Συνέντευξη στη Λήδα Γαλανού και τον Μανώλη Κρανάκη
Φωτογραφίες: Μιχάλης Κωνσταντάς
Οταν, στα '90ς, μεσουρανούσαν τα περιοδικά, η Κατερίνα Μπέη ήταν πριγκίπισσά τους. Από εκεί, ο δρόμος την έφερε στην οθόνη, τη μικρή και τη μεγάλη. Με μια πορεία σταθερή και δυναμική, αληθινή εργάτρια και φυσικά μ' ένα ταλέντο πηγαίο και με πρώτο δάσκαλο στο σινεμά τον Νίκο Περάκη, έφτασε να έχει υπογράψει τις μεγαλύτερες επιτυχίες, από τη σειρά «Τα Καλύτερά μας Χρόνια», στις ταινίες «Ευτυχία» και «Φόνισσα». Φέτος, εξάλλου, έρχεται στη σεζόν με όχι μία, αλλά δύο πολυαναμενόμενες ταινίες, τον «Νόμο του Μέρφυ» του Αγγελου Φραντζή και το «Υπάρχω» του Γιώργου Τσεμπερόπουλου.
Η Κατερίνα Μπέη είναι από τις ελάχιστες, ανεξαρτήτως φύλου, σεναριογράφους στην Ελλάδα που έχουν το σενάριο ως επάγγελμα και βιοπορίζονται απ' αυτό, ένα θαυμαστό επίτευγμα. Ετσι, μίλησε στο Flix για το πώς τα κατάφερε, από πού εμπνέεται, ποια είναι η ρουτίνα της, τι αγαπάει και τι την κάνει να κριντζάρει. Και, μαζί, μάς χάρισε μπόλικες ώρες γέλιου, αναπόλησης και τρυφερότητας, σε μια συνέντευξη που δεν θέλαμε να τελειώσει και με μια καριέρα της οποίας, απλώς, περιμένουμε την επόμενη πράξη.
Ποια εφόδια θεωρείς πως σε «εξόπλισαν» για να γίνεις επιτυχημένη σεναριογράφος, ή και ποια στοιχεία του χαρακτήρα σου;
Τυπικά δεν έχω σπουδάσει σινεμά. Εχω κάνει Νομική και μια σχολή δημοσιογραφίας. Εγραφα παλιότερα και σε περιοδικά. Οπότε την επαφή με το κείμενο την είχα. Και ήμουν και πολύ σινεφίλ. Πήγαινα από 8 χρόνων, δύο φορές την εβδομάδα σινεμά. Και μάλιστα πήγαινα με τον αδελφό μου και τους φίλους του που ήταν μεγαλύτεροι και δεν με θέλανε κι έτσι ήμουν πάντα ένα παιδάκι μόνο του μπροστά.
Μετάνιωσα με το που μπήκα στη Νομική, την τέλειωσα όμως γιατί το είχα υποσχεθεί στον πατέρα μου. Με βοήθησε παρόλ’ αυτά γιατί σου καλλιεργεί ένα τρόπο σκέψης μαθηματικό (αιτία - αποτέλεσμα) που σε κάνει να επικεντρώνεσαι σε αυτό που θες να πεις και κάνει τη σκέψη σου στρατηγική, το οποίο νομίζω ότι με έχει βοηθήσει όχι μόνο στο να γράφω αλλά στο να γράφω και γρήγορα.
Αλλο ένα χαρακτηριστικό που πρέπει να έχεις για να κάνεις αυτή τη δουλειά επαγγελματικά, να παράγεις έργο και να ζεις από αυτήν - γιατί το να κάνεις μια ταινία κάθε τέσσερα χρόνια δεν μπορεί να σε χαρακτηρίσει επαγγελματία - είναι να μπορείς για παράδειγμα να λειτουργείς και στην τηλεόραση και στο σινεμά – κι αυτό θέλει συνέπεια και αυτοπεριορισμό. Αυτό λοιπόν το χρωστάω πάλι στον μπαμπά μου, ο οποίος μου είχε αδυναμία και ήθελε πολύ να τελειώνω αυτό που αρχίζω, να το κάνω στο χρόνο μου, να μην τεμπελιάζω. Θα μπορούσα να βγω ρομπότ, αλλά από την άλλη είχα μια μαμά πολύ πιο ανθρώπινη που το απάλυνε όλο αυτό.
