Συνέντευξη

Μια (τελευταία;) συνέντευξη με τον Κεν Λόουτς: «Είναι μεγάλο προνόμιο να κάνεις ταινίες, τουλάχιστον με τον τρόπο που τις κάναμε εμείς.»

of 10

Μόνο αλήθειες, από ένα σοφό σκηνοθέτη που αποχαιρετά το σινεμά.

Μια (τελευταία;) συνέντευξη με τον Κεν Λόουτς: «Είναι μεγάλο προνόμιο να κάνεις ταινίες, τουλάχιστον με τον τρόπο που τις κάναμε εμείς.»

Η συζήτηση με τον Κεν Λόουτς, με αφορμή την «Τελευταία Παμπ» που προβάλλεται στις αίθουσες από την Πέμπτη, 7 Δεκεμβρίου, από τη Feelgood, είναι, κάθε φορά, αποκαλυπτική. Γιατί ο αμετανόητος ιδεαλιστής του ευρωπαϊκού σινεμά, παραμένει και ιδεαλιστής και προσγειωμένος. Γιατί παρ' όσες ταινίες του λατρέψαμε κι όσες όχι, είναι πάντα ένας πανέξυπνος, έμπειρος, γλυκός άνθρωπος. Γιατί έχει βρετανικό χιούμορ και ευρωπαϊκή συνείδηση. Γιατί αυτή τη φορά, με ιδιαίτερο πραγματισμό, εξηγεί γιατί η «Τελευταία Παμπ» θα είναι και η τελευταία του ταινία.

Η κουβέντα μας ξεκίνησε πολιτικά, συνεχίστηκε κινηματογραφικά, ανθρωπιστικά, συγκινητικά, αλλά τελείωσε... διασκεδαστικά:

-Δεν με ρωτήσατε για τα Μάρμαρα.
-Δεν ήθελα πολύ να σας ρωτήσω για τα Μάρμαρα. Θα θέλατε να μιλήσετε για τα Μάρμαρα;
-Οχι, δεν θα ήθελα καθόλου. Τι να πω; Οτι δεν μπορείς να κρατάς κάτι που κλάπηκε την εποχή της βρετανικής αποικιοκρατίας; Φυσικά πρέπει να πάρετε τα Μάρμαρα πίσω. Αλλά ευχαριστώ που δεν με ρωτήσατε.

Αλλά ας το πιάσουμε από την αρχή.


the old oak «Η Τελευταία Παμπ»

Μια ερώτηση πριν μιλήσουμε για την ταινία - σας είχα ξανασυναντήσει λίγα χρόνια παλιότερα, το 2016 για το «Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ» κι ήσασταν ιδιαίτερα αισιόδοξος για την πορεία της Αριστεράς, στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Δεν πήγε και τόσο καλά αυτό. Πώς νιώθετε σήμερα;

Νομίζω ότι υπήρξε μια θλίψη στους ανθρώπους που υποστήριξαν εκείνη την κυβέρνηση, όταν αποδέχτηκε τους όρους της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Ο λαός της Ελλάδας μίλησε αλλά η φωνή του δεν ακούστηκε, δε μεταφράστηκε στις πράξεις της κυβέρνησης. Γνωρίζω τον Γιάνη Βαρουφάκη πολλά χρόνια, τρέφω μεγάλο σεβασμό γι’ αυτόν και τον ακούω προσεκτικά. Νομίζω ότι έχει διαγνώσει σωστά το μεγάλο πολιτικό κενό στην ευρωπαϊκή αριστερά, ειδικά σήμερα που μας απειλεί πλήθος καταστροφών. Πόλεμοι, αυξανόμενη φτώχια και ανισότητα, έλλειψη ασφάλειας στην εργασία, εξαφάνιση των κρατικών παροχών και, φυσικά, η κλιματική καταστροφή στην οποία ήδη βρισκόμαστε μέσα. Εάν ποτέ χρειαζόμαστε μια συλλογική κίνηση όλης της ανθρωπότητας για να λύσουμε αυτά τα προβλήματα είναι τώρα. Κι όμως όσο πιο επικίνδυνη γίνεται η χρονική στιγμή, τόσο πιο θηριώδεις γίνεται η άρχουσα τάξη, το σύστημα κι επιτίθεται στην αριστερά. Καθώς πλησιάζουμε στην άκρη του βράχου, η ζημιά που εξακολουθεί να κάνει η δεξιά είναι απίστευτη. Θα σας πω δυο πράγματα στα γρήγορα. Το ένα που χρειαζόμαστε είναι ισχυρός Ο.Η.Ε. που να λειτουργεί με πλειοψηφία και να δρα οργανωμένα για την προστασία των ανθρώπων. Κι όμως υπονομεύεται διαρκώς κι αυτό το βλέπουμε στην τεράστια τραγωδία στη Γάζα, στη σφαγή των Παλαιστινίων, μετά, φυσικά, τη φρικαλεότητα της 7ης Οκτωβρίου, δεν θα το αποσιωπήσω καθόλου αυτό, αλλά είναι ανάγκη να γίνει παύση πυρός. Αυτή η έκκληση έγινε στον Ο.Η.Ε. και τώρα μαθαίνουμε ότι η δική μου χώρα, το Ηνωμένο Βασίλειο και οι Η.Π.Α. θ’ ασκήσουν βέτο. Και βλέπουμε μωρά και οικογένειες να σκοτώνονται, πώς μπορούμε να το επιτρέπουμε αυτό; Και, εξίσου, η στιγμή στο συνέδριο για την κλιματική κρίση στη Σαουδική Αραβία, όπου μάθαμε ότι ο Πρόεδρος του συνεδρίου προσπαθούσε να κλείσει συμφωνίες πώλησης πετρελαίου στους συμμετέχοντες, σε μια συνάντηση που είχε σκοπό τη μείωση χρήσης πετρελαίου. Είναι μια καρικατούρα του οπορτουνισμού, τη στιγμή που η Γη απειλείται και μοιάζουμε ανίκανοι να το σταματήσουμε.

