγματικότητα; Ε, στην επόμενη ταινία πάντα» | Πρώτο Πλάνο, Νοέμβριος 1995


Ας Περιμένουν Οι Γυναίκες 607

Ας Περιμένουν οι Γυναίκες (1998)

Τέλη Ιουλίου, καιρός για διακοπές. Ο Πάνος κι ο Μιχάλης είναι μπατζανάκηδες και μικροβιοτέχνες από τη Θεσσαλονίκη. Ξεκινούν κεφάτοι για τη Θάσο, όπου βρίσκονται ήδη οι οικογένειές τους. Στο ύψος της λίμνης Βόλβης, η φευγαλέα γνωριμία με μια νεαρή ντιζέζ καθυστερεί το ταξίδι τους. Ο Πάνος που έχει τσιμπηθεί σφόδρα μαζί της επιχειρεί να αυτοκτονήσει και ο Μιχάλης αναγκάζεται να κατασκηνώσει δίπλα στη λίμνη. Ο Αντώνης, ο τρίτος μπατζανάκης, που ανησυχεί για την καθυστέρησή τους, έρχεται να διαπιστώσει τι συνέβη και ερωτεύεται με τη σειρά του τη μια από τις νοσοκόμες που κουράρουν τον Πάνο. Ξεχνάει τα πάντα και πηγαίνει μαζί της στο καζίνο όπου κερδίζει στη ρουλέτα. Η σχέση του με την κοπέλα δεν οδηγεί φυσικά πουθενά. Ο Αντώνης ξανασυναντά τον Πάνο και τον Μιχάλη, και όλοι μαζί ξεκινούν με νέα ορμή για τη Θάσο αλλά την τελευταία στιγμή αποφασίζουν να κάνουν μία ακόμα στάση σ’ ένα ξενοδοχείο. Αφού οι γυναίκες τους μπορούν να περιμένουν, αυτοί μπορεί και να μην φτάσουν κοντά τους ποτέ…

«Με μεθάει ο δρόμος. Ξέρετε… δεν είχα ταλέντο μεγάλου οδηγού. Πλησίασα το ράλι, γιατί με γοήτευε η ιδέα που είχα για τους μεγάλους οδηγούς που φλερτάρουν με τον κίνδυνο. Στο παλιό μου αυτό χόμπι ανακάλυψα αυτή τη γραμμή του δρόμου όπου ξαφνικά χάνεις την αίσθηση της πραγματικότητας και περνάς σε μιαν άλλη διάσταση που στην καθημερινή εμπειρία ποτέ δε θα βιώσεις. Κι όλα αυτά, τόσο κοντά στον θάνατο… Αν λίγο ξεφύγεις απ’ αυτή τη γραμμή, σε περιμένει ο θάνατος. Ισως, βέβαια, και μια ευχάριστη έκπληξη… Γεύτηκα αυτό το συναίσθημα, αλλά με τρόμαξε κιόλας. Με κέρδισε πάλι η ζωή. Ή η ζωή στο δρόμο, αν θέλετε. Μ’ αρέσει να γυρίζω ταινίες για το δρόμο…» | Πρώτο Πλάνο, Νομέβριος 1998


Φτάσαμεε

Φτάσαμεε! (2004)

Είναι Αύγουστος και το περίφημο νυχτερινό κέντρο του Μίμη «The River» στη Λιβαδειά χρειάζεται ορχήστρα μιας και στους Δελφούς ξεκίνησε ήδη το Μεγάλο Συνέδριο Ελληνοαμερικανών Ομογενών. Από τα χαράματα αρχίζουν να καταφτάνουν μουσικά συγκροτήματα απ' όλη την Ελλάδα για να πάρουν τη δουλειά!

«Μού έφυγε από τα χέρια… Ισως γιατί η ταινία αυτή δεν έγινε στην ώρα της, ίσως γιατί η ζωή άλλαξε από το 1994 που θα την κάναμε με τον Βακαλόπουλο κι εγώ δεν το πήρα είδηση, ίσως οι συνθήκες της παραγωγής, ίσως που μπήκα πια στα χρόνια.» | Μονογραφία «Σταύρος Τσιώλης», σε επιμέλεια Ηλία Κανέλλη και εκδόσεις Αιγόκερως, Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 2006


Γυναίκες που περάσατε από δω 607

Γυναίκες που Περάσατε από Δω (2019)

Δύο άνδρες αναλαμβάνουν μια παράξενη υποχρέωση: να φυλάξουν τσίλιες έξω από ένα παλιό σπίτι Αθηναϊκής συνοικίας, στο οποίο γίνονται παράνομες εργασίες ώστε να προστεθεί ένα δωμάτιο. Μπροστά από τους δυο στωικούς ήρωες, θα περάσουν διαφορετικές προσωπικότητες, που κοντοστέκονται και κουβαλάνε μαζί τους αφηγήσεις. Ισως να περάσουν πολεοδόμοι από μπροστά τους που παριστάνουν τους αθώους διαβάτες για να συλλάβουν τους παρανομούντες. Ίσως να περάσουν φαντάσματα γυναικών που άφησαν πληγές και ανεκπλήρωτες υποσχέσεις. Ίσως περάσουν θραύσματα μιας αληθινής ζωής με τη μορφή ονείρου. Το πεπρωμένο των ηρώων που λιάζονται στις καρέκλες τους έχει τα δικά του σχέδια, ενώ ταυτόχρονα η πολεοδομία καραδοκεί...

«Δεν είναι σίκουελ, ούτε μοιάζει με το «Ας περιμένουν οι γυναίκες». Εχει γίνει, όμως, με αγάπη και σεβασμό. Είναι ένα... ακίνητο ρόουντ μούβι, που δεν το κάναμε για να παραστήσουμε τους έξυπνους, αλλά για να πούμε μια αλήθεια. Ενα ρόουντ μούβι πάνω στις ανθρώπινες ψυχές. Στα κανονικά ρόουντ μούβι περνάμε από τη φύση. Εδώ, περνάμε από ανθρώπινες ψυχές. Κυρίως γυναικείες...» | Εφημερίδα των Συντακτων, 2018


«Ο ελληνικός κινηματογράφος δεν πρέπει να εξαρτά την ύπαρξή του από κανέναν φορέα. Πρέπει να την απαιτεί από τον ίδιο του τον εαυτό, και ο εαυτός του είναι οι θεατές του. Eρχεται η ώρα να ξαναθέσει ένα πολύ παλιό, αλλά και εντελώς νέο αίτημα: να ξαναζητήσει τη χαμένη επικοινωνία του με τoν θεατή του, να εξαρτήσει την ύπαρξή του από αυτή την επικοινωνία και μόνο. Να αλλάξει νοοτροπία, που είναι νοοτροπία εξάρτησης και φέρνει ακόμα και την αδιαφορία για την τύχη του προϊόντος της δουλειάς του και της τέχνης του.» | Περιοδικό ΑΝΤΙ, 1987


Θυμηθείτε τη μεγάλη συνέντευξη του Σταύρου Τσιώλη στο Flix: Ο Σταύρος Τσιώλης αρχίζει πάντα γύρισμα τις Κυριακές