Eτσι πέρα από κάποιες τεχνικές γνώσεις που χρειάζονται, πρέπει να έχεις πρόγραμμα, να αυτοπεριορίζεσαι, να είσαι πολύ ανοιχτός στο καινούριο, να κρυφακούς, να βλέπεις πολλά πράγματα, να βλέπεις ριάλιτι, να μιλάς με τους ανθρώπους, να σε ενδιαφέρει η επικοινωνία.
Πώς θα μπορέσει κάποιος/α να βιοπορίζεται από το επάγγελμα του σεναριογράφου;
Αυτό είναι μια μεγάλη κουβέντα. Νομίζω ότι εδώ αδικείται πολύ η τηλεόραση - πολύ δικαιολογημένα για ένα μεγάλο κομμάτι της, αλλά δεν είναι ωραίο να τα τσουβαλιάζουμε όλα. Η τηλεόραση σε ψήνει πάρα πολύ, σε κάνει να βρίσκεις λύσεις, να είσαι συνέχεια στη δράση, να είσαι σε εγρήγορση και το μυαλό σου να τρέχει. Γιατί όλες οι δυσκολίες που μπορεί να συμβούν σε μια ταινία, x10 συμβαίνουν στην τηλεόραση και πρέπει να τις αντιμετωπίζεις γιατί είναι και πιο γρήγορα τα πράγματα που γίνονται με μικρότερο μπάτζετ και έχουν και deadlines. Εκεί καλείσαι να λύσεις το πρόβλημα και να ανταπεξέλθεις και αυτό σε ψήνει πάρα πολύ. Στην ουσία αυτό σε κάνει επαγγελματία. Γιατί αν κάνεις μια ταινία τώρα και μια ταινία σε πέντε χρόνια και μετά μια ταινία σε δύο χρόνια, είσαι επαγγελματίας; Η διαφορά του επαγγελματία με τον ερασιτέχνη βρίσκεται στο αν από τη δουλειά σου μπορείς να ζήσεις.
Είτε είναι δική μου ιδέα, είτε παραγγελία, είτε βασισμένο σε κάτι, εμένα η βάση μου είναι η ίδια. Θέλω να το κάνω δικό μου και να το αγαπήσω σαν να είναι δικό μου. Θέλω να νιώθω ότι μπορώ να ταυτιστώ μαζί του και να με κεντρίσει και να με βάλει στο τριπάκι να θέλω να το κάνω.»
Εγώ το αντιμετωπίζω πολύ ανοιχτά. Αν είναι μια ωραία πρόταση, κάτι που πραγματικά μου αρέσει, δεν ξεχωρίζω καθόλου αν ήταν τηλεόραση ή σινεμά. Για παράδειγμα, τα «Καλύτερα μας Χρόνια» τα βάζω πολύ ψηλά. Δεν την ξεχωρίζω καθόλου από ταινία. Και στο πώς την αντιμετώπισα αλλά και πώς την αντιμετώπισαν όλοι όσοι δούλεψαν για αυτή τη σειρά. Με αγάπη και επαγγελματισμό και φροντίδα. Hταν 170 επεισόδια, μια τεράστια δουλειά.
Πρέπει να είσαι ευέλικτος. Οι σκηνοθέτες έχουν πιο πολύ το προσωπικό τους στίγμα. Eνας σεναριογράφος για να δουλεύει πρέπει να το ψάχνει πιο ανοιχτά. Οχι με την παρωπίδα «εγώ κάνω κωμωδία», «εγώ κάνω δράμα». Αν δεν το δεις έτσι, αποκλείεις τον εαυτό σου από εμπειρίες.
Πόσο λειτουργείς διαφορετικά (και πώς) όταν: γράφεις ένα σενάριο δικής σου έμπνευσης | γράφεις ένα σενάριο κατά παραγγελία | δουλεύεις μ' έναν/μία σκηνοθέτη που γνωρίζεις και αγαπάς | δουλεύεις μ' έναν/μία σκηνοθέτη που ίσως έχει άλλη οπτική από τη δική σου;
Είτε είναι δική μου ιδέα, είτε παραγγελία, είτε βασισμένο σε κάτι, εμένα η βάση μου είναι η ίδια. Θέλω να το κάνω δικό μου και να το αγαπήσω σαν να είναι δικό μου. Αν μου γίνει μια ανάθεση και δεν μπορώ να με δω εκεί μέσα, δεν θα το κάνω. Αν μου δώσουν ένα βιβλίο και δεν βρω κάτι που θα με ενθουσιάσει, δεν θα το κάνω. Θέλω να νιώθω ότι μπορώ να ταυτιστώ μαζί του και να με κεντρίσει και να με βάλει στο τριπάκι να θέλω να το κάνω.