Αναγνωρίσαμε ότι αυτή ήταν η πραγματικότητα, δεν την εφηύραμε. Υπήρχε όντως μια ελπίδα για αλληλεγγύη – κι η αλληλεγγύη μας δίνει δύναμη, η δύναμη σιγουριά, η σιγουριά σημαίνει ότι μπορούμε να χτίσουμε ένα μέλλον, είναι το οικοδομικό υλικό κάθε πολιτικού κινήματος.»

Γιατί τοποθετήσατε την «Τελευταία Παμπ» στη Βορειοανατολική Αγγλία, ποια είναι η ιδιαίτερη σημασία αυτής της περιοχής και γιατί, μαζί με τον Πολ Λάβερτι, αποφασίσατε να μιλήσετε τώρα για τη (μη) ενσωμάτωση των προσφύγων στην Αγγλία;

Κάναμε ήδη δυο ταινίες σ’ αυτή την περιοχή, που έχει ιδιαίτερη σημασία, η Βορειοανατολική Αγγλία, είναι ένα μέρος που υπέστη την κατάρρευση των παλιών βιομηχανιών, χάλυβα, ανθρακωρυχεία, κατασκευή πλοίων, όλα χάθηκαν και οι κοινότητες των εργατών εγκαταλείφθηκαν. Εκλεισαν τα μαγαζιά, τα σχολεία, οι εκκλησίες, οι βιβλιοθήκες και οι άνθρωποι έμειναν να νιώθουν θυμό και πικρία κι ούτε οι Συντηρητικοί ούτε οι Σοσιαλδημοκράτες έκαναν κάτι γι’ αυτό. Θέλαμε να πούμε την ιστορία τους. Ο Πολ Λάβερτι, τόσα χρόνια συνεργάτης, φίλος, σύντροφος, έμαθε ότι τοποθετούνταν περισσότεροι Σύροι πρόσφυγες σ’ αυτή την απελπιστικά φτωχή περιοχή απ’ ό,τι οπουδήποτε αλλού στη χώρα και σκεφτήκαμε ότι, καθώς φτάνουν οι πρόσφυγες, χωρίς τίποτα, αυτό θ’ αποκαλύψει τι συμβαίνει στις κοινότητες των ανθρακωρύχων. Αυτό το θυμό που μεταλλάσσεται σε ξενοφοβία, «δεν σας θέλουμε εδώ», και σε ρατσισμό, ή στο αντίθετο, στην αλληλεγγύη της παλιάς κοινότητας των ανθρακωρύχων που βλέπουν ότι όλοι είναι άνθρωποι σε ανάγκη. Ποια από τις δυο τάσεις θα νικήσει; Ταυτόχρονα βλέπουμε την κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι πρόσφυγες, που έχουν βιώσει το τραύμα του πολέμου, έχουν χάσει οικογένειες, οι άνδρες έχουν βασανιστεί, απίστευτες ιστορίες και φτάνουν σε μια ξένη χώρα όπου δεν μιλούν καν τη γλώσσα – πώς θα μπορούσαν αυτές οι δυο κοινότητες να ζήσουν μαζί; Αυτή την ιστορία θελήσαμε ν’ αφηγηθούμε, με την ελπίδα ότι θα ρίξει φως στο πώς είναι σήμερα ο κόσμος μας.

