Ο Ντον Χαν ήταν ο παραγωγός της ταινίας «Η Πεντάμορφη και το Τέρας», της πρώτης ταινίας κινουμένων σχεδίων που τιμήθηκε με Οσκαρ Καλύτερη Ταινίας. Το αμέσως επόμενο φιλμ του, «Ο Βασιλιάς των Λιονταριών», έσπασε κάθε προηγούμενο εισπρακτικό ρεκόρ κι έγινε η πιο εμπορική ταινία κινουμένων σχεδίων στην ιστορία της Disney. Ηταν συμπαραγωγός στο «Ποιος Παγίδεψε τον Ρότζερ Ράμπιτ», την «Παναγία των Παρισίων» και το «Earth». Αυτήν την εποχή δουλεύει στη stop motion μεταφορά του «Frankenweenie» του Τιμ Μπάρτον.
Με την ευκαιρία της τρισδιάστατης βερσιόν του «The Lion King», ο Ντον Χαν μας μίλησε για τις αναμνήσεις του από μια αντισυμβατική ταινία που έγινε θρύλος και για το πώς θα εξελιχθεί το animation στον κινηματογράφο.
Διαβάστε τη συνέντευξη και δείτε στο παρακάτω βίντεο την επανασύνδεση του Ντον Χαν με τους animators που δημιούργησαν τον «Βασιλιά των Λιονταριών».
Πώς ξεκινήσατε ν’ ασχολείστε με το κινούμενο σχέδιο; Σπουδάσατε μουσική. Υπάρχει κάτι κοινό μεταξύ των δύο;
Σπούδασα μουσική στο Πανεπιστήμιο κι έπαιζα και κρουστά. Μετά, όταν πήγα στην Disney, κατάλαβα γρήγορα ότι τα κινούμενα σχέδια κι η μουσική προχωρούν χέρι-χέρι. Το σχήμα μιας ταινίας κινουμένων σχεδίων είναι σα μια συμφωνία, με δυνατά, ήπια, γρήγορα και αργά κομμάτια κι ένα μεγάλο φινάλε. Ολα αυτά κούμπωσαν εύκολα στο μυαλό μου κι από τότε δε σταμάτησα να κάνω ταινίες.
Πώς ξεκινήσατε, αρχικά, ν’ ασχολείστε με το «Ο Βασιλιάς των Λιονταριών»;
Είχα μόλις τελειώσει το «Beauty and the Beast» και ο διευθυντής του animation, ο Πίτερ Σνάιντερ, μου ζήτησε να ρίξω μια ματιά σ’ ένα project που λεγόταν «King of the Jungle». Ηταν μια ιδέα του Τόμας Σουμάχερ, που όμως είχε μόλις προβιβαστεί και η ταινία χρειαζόταν παραγωγό. Στην αρχή η ιδέα μου προκαλούσε μεγάλο άγχος. Η ιστορία θύμιζε σκονισμένο φυσιολατρικό ντοκιμαντέρ. Κλειστήκαμε σ’ ένα δωμάτιο με τους σκηνοθέτες, Ρομπ Μίνκοφ και Ρότζερ Αλερς, μαζί και με την επικεφαλής των σεναρίων, την Μπράντα Τσάπμαν, την πρώτη γυναίκα που πήρε αυτή τη θέση στην Disney, τους σκηνοθέτες του «Beauty and the Beast», Κερκ Γουάιζ και Γκάρι Τράουσντεϊλ και τον κομίστα Κρις Σάντερς, που σκηνοθέτησε πέρσι το «How to Train Your Dragon». Κλειδώσαμε την πόρτα και ολοκληρώσαμε το σενάριο. Γεμίσαμε ένα σωρό μπλοκ ζωγραφικής και σημειωματάρια, καταναλώσαμε τεράστες ποσότητες πίτσας και μέχρι να βγούμε, δυο μέρες αργότερα, είχαμε φτιάξει την ιστορία. Μετά απ’ αυτό δεν άλλαξε και πολύ. Αλλάξαμε τον τίτλο, τον κάναμε «Ο Βασιλιάς των Λιονταριών» και τα υπόλοιπα είναι γνωστά.