Τη σχέση μου με τους σκηνοθέτες δεν τη βλέπω ανταγωνιστικά. Το βλέπω ως πρόκληση: πώς να φέρω πιο κοντά σε αυτό που θέλει να κάνει, ώστε να του αρέσει και να το αγαπάει και να πάμε παρακάτω. Επίσης είναι μια διαδικασία που δεν τελειώνει με τη συγγραφή του σεναρίου. Προσωπικά ακολουθώ το σενάριο στο γύρισμα, στο casting και στην προετοιμασία. Με νοιάζει. Με πονάει μέχρι τελευταία στιγμή. Και όταν βλέπουμε το cut - πρώτο ή δεύτερο, κάνω σημειώσεις και ψάχνω συνέχεια πώς θα μπορούσε να γίνει καλύτερο (με μοντάζ, ντουμπλάζ, κόψιμο κτλ).
Πώς είναι να δουλεύεις σε ομάδα σεναριογράφων;
Μπορεί να είναι πιο χρονοβόρο όταν δουλεύεις με άλλους, ωστόσο εγώ το προτιμώ. Αν ταιριάζω με τους υπόλοιπους, περνάω πολύ ωραία και θεωρώ ότι γίνεται καλύτερη δουλειά. Αν δεν μπορείς να συνεννοηθείς, τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα. Εκεί χρειάζεσαι έναν παραγωγό, ένα σκηνοθέτη που να δίνει τη γραμμή. Δεν είναι καλό να μπαίνεις σε κάποια δουλειά με authority ή μ’ ένα «ξέρεις ποια είμαι εγώ». Το πιο σωστό είναι να δεις τι μπορείς να πάρεις από τον άλλον, τι μπορείς να δώσεις εσύ. Δεν είναι απαραίτητο να είσαι φίλος με αυτόν που συνεργάζεσαι αλλά πρέπει να βγαίνει η δουλειά. Αν διαφωνείς τόσο που δεν βγαίνει η δουλειά, υπάρχει πρόβλημα.
Από πού αντλείς τα ερεθίσματά σου όταν γράφεις;
Εχω πολλές φίλες από πολύ διαφορετικές φάσεις και ηλικίες της ζωής μου. Μου αρέσουν οι άνθρωποι, μου αρέσει να τους ακούω, να μπαίνω πολύ μέσα στο μυαλό τους, να τους φαντάζομαι σε διάφορες καταστάσεις, να τους αναλύω, μου αρέσει να βλέπω πολλές ταινίες και πολλές σειρές. Βλέπω ριάλιτι τα οποία θεωρώ ότι είναι μεγάλο σχολείο. Ριάλιτι θα έπρεπε να βλέπουν και οι πολιτικοί πιστεύω γιατί βλέπεις πώς χειραγωγείς το πλήθος, πώς αλλάζει η εντύπωσή σου για κάποιον που αντιπαθείς, αρκεί να θυματοποιηθεί - και τον συμπαθείς. Είναι μάθημα ψυχολογίας τα ριάλιτι. Οχι ότι δεν είμαι και τρας, μου αρέσει το τρας. Αλλά είναι πολύ χρήσιμα. Βλέπεις συμπεριφορές πολύ ακατέργαστες που δεν θα είχες την ευκαιρία να συναντήσεις από ανθρώπους που δεν θα γνώριζες ποτέ. Χρήσιμα είναι και τα social media, να βλέπεις πώς μιλάνε, γράφουν οι άνθρωποι, πώς αντιδρούν στο οτιδήποτε. Αντιλαμβάνεσαι μερικές φορές πως ζούμε σε άλλον κόσμο…
Είναι πολύ σημαντικό ότι υπάρχουν πολλές σειρές και δίνουν εργασία σε πολύ κόσμο, άσχετα αν προσωπικά μου αρέσουν πολύ λίγα πράγματα από αυτά που γίνονται. Καλώς γίνονται.»
