Αν παίζαμε κινέζικα πορτρέτα, αν ήταν Ευρωπαία, θα ήταν η Ανιες Βαρντά. Αλλά είναι απόλυτα νεοϋορκέζα και μια πολύ ωραία, ατμοσφαιρική γυναίκα.
Η Σάρα Ντράιβερ ήταν αρχικά η γυναίκα πίσω από τον Τζιμ Τζάρμους - εκτός από σύντομους ρόλους στις ταινίες του, έχει υπογράψει και την παραγωγή σε πολλές από αυτές, όπως στο ντεμπούτο του, το «Διακοπές Διαρκείας», αλλά και το «Πέρα από τον Παράδεισο – μέχρι να κάνει τα δικά της καλλιτεχνικά βήματα.
Η 55χρονη, πια, δημιουργός, αρχικά σπούδασε αρχαιολογία, ολοκληρώνοντας μάλιστα το τελευταίο έτος των σπουδών της στην Ελλάδα, πριν στραφεί στον κινηματογράφο. Στο πλαίσιο του αφιερώματος που την έγινε από το 52ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, η Σάρα Ντρέιβερ μίλησε στο Flix για την άποψή της για το διαφορετικό στην τέχνη και στη ζωή.
Βλέπετε τον εαυτό σας ως έναν αβάν γκαρντ καλλιτέχνη; Θεωρείτε ότι υπάρχει αβάν γκαρντ σήμερα και πού την εντοπίζετε;
Ημουν πρόσφατα σ’ ένα πάνελ στο Λίνκολν Σέντερ για την αβάν γκαρντ και μιλούσα για το πώς η αβάν γκαρντ δεν υπάρχει πια. Στη σκέψη μου έρχεται ο Κοκτό και το «Αίμα του Ποιητή», ο Μαρσέλ Ντισάν, η αβάν γκαρντ μου φαίνεται ότι αναφέρεται μόνο στο παρελθόν. Μου αρέσει αυτό που είχε πει ο Στάνλεϊ Μπράκατζ, ότι προτιμά τον όρο «ποιητικό σινεμά», παρά αβάν γκαρντ. Οπως βλέπω τον εαυτό μου, όχι από κάποια ιδιαίτερη φιλοδοξία, αλλά από τη φύση μου, συνειδητοποιώ ότι ζωγραφίζω έξω απ’ τις γραμμές. Βρίσκομαι κάπου στον κόσμο και ζωγραφίζω έξω απ’τις γραμμές. Ισως είναι γενετικό το θέμα! Ισως το DNA μου αρνείται τα περιγράμματα!
Ησαστε ένας από τους ανθρώπους που έφεραν στο προσκήνιο το ανεξάρτητο αμερικανικό σινεμά. Πώς βλέπετε σήμερα την αλλαγή στο προφίλ του;
Ενα από τα μεγάλα προβλήματα είναι ότι όταν ήταν Πρόεδρος ο Ρόναλντ Ρίγκαν, κατήργησε το νόμο που υπαργόρευε ότι οι διανομείς δεν μπορούσαν να έχουν και κινηματογραφικές αίθουσες στην ιδιοκτησία τους. Υπήρχαν περισσότεροι κινηματογράφοι παλιά, αλλά επιπλέον ενδιαφέρονταν περισσότερο για το τι θα δείξουν στο κοινό. Οταν βγήκε το «Πέρα απ’ τον Παράδεισο» έβλεπες αιθουσάρχες να παρακολουθούν φεστιβάλ και να διαλέγουν μία μία τις ταινίες που ήθελαν να δείξουν στο κοινό που γνώριζαν ότι πηγαίνει στην αίθουσά τους. Αυτό άλλαξε πολύ τα πράγματα. Και μετά τα στούντιο ήθελαν να εκμεταλλευτούν αυτόν τον ανεξάρτητο κόσμο γιατί συνειδητοποιήσαν ότι θα μπορούσαν να βγάλουν χρήματα, μετά στα ‘90ς ανακατεύτηκαν και τραπεζίτες και δικηγόροι και μετά όλοι ήθελαν να βρουν τη μαγική συνταγή για το πώς να κάνεις πολλά λεφτά, βάζοντας λίγα χρήματα σε μια ταινία. Αλλά για να γίνει αυτό, έπρεπε να έχεις μία διασημότητα στο καστ σου. Αν έψαχνες για 500.000 δολάρια έπρεπε να έχεις ένα πρωτοκλασάτο όνομα. Εγώ αυτό το βρίσκω πολύ παράξενο και σκέφτομαι ταινίες που προκάλεσαν μεγάλη αίσθηση, σαν τον «Παράδεισο», όπου