Εάν κάνατε για πρώτη φορά τον «Βασιλιά των Λιονταριών» τώρα κι όχι πριν 17 χρόνια, θα ήταν μια διαφορετική ταινία; Θα σας βοηθούσε η τεχνολογία να πραγματοποιήσετε ιδέες που ίσως τότε δεν μπορούσατε;
Η τεχνολογία έχει προοδεύσει τρομερά από την εποχή που κάναμε τον «Βασιλιά των Λιονταριών» το 1994, οπότε αναμφίβολα θα είχαμε προσεγγίσει την ταινία διαφορετικά. Δεν πιστεύω όμως ότι αυτό θα επηρέαζε την ιστορία, παρά μόνο την εκτέλεση της ταινίας. Δεν είμαι καν σίγουρος ότι θα χρησιμοποιούσαμε computer graphics. Η Αφρική είναι ένας τόσο πλατύς καμβάς χρωμάτων και άγριων ζώων που το να ζωγραφίζεις το τοπίο και τους ήρωες έμοιαζε πάντα καταλληλότερο.
Πώς νιώσατε όταν είδατε ολοκληρωμένη την τρισδιάστατη βερσιόν του «Βασιλιά των Λιονταριών»;
Είχα δει την ταινία χιλιάδες φορές όλα αυτά τα χρόνια. Κάθησα μαζί με τους σκηνοθέτες, τον Ρομπ Μίνκοφ και τον Ρότζερ Αλερς και εκπλαγήκαμε κι οι τρεις με το πόσο μεγαλύτερη δύναμη είχε αποκτήσει. Ο ένας λόγος είναι η εικόνα και ότι, φυσικά, ο θεατής εμπλέκεται περισσότερο με το 3D κι ο άλλος είναι το καινούριο μιξάζ που κάναμε ειδικά γι’ αυτήν τη βερσιόν. Διαχέει τον ήχο γύρω σου, είναι μια απίστευτη εμπειρία, ακόμα και για τους δημιουργούς της ταινίας.
Πότε σκεφτήκατε για πρώτη φορά να κάνετε τον «Βασιλιά των Λιονταριών» σε 3D;
Πριν από περίπου πέντε χρόνια, όταν κάναμε το «Chicken Little», την πρώτη τρισδιάστατη ταινία της Disney. Επειτα πειραματιστήκαμε με τον «Χριστουγεννιάτικο Εφιάλτη», για να δούμε αν μπορούσαμε να δώσουμε νέα διάσταση σε μια vintage ταινία. «Ο Βασιλιάς των Λιονταριών» ακολούθησε αυτό το πείραμα. Ηταν μεγαλύτερη πρόκληση να «ζωντανέψεις» επίπεδα σχέδια αλλά το αποτέλεσμα είναι απίθανο.
Τι σημαίνει για σας «Ο Βασιλιάς των Λιονταριών» 17 χρόνια αργότερα;
Τα κινούμενα σχέδια έχουν μια διαχρονική ποιότητα. Οπότε, όταν βλέπω την ταινία τώρα, μοιάζει σα να έγινε μόλις χθες. Το μεγαλύτερο κέρδος από τη δημιουργία της ήταν το τι συνέβη όταν βάλαμε 400 άτομα σε μια αποθήκη για δυο χρόνια. Τι συνεργασία! Η τέχνη τους εξακολουθεί να με καταπλήσσει, κι έχουμε κρατήσει ακόμα επαφή, μερικοί έγιναν φίλοι ζωής. Μπορώ άφοβα να πω ότι μια ταινία σαν τον «Βασιλιά των Λιονταριών» σου τυχαίνει μια φορά στη ζωή σου και σ’ επηρεάζει με τρόπους που δεν μπορείς καν να φανταστείς.
Είχατε προβλέψει την επιτυχία του «Βασιλιά των Λιονταριών»;
Ειλικρινά, όχι. Είναι η ιστορία ενός μικρού λιονταριού που κατηγορείται για φόνο, βασίζεται ελαφρώς στον Αμλετ, εκτυλίσσεται στην Αφρική κι έχει μουσική του Ελτον Τζον. Δε θα το έλεγες εγγυημένη συνταγή επιτυχίας! Πραγματικά στην αρχή δεν μπορούσα να πείσω κανέναν να δουλέψει στην ταινία, για κάποιους μήνες. Αλλά όσοι τελικά συντέλεσαν στη δημιουργία της, ήθελαν με πάθος να κάνουν έξω από τα συνηθισμένα κι αυτό πραγματικά έκανε όλη τη διαφορά.