Ποια είναι η ρουτίνα σου;
Ξυπνάω γύρω στις 9 και μέχρι τις 9.30 έχω συντονιστεί και έχω ξεκινήσει. Δουλεύω στο κρεβάτι. Δουλεύω μέχρι το μεσημέρι. Αυτές είναι οι καλές ώρες. Αν έχω πολλή πρεμούρα γράφω και κάνα δυο ώρες το απόγευμα. Δεν υπάρχουν off. Μπορώ να δουλεύω όλη την εβδομάδα. Και δεν περνάω και καλά όταν έχω off. Νιώθω καθημερινά ότι θέλω να έχω κάνει κάτι μέσα στη μέρα μου. Εχω λαχτάρα. Ξυπνάω και θέλω να γράψω…
Παραδοσιακά η αντιμετώπιση του κόσμου της τηλεόρασης από την κινηματογραφική κοινότητα ήταν μειωτική. Θεωρείς ότι αυτό αλλάζει σήμερα, που κι η ελληνική και σίγουρα η διεθνής τηλεόραση εξελίσσεται τόσο;
Εχει αλλάξει η τηλεόραση τα τελευταία χρόνια. Μπήκαν άνθρωποι από το σινεμά. Μπήκαν πάρα πολλοί ηθοποιοί που δεν έπαιζαν για χρόνια στην τηλεόραση. Φυσικά και έχει γίνει μια αλλαγή. Είναι πολύ σημαντικό ότι υπάρχουν πολλές σειρές και δίνουν εργασία σε πολύ κόσμο, άσχετα αν προσωπικά μου αρέσουν πολύ λίγα πράγματα από αυτά που γίνονται. Καλώς γίνονται. Σίγουρα όμως έχει μικρό φυτίλι. Ηταν εξαρτώμενο και από τον ΕΚΟΜΕ. Σίγουρα είναι πολύ περισσότερα τα σίριαλ από την αγορά που έχουμε. Το είχαμε ξαναζήσει και προ κρίσης, κράτησε δυο-τρία χρόνια και μετά τελείωσε απότομα. Στην τηλεόραση έχουμε πιο πολλά κανάλια από όσα αντέχουμε. Αλλά πιστεύω ότι υπάρχει πάντα ένας επιδραστικός πυρήνας που διαχωρίζει την τηλεόραση από το σινεμά.
Θεωρείς ότι στην Ελλάδα έχουμε μια υγιή κινηματογραφική παραγωγή;
Στο σινεμά λείπουν παραγωγοί που να έχουν συγκροτημένο όραμα - φυσικά εξαιρώ την Tanweer που κάνει ακριβώς αυτό. Παραγωγοί που να λένε ότι θα κάνουν μια ή δύο ταινίες το χρόνο. Αυτομάτως, αν έχουμε πέντε ελληνικές ταινίες παραγωγού - που σημαίνει ότι θα είναι πιο προστατευμένες, πιο διαφημισμένες, ότι θα βγουν σίγουρα στο σινεμά, θα βοηθηθούν… Πόσο διαφορετικό θα ήταν το τοπίο από το να γίνονται τόσες ταινίες και να μην έχουν διανομή; Ή να έχουν διανομή αλλά να μην τις βλέπει κανείς; Αλλά πώς να τις δει αν δεν τις διαφημίσουν; Και πώς να τις διαφημίσουν αν είναι τόσο εσωστρεφείς; Είναι η ιστορία της κότας και του αβγού. Δεν είπα τυχαία τη λέξη παραγωγός. Και παραγωγός δεν σημαίνει μόνο εμπορικές ταινίες. Μπορεί να υπάρχει κάποιος παραγωγός που να κάνει arthouse ταινίες, να έχει εξασφαλίσει ένα μικρό κύκλωμα διανομής. Δεν είναι εύκολο. Σίγουρα θέλει προσπάθεια, αλλά είναι αναγκαίο προκειμένου να μπορέσουν τα πράγματα να μην είναι ευκαιριακά και να έχουν βάθος χρόνου. Από την παραγωγή νομίζω ξεκινούν όλα. Πρέπει να υπάρχει καλλιτεχνικό σινεμά, αλλά να γίνεται πιο μεθοδικά και πιο στοχευμένα.
Εσύ διαχωρίζει τις δουλειές σου σε εμπορικές και καλλιτεχνικές;
Θεωρώ υγιές ότι θέλω τη δουλειά μου να τη δει ο κόσμος και να του αρέσει. Από την άλλη δεν σκέφτομαι αυτό όταν δουλεύω. Σκέφτομαι αν θα μου αρέσει εμένα, αν θα ντρέπομαι αν το δω, αν θα κριντζάρω, αν είναι κάτι που θα χαρώ να το δω και του χρόνου… Αυτό είναι το κριτήριό μου. Μέσα μου, καταλαβαίνω και τον παραγωγό που θέλει να κάνει εισιτήρια, που επιλέγει συγκεκριμένους ηθοποιούς, που ζητάει ίσως να αλλάξεις κάτι σε μια κατεύθυνση πιο «εμπορική» ας την πούμε. Ο καθένας από την πλευρά του έχει ένα στόχο. Το κίνητρό μου εμένα όμως δεν είναι να κάνω μόνο κάτι εμπορικό.