κανείς δεν ήξερε τους ηθοποιούς και ενθουσιάζονταν που έβλεπαν νέα πρόσωπα. Το ίδιο ισχύει και με άλλες ταινίες που βλέπω, χαίρομαι να βλέπω κάποιον που δεν ξέρω, μια φρεσκάδα. Υπάρχει ακόμα ανεξάρτητη σκηνή, αλλά αν δεν επιλέξει τις ταινίες μία mini-major, μάλλον δε θα τις δει κανείς ποτέ. Εχω ένα αστείο παράδειγμα, κάποιος μου είπε, Σάρα, πρέπει να δεις μια ταινία που λέγεται «The Pleasure of Being Robbed», ανήκει στο κίνημα Red Bucket Films (μια πρωτοβουλία νεοϋορκέζων καλλιτεχνών, ταγμένων στην αποτύπωση της ομορφιάς της καθημερινότητας). Είδα το dvd, μου φάνηκε ότι είχε μια υπέροχη ενέργεια, είχε και κάποια ελαττώματα αλλά με αξιολάτρευτο τρόπο, όπως όλοι οι νεαροί σκηνοθέτες θα έπρεπε να έχουν ελαττώματα γιατί μαθαίνουν, οι ταινίες είναι μια διαδικασία μάθησης, ο Κουροσάβα έλεγε ότι ακόμα μάθαινε, όταν ήταν 85. Και μετά πήγα στο βίντεο κλαμπ μου κι ήταν εκεί η πρωταγωνίστρια από αυτήν την ταινία! Αυτό το βρήκα εκπληκτικό!
Ποιο είναι το χαρακτηριστικό που κάνει ένα project να προσελκύσει το ενδιαφέρον σας;
Ξεκίνησα αρκετά projects, τα προχώρησα και μετά κατέρρευσαν, λόγω έλλειψης πόρων, η διαδρομή μου ήταν δύσκολη. Εγραψα ένα σενάριο, το «Gone With the Mind» και μπορώ να δω στο μυαλό μου ολόκληρη την ταινία, ως σύνολο. Αν μπορώ να το κάνω αυτό, ξέρω ότι θα μπορέσω να το σκηνοθετήσω. Αν νιώθω ότι δε μου μιλάει, ξέρω ότι δεν είναι δικό μου και δεν μπορώ να το κάνω. Είναι σαν αυτήν την ανθολογία παραμυθιών, με την οποία ασχολούμαι τώρα, τα «Παραμύθια της Μεταμόρφωσης» («Metamorphosis Tales»). Η ιδέα γεννήθηκε αμέσως μετά την 11/9, ήταν από τις τρομακτικότερες εμπειρίες της ζωής μου, νόμιζα ότι δε θα ξαναγελάσω ποτέ. Ακουσα τα αεροπλάνα να πέφτουν, με ξύπνησαν κι ανέβηκα στην ταράτσα κι είχα και κυάλια, μακάρι να μην είχα τελικά. Μου ήρθε η ιδέα, δε θα ήταν ωραίο αν τα παιδιά, που θα μεγαλώσουν και θα γίνουν στρατιώτες, να δουν λαϊκά παραμύθια από άλλες χώρες, άλλους πολιτισμούς και να δουν ότι ήμαστε όλοι άνθρωποι, όλοι ξεπηδάμε από τη λαϊκή μας παράδοση, τη μυθολογία μας. Και μετά, όταν ήμουν στο Κούστεντορφ, το Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Εμίρ Κουστουρίτσα, διάβασα ένα υπέροχο παραμύθι και καθόμουν στο πίσω κάθισμα ενός αυτοκινήτου με την Μαρζάν (Σατραπί), γιατί ήμαστε μαζί στην Κριτική Επιτροπή. Ηταν 5 το πρωί, νύσταζα τρομερά και μετά μου ήρθε στο μυαλό ολόκληρο αυτό το σενάριο. Η ιδέα του να βρω παραμύθια μεταμόρφωσης απ’ όλον τον κόσμο και διαφορετικοί σκηνοθέτες, από διαφορετικά μέρη του κόσμου, να τα σκηνοθετήσουν, για παιδιά και για ενήλικες. Και καθώς έψαχνα τις ιστορίες, έπρεπε να μου μιλήσουν για να μπορέσω να γράψω το σενάριο. Φαντάζομαι ότι είναι το ίδιο όταν είσαι συνθέτης και δεν ξέρεις από πού έρχεται η μουσική που ακούς στο μυαλό σου. Κάτι συμβάινει και ξαφνικά αρχίζει να σου μιλά.