Τι προβλήματα αντιμετωπίσατε πριν βγει ο «Βασιλιάς των Λιονταριών» στις αίθουσες το 1994, μια και, όπως λέγεται, το στούντιο πίστευε περισσότερο στην «Ποκαχόντας» που σχεδιαζόταν παράλληλα;
Στην αρχή δυσκολεύτηκα πολύ να βρω ανθρώπους να δουλέψουν στο «Βασιλιά των Λιονταριών». Στο στούντιο θεωρούσαν την ταινία β’ διαλογής, ενώ την «Ποκαχόντας» α’. Αυτή είχε μια λογική, γιατί η «Ποκαχόντας» ήταν μια ταινία στο στιλ των μιούζικαλ του Μπρόντγουεϊ, ακριβώς όπως η «Μικρή Γοργόνα», ο «Αλαντίν» ή «Η Πεντάμορφη και το Τέρας» που είχαν κάνει τόσο μεγάλες επιτυχίες. Κανείς δεν ήθελε να δουλέψει σε μια ταινία που, κοροϊδευτικά, την αποκαλούσαν «Ο Μπάμπι στην Αφρική»! Εν τέλει συγκεντρώσαμε μια ομάδα animators που αναζητούσαν την ευκαιρία να κάνουν κάτι έξω από τα συνηθισμένα. Ανέκαθεν ελπίζαμε ότι η ταινία θα έκανε αξιοπρεπή εισιτήρια, αλλά προσπαθούσαμε να με σκεφτόμαστε τέτοια πράγματα και να δουλεύουμε συγκεντρωμένοι μέχρι την τελευταία στιγμή. Το πρώτο Σαββατοκύριακο που βγήκε ο «Βασιλιάς των Λιονταριών» στις αίθουσες δημιουργούνταν ουρές γύρω από το τετράγωνο και τότε ήταν η πρώτη στιγμή που συνειδητοποίησα ότι με την ταινία συνέβαινε κάτι πολύ μεγαλύτερο απ’ ό,τι είχαμε προβλέψει.
Τι μπορεί να περιμένει ο θεατής από την εικόνα και τον ήχο της νέας βερσιόν της ταινίας;
Ο Τέρι Πότερ που είχε κάνει το μιξάζ στην πρωτότυπη ταινία έκανε κάτι μαγικό για την τρισδιάστατη εκδοχή της. Πήρε όλα τα αρχικά στοιχεία του ήχου και τα επεξεργάστηκε έτσι ώστε να νομίζεις ότι πετούν έξω από την οθόνη. Δεν ξέρω πώς το έκανε, αλλά το αποτέλεσμα είναι πρωτοφανές, σα να βλέπεις την ταινία από μια θέση μέσα στην ορχήστρα του Χανς Ζίμερ. Οταν τελειώσαμε την ταινία, την είχαμε αποθηκεύσει ψηφιακά, οπότε χρησιμοποιήσαμε αυτά τα ίδια αρχεία ως αφετηρία για την τρισδιάστατη βερσιόν. Το αποτέλεσμα είναι ολοκάθαρο. Η χρωματική παλέτα διατηρήθηκε ακριβώς όπως την είχαν σχεδιάσει οι δημιουργοί όταν κάναμε την πρώτη ταινία.
Η έκδοση σε Blu-ray θα περιλαμβάνει και υλικά από τη διαδικασία μεταβολής της ταινίας σε 3D;
Ενα από τα extras της νέας έκδοσης θα είναι μια σειρά από γκάφες που κανείς δεν έχει δει ποτέ. Επιστρέψαμε στις αρχικές ηχογραφήσεις και βρήκαμε τις πιο αστείες λήψεις κι όλα τα λάθη απ’ όταν έκανε σπικάζ ο Τζέιμς Ερλ Τζόουνς, ή ο Τζέρεμι Αϊρονς ή οποιοσδήποτε άλλος. Μετά φώναξα τους αρχικούς animators και σχεδίασαν πάνω στον ήχο τους ήρωες να χάνουν τα λόγια τους ή να κάνουν βλακείες. Είναι πραγματικά πολύ αστείο. Επιπλέον, υπάρχουν πολλές πληροφορίες για τη δημιουργία της ταινίας και την πρόκληση του να ξεκινάς με κάτι δισδιάστατο και να το κάνεις τρισδιάστατο.
Δεν έχετε κάνει ταινία κινουμένων σχεδίων εδώ και μια δεκαετία. Ποιος ο λόγος αυτής της απουσίας;
Οπως σε όλους τους καλλιτέχνες, μ’ αρέσει η αλλαγή. Δούλευα περισσότερο σε ταινίες live action και, συγκεκριμένα, σε ταινίες της Disneynature, όπως το «Earth», το «Oceans» και το «African Cats» (φαίνεται ότι μ’ αρέσουν τα λιοντάρια, τι να πω...). Ο Γουολτ Ντίσνεϊ ήταν ένα ίνδαλμα για μένα κι όταν μεγάλωσε, μετακινήθηκε από τα κινούμενα σχέδια στα θεματικά πάρκα, την τηλεόραση, το live action και τις ταινίες για τη φύση. Ισως ακολουθώ τα βήματά του. Αλλά εξακολουθώ ν’ ασχολούμαι με το κινούμενο σχέδιο. Οταν το έχεις στο αίμα σου, είναι δύσκολο να σταματήσεις.