Τη «Φόνισσα» πάντως, για να το πούμε αυτό, δεν είναι ότι την βλέπεις και λες ότι είναι μια ταινία που θα κάνει ένα εκατομμύριο εισιτήρια. Πόσο θα έλεγες ότι θα έκανε; 70.000 - 80.000; Το ότι έκανε αυτά τα εισιτήρια που έκανε θα έπρεπε να διδάσκεται σε σεμινάρια marketing.
Δεν θέλω να πω εγώ κάτι για διακρίσεις, γιατί πραγματικά ξέρω ανθρώπους που έχουν υποφέρει πάρα πολύ κι είναι κρίμα να το καπηλεύεσαι αυτό για κάτι λίγο. Φυσικά και υπάρχει διάκριση, αλλά έχει γίνει μεγάλη ζημιά από την ανάγκη να πεις αυτό το «κι εγώ».»
Πιστεύεις πως στην πορεία σου, το γεγονός ότι είσαι γυναίκα δημιουργός, έχει παίξει κάποιο ρόλο και ποιον;
Ξεκινώντας τις ταινίες με τον Νίκο Περάκη, με αντιμετώπιζαν σαν… τίποτα. «Ποια είναι αυτή», ή κι ούτε καν. Μου έλεγαν και πράγματα πολύ σκληρά. Αλλά έχω μια ευελιξία με τους ανθρώπους και θέλω να πιστεύω ότι και να ξεκινήσει λίγο στραβά και στερεοτυπικά μια επαγγελματική σχέση, κάπως έχω έναν τρόπο να το φέρνω.
Ωστόσο δεν θέλω να πω εγώ κάτι για διακρίσεις, γιατί πραγματικά ξέρω ανθρώπους που έχουν υποφέρει πάρα πολύ κι είναι κρίμα να το καπηλεύεσαι αυτό για κάτι λίγο. Φυσικά και υπάρχει διάκριση, αλλά έχει γίνει μεγάλη ζημιά από την ανάγκη να πεις αυτό το «κι εγώ».
Είναι τύχη ή επιλογή σου οι σταθερές συνεργασίες, με σκηνοθέτες, ή για παράδειγμα με την Tanweer;
Τυχαίο δεν είναι, τυχερό είναι. Με την Tanweer έχουμε ταιριάξει πολύ κι έχω αποκλειστική σχέση μαζί τους. Τόσο με τον Διονύση Σαμιώτη, όσο και με τη Ναταλί Δούκα, είμαστε στο ίδιο μήκος κύματος. Εννοείται ότι υπάρχουν συνεργάτες με τους οποίους θέλω να δουλεύω σταθερά, από εκεί και πέρα έχω την ευκαιρία να δουλεύω συχνά και με συνεργάτες που μου αρέσουν πολύ, όπως με τον Αγγελο Φραντζή, για τον οποίο δεν έχω λόγια. Πάντα εγώ ξεκινάω από το αν μου αρέσει το πρότζεκτ. Αυτό έρχεται με κάποιους ανθρώπους κι εκεί μπορεί να υπάρχει πρόβλημα. Οταν είσαι σ’ ένα σχεδόν προστατευμένο περιβάλλον, με ανθρώπους με τους οποίους έχεις ξαναδουλέψει, έχεις ένα εχέγγυο ότι τουλάχιστον δεν θα νιώθεις μόνος σου, σαν τον τρελό, ότι έχεις έναν άνθρωπο που να μπορείς να μοιραστείς, να γίνουν διορθωτικές κινήσεις και να μην έχει πρόβλημα το αποτέλεσμα τουλάχιστον. Οπότε παίζει ρόλο να έχεις μια ομάδα που να εμπιστεύεσαι.
Βέβαια αυτό έρχεται με τα χρόνια και με την πείρα, δεν μπορείς να το έχεις στο ξεκίνημά σου κι ούτε κι εγώ περίμενα ότι θα συμβεί.