the old oak Στην πρεμιέρα της «Τελευταίας Παμπ» στο φετινό Φεστιβάλ Καννών

Στην «Τελευταία Παμπ» σχολιάζετε, διακριτικά, ότι οι λιγότερο προνομιούχοι, οι άνθρωποι που αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες, είναι πολύ πιο επιθετικοί απέναντι στους ξένους. Ισχύει αυτό;

Ναι, γιατί οι άνθρωποι αυτοί ξεκινούν από μια αλήθεια. Οντως εγκαταλείφθηκαν από το κράτος. Οντως αγόρασαν τα σπίτια τους όταν η περιοχή τους ήταν ανθηρή και τώρα τα σπίτια αξίζουν σχεδόν τίποτα – αυτός είναι κι ο λόγος που τοποθετούνται εκεί οι πρόσφυγες, επειδή είναι πάμφθηνα. Αλλά οι άνθρωποι που ζουν εκεί δεν μπορούν να μετακομίσουν γιατί αυτή είναι η μοναδική περιουσία τους. Εχουν μόνο μια παμπ, ένα μέρος όπου κάθονται όλοι μαζί και συζητάνε. Οπότε και στην ταινία, η ιδέα ότι ακόμα κι αυτό θ’ αλλάξει και δεν θα είναι το δικό τους μέρος, τους θυμώνει και φυσικά μπορείς να το κατανοήσεις, θέλουν το σπίτι τους, το γνώριμο, το οικείο. Η οργή τους προέρχεται από τη γνώση ότι τους κορόιδεψαν. Αλλά στην ιστορία του εργατικού κινήματος, τα ξέρετε, βαδίσαμε ενάντια στο σύστημα, πιστέψαμε στο ότι η ενότητα είναι δύναμη, άρα όλες αυτές οι αντιθέσεις αυτή τη στιγμή μοιάζουν πραγματικά σημαντικές.

the old oak Στα γυρίσματα της «Τελευταίας Παμπ»

Κι όμως η ταινία καταλήγει μ' έναν οπτιμισμό - νιώθετε αισιόδοξος για την Αγγλία, την Ευρώπη και την ανθρώπινη κατάσταση γενικά;

Η ταινία τελειώνει οπτιμιστικά γιατί πιστεύω ότι αυτοί είμαστε, τελικά, στ’ αλήθεια. Είμαστε καλοί γείτονες. Αν κάποιος στο δρόμο σου έχει ένα πρόβλημα, θα τρέξεις να τον βοηθήσεις, στην αληθινή ζωή. Επειτα η ταινία εκτυλίσσεται το 2016, όταν πρωτοήρθαν οι πρόσφυγες και τότε ήταν που ξέσπασε η μεγάλη εχθρότητα και, σταδιακά, οι άνθρωποι βρήκαν μεταξύ τους κοινά στοιχεία. Εμείς κάναμε την έρευνά μας το 2020, κυρίως ο Πολ Λάβερτι αλλά κι εγώ μαζί και νιώσαμε ότι είχαν προκύψει σύνδεσμοι μεταξύ αυτών των ανθρώπων, κυρίως ανάμεσα στις γυναίκες, με αφορμή τα παιδιά τους, μετά το σχολείο. Κι οι νέες καλές αναμνήσεις που δημιουργούνταν μέσα στο χωριό, είχαν αποτέλεσμα. Οπότε αναγνωρίσαμε ότι αυτή ήταν η πραγματικότητα, δεν την εφηύραμε. Υπήρχε όντως μια ελπίδα για αλληλεγγύη – κι η αλληλεγγύη μας δίνει δύναμη, η δύναμη σιγουριά, η σιγουριά σημαίνει ότι μπορούμε να χτίσουμε ένα μέλλον, είναι το οικοδομικό υλικό κάθε πολιτικού κινήματος. Η ταινία δεν μπορεί να πάει τόσο μακριά, είναι πέρα από το αντικείμενο της ιστορίας μας, αλλά ακόμα και στις μεγαλύτερες καταστροφές, αυτό το οικοδομικό υλικό, η ενότητα κι η σιγουριά, εξακολουθεί να υπάρχει.

