Με μόνο 15 σχέδια ταινιών να επιλέγονται ετησίως στο τμήμα «L'Atelier» του προγράμματος «Cinefondation» του Φεστιβάλ Καννών, το οποίο ξεκίνησε τις εργασίες του το 2005 με σκοπό να υποστηρίζει και να προωθεί την ανάπτυξη ταινιών από όλον τον κόσμο, μοιάζει μάλλον με θαύμα που ανάμεσα στις φετινές επιλογές του βρίσκεται το «Luton» του Μιχάλη Κωνσταντάτου. Οχι τυχαία, ωστόσο, αφού η προϋπηρεσία του σκηνοθέτη στη μικρού μήκους έχει στεφθεί ήδη με επιτυχία στο εξωτερικό με πιο πρόσφατη αυτή του «Δύο Φορές Τώρα» του 2007 που συμμετείχε σε περισσότερα από 20 διεθνή φεστιβάλ, απέσπασε το πρώτο βραβείο στο Film ifestival της Στοκχόλμης και στο Portable Film Festival της Αυστραλίας και επιλέχθηκε για προβολή στο Short Film Corner του Φεστιβάλ Καννών το 2008. Κάνοντας ένα διάλειμμα από τις πρόβες της καινούργιας παράστασης της ομάδας του «blind spot» με τίτλο «Parklife» που ξεκινάει παραστάσεις στις 2 Μαίου στο Ιδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης, o Μιχάλης Κωνσταντάτος μιλάει στο Flix για όσα τον οδήγησαν μέχρι το «Luton».
Ακούγοντας κάποιος τον τίτλο της πρώτης σου ταινίας μεγάλου μήκους «Luton» δεν μπορεί παρά να φανταστεί το ομώνυμο αεροδρόμιο του Λονδίνου. Τι είναι για σένα οι ταινίες: τόπος αναχώρησης ή τόπος άφιξης;Οπως και τα ίδια τα αεροδρόμια, οι ταινίες είναι και τα δύο. Οταν ξεκινάς να κάνεις μια ταινία αναχωρείς από έναν κόσμο για να φτάσεις σ' έναν άλλον και αυτό είναι μια συναρπαστική διαδικασία. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Είναι κι ένας χώρος αναμονής και προσμονής. Επίσης, όπως και στα αεροδρόμια πολλές φορές δεν ξέρεις αν οι άνθρωποι που βρίσκονται εκεί φεύγουν, έρχονται ή περιμένουν, έτσι και στις ταινίες τα πράγματα ποτέ δεν είναι σίγουρα. Σ' ένα αεροδρόμιο νιώθεις οικεία με την παρουσία των άλλων ενώ είναι άγνωστοι. Είναι το ταξίδι που ενώνει τους ανθρώπους, όπως ακριβώς και σε μια ταινία.
Πώς θα περιέγραφες το «Luton» σ' ένα φίλο σου;«Είναι μια ταινία που μιλάει για τον δυτικό άνθρωπο, για όλους εμάς, για τα πράγματα που μας ενοχλούν, την ψευδαίσθηση της κανονικότητας, την ύποπτα «αθώα» καθημερινότητα, για τις παράξενες συμπεριφορές που δεν εξηγούνται, για τη βία της ακινησίας και τη βία που ακινητοποιεί. Ενα σχόλιο πάνω στις δομές στις οποίες βολεύεται ο δυτικός άνθρωπος. Μπορεί να σ’ αρέσει, να σε ξενίσει, να σε τσαντίσει ή να την αγαπήσεις. Είναι μια ταινία που την πιστεύω και θέλω να την κάνω πολύ. Μπορείς να βρεις χρήματα;».
Πώς θα περιέγραφες το «Luton» σε ένα παραγωγό;Θα την περιέγραφα με τον ίδιο τρόπο, εξάλλου «οι παραγωγοί είναι φίλοι μας»! Οχι;
Πώς νιώθεις για την επιλογή του «Luton» από το πρόγραμμα «L'Atelier» του τμήματος «Cinefondation» του Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών;Νιώθω φυσικά χαρούμενος, καταρχήν γιατί αυτό θα βοηθήσει στην υλοποίηση της ταινίας και συγχρόνως γιατί φαίνεται πως το project «Luton» μπορεί και ταξιδεύει, επικοινωνεί και αναπνέει. Παρόμοια πιστεύω ότι νιώθουν και ο Στέλιος Λυκουρέσης, με τον οποίο γράψαμε μαζί το σενάριο και έκανε όλη αυτή τη διαδικασία πιο ευχάριστη και επιπρόσθετα δημιουργική μέσα από τις συναντήσεις μας σε μπαρ, σπίτια, e-mails και sms, καθώς και ο παραγωγός μου Γιώργος Τσούργιαννης που από την αρχή κινεί με σοβαρότητα, πολύ δουλειά και προσεκτικά βήματα την παραγωγή του project στο εξωτερικό.
Πόσο σημαντικά θεωρείς τα προγράμματα ανάπτυξης σεναρίου και τα προγράμματα συμπαραγωγής για την πορεία μιας ταινίας;Η υλοποίηση μιας ταινίας δεν είναι σε καμιά περίπτωση μια εύκολη υπόθεση. Ειδικά σε αυτήν την εποχή. Τα προγράμματα αυτά διευκολύνουν ίσως λίγο, με την έννοια ότι αυξάνουν τις πιθανότητες χρηματοδότησης. Το πιο σημαντικό βέβαια όμως είναι ότι μέσα από αυτά αναγκάζεσαι να έρχεσαι συνέχεια σε διάλογο με το υλικό σου, καταλαβαίνεις τις αδυναμίες του, τα ατού του και αποκτάς μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και σιγουριά σε σχέση με το αποτέλεσμα που φαντάζεσαι.