Με σκηνοθέτες με τους οποίους έχεις ξανασυνεργαστεί έχεις κώδικες, αλλά επίσης για μένα το πιο σημαντικό με τους συνεργάτες είναι να ξέρεις αυτό που θα πει, από ποια αφετηρία το λέει. Αν το λέει επειδή είναι σκηνοθέτης και αυτός είναι ο λόγος και τέλος, έχουμε θέμα. Αν δεν το θέλει επειδή το έχεις πει εσύ, έχουμε θέμα. Αν νιώσω εγώ ότι ο άλλος, που μπορεί να μην τον ξέρω και καθόλου, έχει την ίδια όρεξη και την ίδια πρόθεση να κάνουμε καλύτερο αυτό που πάμε να κάνουμε και δεν τον νοιάζει ο εγωισμός… Εγώ, ας πούμε – κι ίσως γι’ αυτό με θέλουν κιόλας (γελάει) – είμαι πολύ ανοιχτή στο να μου πεις, γιατί δεν το κάνεις έτσι; Εγώ αυτό το παίρνω σαν δώρο, δεν το παίρνω σαν παρέμβαση. Γιατί ακούω 100 πράγματα κι απ’ αυτά σίγουρα κάποια είναι πιο έξυπνα απ’ αυτά που έχω σκεφτεί εγώ. Σίγουρα, γιατί όχι;
Τι συμβαίνει όταν γράφεις ένα σενάριο και το αποτέλεσμα στην οθόνη νιώθεις ότι σε προδίδει;
Κυκλοφορώ με μάτι βουρκωμένο για μέρες, στην καλύτερη περίπτωση μου κόβεται κι η όρεξη – σπάνια, αυτό είναι το τελευταίο στάδιο, θα πρέπει να έχω προδοθεί πάρα πολύ! Ε και το λέω, το λέω και μετά πάω παρακάτω. Είναι κάτι που θα ήθελα να μην συμβαίνει ποτέ, αλλά πάντα συμβαίνει. Οταν έχεις κάνει κάτι και το βλέπεις, έχει πράγματα που εσύ αλλιώς τα είχες φανταστεί. Αυτό όμως έχει διαβάθμιση, πόσο νιώθεις ότι προδίδεσαι, πόσο νιώθεις ότι δεν βγαίνει η ιστορία.
Πιστεύεις ή πίστευες κάποτε κι εσύ πως το μεγαλύτερο πρόβλημα στο ελληνικό σινεμά είναι το σενάριο; Γιατί δεν έχουμε σεναριογράφους στην Ελλάδα;
Πολλοί δεν υπάρχουν – αλλά δεν υπάρχουν και πολλοί σκηνοθέτες, είμαστε μικρή χώρα. Υπάρχουν, βέβαια, πολλοί σκηνοθέτες που γράφουν οι ίδιοι τα σενάριά τους, το οποίο μας απαντάει και στο γιατί δεν υπάρχουν πολλοί σεναριογράφοι. Ειδικά στο σινεμά, για να φτάσεις να γράψεις σενάριο και να γίνει ταινία, είναι επιστημονική φαντασία. Δεν είναι τυχαίο ότι οι σεναριογράφοι δουλεύουν κυρίως σε σειρές, γιατί η τηλεόραση πραγματικά σε ψήνει και σε κάνει να κρατηθείς στο επάγγελμα. Εχω διαβάσει σενάρια που μου αρέσουν. Αν κρίνω από τις ταινίες που γίνονται, λιγότερο μου αρέσουν τα σενάρια απ’ ό,τι οι ταινίες που γίνονται. Αλλά πιστεύω ότι υπάρχει δυναμικό και πιστεύω ότι υπάρχουν άνθρωποι που γράφουν καλά. Μένει να γίνει η κέντα: ν’ αντέχεις πολύ, το βασικό είναι ν’ αντέχεις και να περιμένεις να έρθει η στιγμή σου. Γιατί κι εγώ πόσα χρόνια πάλευα για να το εισπράττω τώρα, τα τελευταία χρόνια; Πρέπει ν’ αντέχεις, να επιμένεις, να μην το βάζεις κάτω. Πώς θα βιοπορίζεσαι; Πρέπει να είσαι συνέχεια εκεί, να είσαι μέσα σ’ έναν κύκλο ώστε να σου δώσει κάποια στιγμή δουλειά. Πες κι ότι γράφεις ένα σενάριο που θες να γίνει ταινία, ξέρεις πόσο δύσκολο είναι; Δεν βρίσκεις σκηνοθέτη, ο σκηνοθέτης θέλει να κάνει το όραμά του, ο παραγωγός θέλει το σκηνοθέτη κι όχι εσένα… Κι εγώ έχω σενάρια στο συρτάρι, ή πράγματα που έχουμε υποβάλλει ως πρόταση αλλά δεν έχουν γίνει, πιλότους και σενάρια για ταινία. Είναι πολύ επίπονο.