Η γυναίκα μου είναι συνομήλική μου. Το να λείπεις από το σπίτι σου για ένα χρόνο στην ηλικία μας, είναι πάρα πολύς καιρός. Η σωματική και η συναισθηματική δέσμευση μιας ταινίας με ξεπερνά πια. Κι αν είναι να κάνεις μια ταινία, πρέπει να την κάνεις εσύ, δεν μπορείς να είσαι συνοδηγός.»

Πώς βρήκατε την πρωταγωνίστριά σας, Εμπλα Μαρί και πώς δουλέψατε μαζί;

Ηταν πολύ δύσκολο το κάστινγκ για τη Γιάρα, την κεντρική ηρωίδα της ταινίας, αναζητήσαμε αρχικά την ηθοποιό μας στις Σύριες πρόσφυγες στην Αγγλία, προφανώς συναντήσαμε κάποιες υπέροχες νέες γυναίκες, αλλά όχι μία που να νιώσουμε ότι θα μπορούσε να σηκώσει αυτόν το βαρύ και καθοριστικό ρόλο. Οπότε, έχουμε κάποιες φίλες σκηνοθέτες, Παλαιστίνιες κι οι δυο, και μας πρότειναν γύρω στις 30 Σύριες ηθοποιούς. Τις συναντήσαμε όλες, online, επιλέξαμε περίπου δέκα και δοκιμάσαμε κάποιους αυτοσχεδιασμούς, δεν ήταν εύκολο, μας βοήθησε μια εκπληκτική ιρακινή θεατρική σκηνοθέτης που κάθισε μαζί μας κι έστησε, στο ζουμ, ήταν την εποχή της πανδημίας, αυτές τις αυτοσχεδιαστικές συζητήσεις με τις ηθοποιούς. Κι απ’ αυτές διαλέξαμε τρεις, ήρθαν στην Αγγλία, πήγαμε στην περιοχή του γυρίσματος, γνωρίστηκαν με τον κόσμο εκεί και κάναμε εκτεταμένες οντισιόν: με τους ντόπιους και με τους πρόσφυγες. Η Εμπλα ήταν ό,τι πιο κοντινό στο ρόλο που είχε γράψει ο Πολ κι ήταν συγκλονιστική στη συνεργασία, μια σπάνια γυναίκα. Εχει μια χάρη και μια ζεστασιά, μια προσιτή φιλία, είναι εκπληκτική και κατάλαβε απόλυτα το λόγο, τα συναισθήματα, τη γενναιοδωρία τής Γιάρα. Ημαστε πολύ τυχεροί που τη βρήκαμε.

the old oak Με τη Ρεμπέκα Ο'Μπράιεν και τον Πολ Λάβερτι στην παμπ

Ο Πολ Λάβερτι τι σημαίνει για σας, στο σινεμά και στη ζωή σας;