Ησαστε ο παραγωγός ταινιών όπως «Η Πεντάμορφη και το Τέρας», ή «Η Παναγία των Παρισίων», κλασικών παραμυθιών δηλαδή. Θεωρείτε ότι αυτή η αίσθηση του παραμυθιού λείπει από τα σύγχρονα κινούμενα σχέδια;
Νομίζω ότι το παραμύθι ζει και βασιλεύει, απλώς με άλλη μορφή. Ο «Χάρι Πότερ» έχει τους μύθους και τα θαύματα του κλασικού παραμυθιού, αλλά σε λίγο διαφορετική συσκευασία. Και νομίζω ότι η επόμενη ταινία της Pixar, το «Brave», θα εκπλήξει πολύ κόσμο με την πρωτότυπη κι απίστευτη ιστορία της. Πάντα θα υπάρχει χώρος για την κλασική αφήγηση μιας παλιάς ιστορίας. Ο Τιμ Μπάρτον το απέδειξε αυτό με την «Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων».
Πηγαίνετε ποτέ στο αρχείο της Disney για να δείτε τα παλιά σκίτσα; Εχοντας δουλέψει τόσα χρόνια για το στούντιο, πώς είναι η σχέση σας μαζί του;
Πηγαίνω στο αρχείο όσο πιο συχνά μπορώ. Υπάρχουν εκατομμύρια σχέδια εκεί κάτω, θα μπορούσες να τα χαζεύεις όλη σου τη ζωή και πάλι να μην τα δεις όλα. Αλλά είναι συγκλονιστική εμπειρία να κρατάς μια ζωγραφιά από το «Μπάμπι» ή το «Ντάμπο» στα χέρια σου. Αυτές είναι οι ταινίες που με επηρέασαν όταν μεγάλωνα και ποτέ δε θα τις βαρεθώ. Οταν δουλεύεις για μια εταιρεία τόσα χρόνια, πάντα υπάρχουν στοιχεία που δε σ’ ενθουσιάζουν, ή με τα οποία διαφωνείς, αλλά εξακολουθώ ν’ αγαπώ τους ανθρώπους και το πνεύμα αυτού του μέρους. Κανένα άλλο στούντιο δε συνδυάζει όλη αυτήν την παράδοση με την επιθυμία να σπάσει νέα σύνορα στην τεχνολογία και την αφήγηση. Είναι το ιδανικό μέρος για κάθε δημιουργικό μυαλό.
Πιστεύετε ότι το παραδοσιακό κινούμενο σχέδιο θα συνεχίσει να υπάρχει ως εναλλακτική;
Είναι προφανές ότι το computer animation επικρατεί κατά πολύ, εδώ και χρόνια. Ωστόσο, πιστεύω ότι τα χειροποίητα κινούμενα σχέδια έχουν επίσης ένα σταθερό μέλλον, όπως και τα κινούμενα σχέδια οποιασδήποτε άλλης τεχνικής. Ο Τιμ Μπάρτον σκηνοθετεί το «Frankenweenie» σε stop motion. Οι ταινίες του Μιγιαζάκι είναι αριστουργήματα, ζωγραφισμένα με μολύβι και χαρτί. Το ζήτημα είναι πόσο ψυχαγωγεί η ταινία το κοινό, ανεξάρτητα απ’ το αν είναι φτιαγμένη με κούκλες, μολύβια ή pixels.
Ποιες θεωρείτε ότι είναι οι διαφορές ανάμεσα στο live action και το animation, ως προς την ιστορία και τον τρόπο αφήγησης;
Νομίζω ότι το animation δίνει στο δημιουργό μεγαλύτερη ελευθερία να πει και να κάνει πράγματα που στο live action μπορεί να έμοιαζαν σαχλά. Μια και το animation είναι ούτως ή άλλως μια καρικατούρα της ζωής, μπορείς να διακωμωδήσεις το διάλογο, ή να αντικαταστήσεις το διάλογο μ’ ένα τραγούδι για να πεις την ιστορία. Κάτι τέτοιο είναι πολύ δύσκολο να το κάνεις σε μια ταινία με ηθοποιούς, χωρίς να μοιάζει ρετρό ή γελοίο. Μπορείς ακόμα να ταξιδέψεις τους θεατές σε κόσμους τους φαντασίας, που δε θα λειτουργούσαν εξίσου σε μια ταινία live action. Μπορείς να βάλεις έναν παππού κι ένα προσκοπάκι σ’ ένα ιπτάμενο σπίτι και να τους στείλεις στη Λατινική Αμερική και σε μια live action ταινία, αλλά δεν μπορώ να φανταστώ πώς θα μπορούσε να ειπωθεί το «Up» με τέτοια ένταση και στιλ, όπως στην ταινία της Pixar. Κάποιες ιστορίες έχουν ανάγκη τη φαντασία που μόνο το animation μπορεί να προσφέρει.