Πώς αντιλαμβάνεσαι τη νέα εποχή της λεγόμενης πολιτικής ορθότητας; Πώς σε βρίσκει; Σε σχέση με την αυτολογοκρισία;
Είναι μεγάλο πρόβλημα, είναι μια απελπισία, πηγαίνουμε πίσω. Οχι ότι είναι ωραίο να υπάρχει κακοποιητικός λόγος και να επιτίθεσαι και να θίγεις ομάδες, προς Θεού, φυσικά και δεν είναι. Αλλά ας μιλήσω κι αν πω καφρίλα, ας με δείξετε. Αλλά όχι με το που θα πιάσω ένα θέμα, όπως και να το πιάσω, είμαι στημένη στον τοίχο. Δεν γίνεται αυτό. Είναι ντροπή της δημοκρατίας. Κι ειδικά στην κωμωδία πια, με το μόνο που σου έχει μείνει να κάνεις κωμωδία είναι με το παράδοξο της λογοκρισίας. Αλλά και γι’ αυτό, πόσα θα πεις; Σκέψου ότι στα «Καλύτερά μας Χρόνια», που μιλούσαμε για μια εποχή που δεν υπήρχε αυτό και μπορούσες να πεις κάποια πράγματα, υπήρχαν ενστάσεις για να μην τα πω τώρα. Μα δεν γίνεται, θα τα πω τώρα γιατί έτσι ήταν τότε. Αν δεν τα πω, τα βάζω κάτω από το χαλί, δεν μιλάω γι’ αυτά, άρα δεν είμαι μαζί τους. Πρέπει να τα πεις για να τ’ ακούσεις και πόσο παράξενα ακούγονται στο σήμερα κι έχει κι ένα νόημα να το κάνεις αυτό. Δύσκολα, πολύ.
Νίκος Περάκης: πώς είναι να δουλεύεις μαζί του;
Ο Νίκος εμένα ξεκίνησε να μου μαθαίνει τα πάντα πάνω στη δουλειά, με εμπειρικό τρόπο γιατί δεν μπορεί να στα μεταδώσει και να σου τα αναλύσει καλά. Σου τα δείχνει όμως και με τον τρόπο του και με πολύ λίγα λόγια σου συμπυκνώνει αυτό που θα διαβάσεις σε δέκα βιβλία. Είναι πάρα πολύ απαιτητικός, πάρα πολύ δουλευταράς και σέβεται στο τέλος πάρα πολύ τη δουλειά σου. Δηλαδή ακόμη κι αν σ’ έχει καταταπεινώσει (γέλια), όταν φτάσουμε σε κάτι τελικό, μετά το υπηρετεί σαν Βίβλο, με συγκινητική αφοσίωση και φροντίδα και δουλειά. Νομίζω ότι όλοι όσοι έχουν δουλέψει μαζί του, απ’ όποιο πόστο, έχουν να λένε πόσο δουλευταράς, γενναιόδωρος και ενθουσιώδης είναι – που είναι ένας απαισιόδοξος άνθρωπος, αλλά πάνω στη δουλειά έχει φοβερή ενέργεια και τη μεταδίδει σε όλους. Αφού στα γυρίσματα, το ανέκδοτο ήταν, κρύψτε τα Red Bull απ’ τον Περάκη! Είναι ένας τέτοιος άνθρωπος, σε βάζει να δουλέψεις πολύ, αλλά αυτός έχει δουλέψει δέκα φορές πιο πολύ από σένα.
Ποια ταινία του Νίκου Περάκη θεωρείς την καλύτερη και γιατί;
Τον «Βίο και Πολιτεία» θα πω που είναι από όλες τις απόψεις άρτια. Σενάριο-κέντημα, ερμηνείες-η μια καλύτερη από την άλλη, ρυθμός- καταιγιστικός. Συγκίνηση και γέλιο μαζί. Τη ζηλεύω αυτή τη ταινία.
Και θα πω και το «Μπόμπερ και Παγκανίνι», μια ταινία του που την έκανε πιτσιρικάς στη Γερμανία, πολύ τρελή, πολύ σουρεαλιστική, πολύ ποιητική και ξεχωριστή. Δεν μπορώ να την περιγράψω, πρέπει να τη δείτε. Την ξαναείδα στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης πέρσι, με αφορμή το αφιέρωμα που του έκαναν, και πραγματικά τη λάτρεψα. Κι όχι μόνο εγώ. Διάφοροι που την είδαμε, θέλουμε να τη ξαναδούμε και να μιλάμε συνέχεια γι αυτή. Τι ωραίο που είναι να στο προκαλεί αυτό μια ταινία!