Μιλάμε σχεδόν κάθε μέρα, είναι ένας πολύ καλός φίλος εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Γνωριστήκαμε πριν πάνω από 30 χρόνια κι από τότε δουλέψαμε μαζί σχεδόν σε ό,τι έκανα. Αυτό που κάνει μια συνεργασία να πετύχει, εκτός από το ν’ απολαμβάνεις τη συντροφιά του άλλου, είναι να βλέπετε τον κόσμο με τον ίδιο τρόπο, να κρίνετε με τον ίδιο τρόπο το πώς έχει δομηθεί ο κόσμος, τις συγκρούσεις, να κατανοείτε με τον ίδιο τρόπο τις ανθρώπινες και τις πολιτικές αντιδράσεις. Να γελάτε για τα ίδια πράγματα και να θυμώνετε με τα ίδια πράγματα, να έχετε την ίδια αισθητική ως προς το τι είναι το σινεμά – γιατί στον κόσμο του σινεμά ζούμε. Πρέπει να σας αρέσουν οι ίδιες ταινίες και να έχετε τα ίδια γούστα στο πώς είναι στημένη μια ιστορία. Οι περισσότερες ταινίες έχουν διαφορετικό τρόπο για να προσεγγίσουν το θέμα τους, αλλά κι οι δυο εκτιμούμε την αυθεντικότητα, το να κάνεις αυτό στο οποίο πιστεύεις. Επιπλέον για μένα είναι σημαντικό ότι το γράψιμο του Πολ είναι τόσο ακριβές στο να δίνει ανθρώπινη μορφή στις ιδέες που συζητάμε, ώστε να μη χρειάζεται ένας ήρωας να βγάλει ένα λόγο για όσα πιστεύει ο σεναριογράφος. Ολα υπονοούνται. Κι αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό για μας – άσε που είμαστε οι σκληρότεροι κριτές, ο ένας για τον άλλο, αμφισβητούμε τα πάντα. Ο Πολ γράφει κι εγώ σκηνοθετώ, μεν, αλλά ο Πολ είναι παρών στην αρχή του κάστινγκ, στο τέλος του κάστινγκ, επιλέγει τους βασικούς συντελεστές, μαζί με τη Ρεμπέκα Ο’Μπράιεν, την παραγωγό μας κι εμένα, μοιραζόμαστε τις σημαντικές αποφάσεις, έρχεται συχνά στο γύρισμα κι αν δεν έχει άλλο λόγο να είναι εκεί, μας φέρνει καφέ, κάθεται και κουβεντιάζει με τους συντελεστές, τους ενθαρρύνει αλλά μ’ έναν πάρα πολύ διακριτικό τρόπο, χωρίς ποτέ να παρεμβαίνει στη σκηνοθεσία. Τους λέει μικρές ιστορίες για την έρευνα που έχει κάνει, υπάρχουν πάντα πολλά γέλια όταν είναι ο Πολ εκεί κι αυτό δίνει δύναμη στους συνεργάτες. Και στο μοντάζ έρχεται στην αρχή, στη μέση, όποτε βρισκόμαστε στην ίδια πόλη και σίγουρα στο τέλος, πάντα συμφωνούμε στο τελικό κατ, ο Πολ, η Ρεμπέκα κι εγώ. Και μετά ακούμε προσεκτικά ένα-δυο ανθρώπους κλειδιά, σαν τον Πασκάλ Κοσετέ, τον Γάλλο συμπαραγωγό μας που πάντα έχει κάτι καίριο να πει. Τους ακούμε και στο τέλος έχουμε την ελευθερία ν’ αποφασίσουμε ποια θα είναι η ταινία. Οπότε ο Πολ δεν είναι απλώς ο σεναριογράφος, είναι κεντρικό πρόσωπο σε ό,τι κάνω.

Διαβάστε τη συνέντευξη: Ευτυχώς, ο Πολ Λάβερτι δεν απουσιάζει ποτέ

the old oak

Γιατί θελήσατε αυτή εδώ να είναι η τελευταία ταινία σας; Είναι οριστική η απόφασή σας; Δεν υπάρχουν κι άλλα πράγματα που θέλετε να πείτε με ταινίες;

Γιατί... I’m so bloody old, αυτή είναι η αλήθεια! Αυτήν εδώ την ταινία τη γυρίσαμε πριν ένα χρόνο, έχει περάσει καιρός. Είναι σκληρή δουλειά, ξέρετε. Ελειπα από το σπίτι μου, μέσα σε μια περίοδο δύο ετών, για περίπου ένα χρόνο, αν προσθέσεις τις μέρες. Αν έκανα άλλη μια ταινία, ώσπου να τελειώσει θα ήμουν 90. Είμαι μεγάλος. Είναι μικρά πράγματα, όπως η βραχεία μνήμη – σε όλους συμβαίνει αυτό, όχι μόνο σ’ εμένα – όταν γερνάς, η βραχεία μνήμη σ’ εγκαταλείπει. Η ικανότητα να τρέχεις από εδώ κι από εκεί μειώνεται και για μένα, όταν κάνεις μια ταινία, πρέπει να μπορείς να τρέχεις παντού και να κάνεις τα πάντα. Οταν σκηνοθετείς, πρέπει να μπορείς να μιλάς στον καθένα ξεχωριστά κι απ’ ευθείας, δεν μπορείς να κάνεις μια ταινία από το μόνιτορ, δεν λες στον πρώτο βοηθό, «ζήτησέ του να κάνει αυτό ή το άλλο». Πρέπει να μιλάς στους ανθρώπους γιατί οι λέξεις που χρησιμοποιείς και ο τόνος της φωνής σου κι η διάθεση που δημιουργείς εξαρτάται από την προσωπική επαφή. Είτε πρόκειται για τους πρωταγωνιστές σου, είτε για τον ηλεκτρολόγο που κρατά ένα φως έξω στη βροχή, ενώ εσύ είσαι μέσα και στεγνός. Θα πας έξω να τον βρεις, θα του πας ένα φλιτζάνι τσάι, θα του κάνεις ένα thumbs up από μέσα απ’ το παράθυρο, κάτι. Για να είναι όλοι συγκεντρωμένοι και να δουλεύουν με κέφι. Εκτός αυτών, υφίστασαι μια κακομεταχείριση, ειδικά για τις πολιτικές σου πεποιθήσεις, τα social media μπορούν να γίνουν πραγματικά μοχθηρά, σήμερα ακόμα περισσότερο κι αυτό όλο μπορεί να έχει επιπτώσεις στην οικογένειά σου. Προσπαθείς να μην σ’ επηρεάζει, αλλά άνθρωποι είμαστε. Επιπλέον, η γυναίκα μου είναι συνομήλική μου. Το να λείπεις από το σπίτι σου για ένα χρόνο στην ηλικία μας, είναι πάρα πολύς καιρός. Η σωματική και η συναισθηματική δέσμευση μιας ταινίας με ξεπερνά πια. Κι αν είναι να κάνεις μια ταινία, πρέπει να την κάνεις εσύ, δεν μπορείς να είσαι συνοδηγός, δεν γίνεται από απόσταση. Ρεαλιστικά μου είναι αδύνατο πια.