Τι κάνει μια ταινία διεθνή;Το θέμα της και η διάθεσή της να είναι εξωστρεφής και αληθινή. Πιστεύω ότι υπάρχει η διάθεση ανταλλαγής κι ότι οι άνθρωποι σε όλες τις χώρες του κόσμου νοιάζονται ο ένας για την αλήθεια του άλλου. Και φυσικά να είναι μια καλοφτιαγμένη ταινία.
Ως πρωτάρης στην μεγάλου μήκους, νιώθεις τον ηλεκτρισμό γύρω από το άνοιγμα του ελληνικού σινεμά σε ένα διεθνές κοινό; Ποιοι είναι οι τρόποι που θα κάνουν τη «μόδα» του ελληνικού σινεμά να έχει διάρκεια;Ναι, υπάρχει κάπως αυτός ο ηλεκτρισμός, νομίζω όλοι έχουμε τη διάθεση να επικοινωνήσουμε έξω από τα σύνορα και αυτή η διάθεση σίγουρα βοήθησε. Είναι γεγονός επίσης ότι γίνονται καλές ταινίες τα τελευταία χρόνια. Στο να γίνει βέβαια το ελληνικό σινεμά «μόδα» συντέλεσε και η δύσκολη οικονομικοκοινωνική κατάσταση που βιώνουμε στη χώρα. Γίναμε «της μόδας!», το κουτσομπολιό στις χρηματαγορές και η ευκαιρία κάποιων να πλουτίσουν ακόμα περισσότερο. Αλλά μιας και είμαστε στη μόδα – και δεν είναι και κακό αυτό - πρέπει να το εκμεταλλευτούμε, να αποκτήσουμε διάρκεια, να διατηρήσουμε την ορμή. Πάντα αυτό δεν ήταν η αχίλλειος πτέρνα των ελληνικών προσπαθειών; Μια δυνατή φλόγα στην αρχή που ύστερα σβήνει... και μένουμε να κοιτάμε τον καπνό που ανεβαίνει ηττημένος και να διηγούμαστε σε φίλους και συγγενείς τι ωραία που ήταν όταν την είδαμε που άναβει! Να καταλάβουμε ότι τα πράγματα θέλουν συνέπεια και επιμονή, να συγκεντρωθεί ο καθένας στη δουλειά του.
Πώς θα περιέγραφες τη διαφορά ανάμεσα στην μικρού και την μεγάλου μήκους ταινία;Η μικρού μήκους «ανοίγει» την όρεξη...
Εχεις δουλέψει στην τηλεόραση, έχεις σκηνοθετήσει θεατρικές παραστάσεις, έχεις στη φιλμογραφία σου βραβευμένες ταινίες μικρού μήκους. Ποιο είναι το σημαντικότερο πράγμα που έχεις μάθει μέχρι σήμερα από τη θητεία σου στην σκηνοθεσία;Να προσπαθώ κόντρα στις συνθήκες. Αυτό σημαίνει ότι σχεδόν ποτέ δεν είναι ευνοϊκές. Ζούμε σε μια χώρα όπου το υπουργείο Πολιτισμού είναι μαζί με το Τουρισμού και όχι με το Παιδείας. Αυτό λέει πολλά για όλους μας. Και όχι, αυτό δεν είναι γκρίνια, είναι γεγονός.
Κάποτε είχες ταξιδέψει στο Λονδίνο με μοναδικό σκοπό να γνωρίσεις τον Μάικ Φίγκις εντυπωσιασμένος από το «TimeCode». Αν μπορούσες τώρα να φύγεις για να συναντήσεις ένα σκηνοθέτη και να του μιλήσεις για μια ταινία του ποιος θα ήταν αυτός;Αυτό συνέβη πριν αρκετά χρόνια και ο λόγος δεν ήταν γιατί πίστευα ότι το «TimeCode» είναι μια σπουδαία ταινία αλλά γιατί έβλεπα ότι ο σκηνοθέτης της έκανε αυτό που πίστευε - και με επιτυχία - ακολουθώντας μόνο το ένστικτο του, το ρυθμό που νιώθει μέσα του και τον κινεί. Είναι ωραίο να βλέπεις σκηνοθέτες να εμπιστεύονται το ένστικτο τους. Η σκηνοθεσία μιας ταινίας δεν είναι συνταγή και όταν αντιμετωπίζεται έτσι ασφυκτιά και το φωνάζει. Αν το έκανα σήμερα – και για να μην τρέχω μόνο για μια ταινία! - ο σκηνοθέτης που θα συναντούσα συνολικά για το έργο του θα ήταν ο Μίκαελ Χάνεκε. Με αφορούν τα θέματα που προσεγγίζει, με συγκινεί ο ρυθμός στις ταινίες του, η συνέπεια και η σοβαρότητα του.
Ποιό είναι το αγαπημένο σου αεροδρόμιο στον κόσμο;Εχω μια αδυναμία στο Luton, με κάνει να νιώθω περίεργα και αυτό μ’ αρέσει.
[Περισσότερα για τον Μιχάλη Κωνσταντάτο και το «Luton» στο blog του σκηνοθέτη https://michaliskonstantatos.wordpress.com]