Οι ταινίες σας δίνουν τεράστια σημασία στη μουσική. Πώς την αντιμετωπίζετε, στο σινεμά και στη ζωή σας;
Δίνω τρομερά μεγάλη σημασία στον ήχο της κάθε ταινίας μου. Και στη ζωή μου το ίδιο, να, κρατάω τσάντα «All Tomorrow’s Parties», I’m still going to rockn’roll... Λατρεύω τη μουσική και το πού μπορεί να σε στείλει. Μπορείς να έχεις μια ζωή γεμάτη φαντασία, ακούγοντας μουσική που σε συγκινεί. Και ακόμα και στο «You Are Not I», κράτησα το μεγαλύτερο μέρος του μπάτζετ για το μιξάζ και τον ήχο. Πάντα μου άρεσε η ιδέα τα ηχητικά εφέ να μπλέκονται μέσα στη μουσική, το ένα να αντηχεί το άλλο, ώστε ακόμα και καμιά φορά να μην ξεχωρίζεις τι είναι μουσική και τι ηχητικό εφέ. Οταν δίδασκα στο NYU, έλεγα στους φοιτητές μου, αν αφαιρέσεις τη μουσική από μια ταινία του Χίτσκοκ, δε μένει τίποτα. Η μουσική είναι ένας εκπληκτικός τρόπος να δημιουργήσεις ατμόσφαιρα, ένταση.
Γνωρίζετε την Ελλάδα καλά, έχετε ζήσει εδώ και την επισκέπτεστε συχνά. Γνωρίζετε τη δουλειά των νέων Ελλήνων δημιουργών; Παρατηρείτε αλλαγές που σχετίζονται με την κακή οικονομική κατάσταση της χώρας;
Δυστυχώς πρέπει να πω ότι δεν έχω δει πρόσφατες ελληνικές ταινίες, αλλά οργανώθηκα τώρα που είμαι εδώ και θα δω όσες μπορώ. Οπωσδήποτε ένιωσα την απόγνωση με το τι συμβαίνει στην Ελλάδα. Εχουμε το ίδιο πρόβλημα, κατά κάποιον τρόπο, και στην Αμερική – τα παιδιά τελειώνουν το Πανεπιστήμιο και δε βρίσκουν δουλειές, υπάρχει τεράστια απόσταση από τους άπορους στους ανθρώπους της υψηλής τάξης, η μεσαία τάξη έχει εξαφανιστεί. Οπότε νομίζω ότι η Ελλάδα έιναι ένας μικρόκοσμος αυτού που συμβαίνει στη δική μου χώρα. Είμαι ενθουσιασμένη με την αντίδραση που οργανώνεται αυτόν τον καιρό στη Γουόλ Στριτ, γιατί οι νέοι ήταν παθητικοί και πρέπει να ξυπνήσουν. Ισως αυτή η αντίδραση μπορέσει να προσφέρει ένα δώρο στο μέλλον των ανθρώπων.
Φωτογραφία: Βασίλης Βερβερίδης, Motionteam