κεν λόουτς Με τον Ντέιβιντ Μπράντλεϊ, πρωταγωνιστή το 1969 της δεύτερης ταινίας του Λόουτς, «Κες»

Αξιολογείτε ποτέ τη φιλμογραφία σας; Εχετε κάποια δική σας αγαπημένη ταινία, ή κάποια που να θεωρείτε προφητική, προκλητική, κάποια που να ξεχωρίζετε;

Δεν μπορείς να κοιτάζεις πίσω μ’ αυτόν τον τρόπο, οφείλεις να κοιτάζεις μόνο μπροστά. Ασε που μετά από χρόνια, θυμάσαι περισσότερο τη διαδικασία, παρά την τελική ταινία. Αλλά όλες ήταν ιδιαίτερες για μένα. Πόσο παλιό κλισέ, αλλά είναι σαν τα παιδιά σου. Ολες έχουν ιδιαίτερες αρετές και πράγματα που σε κάνουν να λες, «Θεέ μου, γιατί το έκανες αυτό τώρα;». Αλλά όλες έγιναν με καταπληκτικούς ανθρώπους, αυτό είναι που θυμάμαι και που κρατάω. Τις φιλίες – έχω κρατήσει πάρα πολλούς φίλους από τις παλιές ταινίες μου. Είχαμε κάνει μια ταινία που έγινε αρκετά γνωστή, λεγόταν «Κες» (1969), για ένα αγόρι που προσπαθεί να δαμάσει ένα γεράκι (το kes είναι υποκοριστικό του kestrel, ενός είδους μικρού γερακιού που ονομάζεται βραχοκιρκίνεζο). Πρωταγωνιστής ήταν ο Ντέιβιντ Μπράντλεϊ, τότε ήταν 14 χρόνων, τώρα κοντεύει τα 70, κι εξακολουθούμε να βλεπόμαστε, ανταλλάσσουμε κάρτες τα Χριστούγεννα, είναι τόσο γλυκός άνθρωπος. Εχω κρατήσει φιλίες από τις περισσότερες ταινίες μου και με κάποιους ανθρώπους, ακόμα κι αν δεν έχουμε κρατήσει επαφή, ξέρουμε ότι έχουμε ακόμα ένα δεσμό. Πάντα μπορείς να πάρεις κάποιον τηλέφωνο και πάντα ξέρεις ότι θα σε καλοδεχτεί. Αυτή είναι μια από τις μεγαλύτερες χαρές της κινηματογραφικής δημιουργίας, έχω μοιραστεί πολλή αγάπη. Είναι ένα μεγάλο προνόμιο να κάνεις ταινίες, τουλάχιστον με τον τρόπο που τις κάναμε εμείς. Εχω υπάρξει πολύ τυχερός στη ζωή μου.

Η νέα ταινία του Κεν Λόουτς, «Η Τελευταία Παμπ», προβάλλεται στους κινηματογράφους από την Πέμπτη, 7 Δεκεμβρίου, από τη Feelgood. Διαβάστε τη γνώμη του Flix και βρείτε το πρόγραμμα αιθουσών εδώ.