Το 3D από μόνο του θα είναι ικανό να κρατήσει το ενδιαφέρον των θεατών στην αίθουσα;
Οχι, με τίποτα. Ο κόσμος δεν πληρώνει εισιτήριο για να δει μια τεχνική. Η ιστορία και οι ήρωες είναι που θα χτίσουν μια απολαυστική ταινία, όπως κι αν είναι φτιαγμένη.
Πόσο δημιουργική είναι η δουλειά του παραγωγού σε μια ταινία animation;
Στην αρχή συγκροτεί την ομάδα, συλλέγει τους καλύτερους καλλιτέχνες, σκηνοθέτες, σεναριογράφους και τους αναθέτει την ταινία. Είναι λιγότερο το αφεντικό και περισσότερο υπηρέτης της διαδικασίας, όπως ο προπονητής μιας ομάδας ποδοσφαίρου: συγκεντρώνει τους καλύτερους παίκτες, τους προπονεί όσο γίνεται περισσότερο, τους προσφέρει την ωραιότερη μουσική και τους αφήνει να παίξουν. Οι ήρωές μου όταν ήμουν μικρός ήταν δημιουργικοί παραγωγοί, σαν τον Τζιμ Χένσον και τον Γουολτ Ντίσνεϊ. Είναι η καλύτερη δουλειά στον κόσμο.
Πώς βλέπετε το μέλλον των κινουμένων σχεδίων;
Αυτήν την περίοδο το animation αναπτύσσεται πολύ δυναμικά, είναι η εποχή του. Οχι μόνο έχουν αυξηθεί τα στούντιο που παρουσιάζουν εκπληκτικές δουλειές, αλλά βλέπουμε καταπληκτικές ταινίες animation από διεθνείς σκηνοθέτες, όπως το «The Illusionist» του Σιλβέν Σομέ, ή όλες τις ταινίες του Μιγιαζάκι.Ακόμα κι ο Πίτερ Τζάκσον ή ο Στίβεν Σπίλμπεργκ χρησιμοποιούν animation για να πουν τις ιστορίες του και, στην πραγματικότητα, όλες οι μεγάλες live action ταινίες που παίζονται αυτόν τον καιρό στις αίθουσες, από τον «Χάρι Πότερ» μέχρι τους «Transformers», είναι γεμάτες animation.
Ποιο πιστεύετε ότι είναι το σημαντικότερο στοιχείο σε μια πετυχημένη ταινία animation;
Σενάριο, σενάριο, σενάριο. Το εισιτήριο του σινεμά είναι ακριβό πια και υπάρχουν εξαιρετικές επιλογές για το κοινό, οπότε το θέμα είναι να χρησιμοποιήσεις το animation για να δημιουργήσεις ένα νέο κόσμο και να μεταφέρεις τους θεατές εκεί, λέγοντάς τους μια ιστορία που δεν έχουν ξανακούσει. Το αγαπημένο μου παράδειγμα είναι ο «Ρατατούης». Ποιος θα έκανε ποτέ μια ταινία για μια κουζίνα με ποντίκια; Είναι η χειρότερη ιδέα που θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς, εκτός από αυτήν μ’ έναν 70χρονο έντρα που πετάει με το σπίτι του κι ένα προσκοπάκι στη Λατινική Αμερική. Αλλη μια τραγική ιδέα. Αλλά και ο «Ρατατούης» και το «Up» είναι υπέροχες, μαγικές ιστορίες που αξιοποίησαν στο μέγιστο το κινούμενο σχέδιο. Συγκλονιστικές δουλειές κι ένα τέλειο παράδειγμα του τι είναι το πιο σημαντικό σε μια ταινία: η ιστορία της.
Ποια είναι η αγαπημένη σας ταινία της Disney;
Ο «Πίτερ Παν», έχει τα πάντα: πειρατές, παιδιά που μπορούν να πετάξουν, γοργόνες, κροκόδειλους, Λονδίνο και την Τίνκερ Μπελ!