Οι πρόσφατες επιτυχίες μου έμαθαν ότι μπορεί κάτι να έχει χίλιες δυσκολίες να γίνει, αλλά σημασία έχει να γίνει. Κι από εκεί και μετά, μπορεί να ευλογηθεί και να φύγει και να κάνει το ταξίδι της. Πρέπει απλώς να έχεις υπομονή και ν’ αντέχεις.»
Ποιο σενάριο έχεις ζηλέψει από ελληνική ταινία;
Ξέρεις ποιο σενάριο μου άρεσε; Πρώτα-πρώτα στο μυαλό μου έρχεται το «Οξυγόνο» των Ρέππα-Παπαθανασίου που μου άρεσε πολύ, πιο πολύ από την ταινία, το είχα βρει πάρα πολύ δυνατό και στιβαρό και πολύ προχωρημένο για τότε, το είχα θαυμάσει, είχα πει, μπράβο που μετά από τις κωμωδίες τους τόλμησαν να κάνουν αυτό. Η «Μικρά Αγγλία», γιατί θέλω όταν κάτι είναι δράμα, να σε κάνει να κλάψεις. Η «Στρέλλα» μου άρεσε πάρα πολύ, πολύ ανατρεπτική, αστεία, δραματική και τρυφερή όπως είναι το σινεμά του Κούτρα. Και το «Από την Ακρη της Πόλης» του Κωνσταντίνου Γιάνναρη. Κι ο «Κυνόδοντας» βέβαια, αν και από τις ταινίες του Λάνθιμου-Φιλίππου προτιμώ μακράν τον «Θάνατο του Ιερού Ελαφιού». Κι ο «Βιος και Πολιτεία» που τα είπαμε πριν.
Οι μεγάλες πρόσφατες επιτυχίες «Ευτυχία» και «Φόνισσα»: τι σου δίδαξαν, τι ήταν το πιο δύσκολο, τι πέτυχε και δεν το περίμενες, τι περίμενες και δεν πέτυχε; Γιατί άρεσαν στον κόσμο τόσοπολύ;
Μου έμαθαν ότι μπορεί κάτι να έχει χίλιες δυσκολίες να γίνει, αλλά σημασία έχει να γίνει. Κι από εκεί και μετά, μπορεί να ευλογηθεί και να φύγει και να κάνει το ταξίδι της. Με εξάσκησαν στο να δουλεύω με διαφορετικούς ανθρώπους γιατί η «Ευτυχία» ήταν πριν με άλλο σκηνοθέτη, με άλλη παραγωγή και αν πω τελικά τι μ’ έμαθαν είναι πως αν είναι κάτι να γίνει, γίνεται στο χρόνο του. Και πρέπει απλώς να έχεις υπομονή και ν’ αντέχεις.
Η «Ευτυχία» είχε αυτό το πηγαίο του χαρακτήρα της Ευτυχίας, το πολύ γοητευτικό και αλλοπρόσαλλο που ακούμπαγε με κάποιο τρόπο και στην εποχή. Το οποίο δεν ήταν από πρόθεση, γιατί όταν βγήκε ήταν ακριβώς πάνω στην εποχή που αγκάλιασε με μεγάλη χαρά το χαρακτήρα μιας τέτοιας γυναίκας, τόσο ανεξάρτητης και δυναμικής. Η Ευτυχία είχε μια συγκλονιστική ζωή που τα είχε όλα μέσα, όλα τα συστατικά για να γίνει μια ιστορία που να σε κρατάει και να θέλεις να τη δεις. Μετά ήταν κι όλ’ αυτά που τα δοκιμάζεις και δεν ξέρεις πώς θα βγουν, οι ηθοποιοί, φυσικά ο Αγγελος, η μουσική. Πάντα, για να γίνει επιτυχία μια ταινία, δεν γίνεται από ένα πράγμα. Για να γίνει αποτυχία, μπορεί δέκα να είναι καλά και ένα μόνο ζαβό κι αρκεί. Στην «Ευτυχία» μαζεύτηκαν διάφορα πράγματα που πέτυχαν.
Η «Φόνισσα», πέρα από το εικαστικό κομμάτι που ήταν πολύ υποβλητικό κι αυτομάτως σε άρπαζε, την συγκινητική προσήλωση της Εύας Νάθενα με το θέμα και την Καρυοφυλλιά, εννοείται, που γεννήθηκε για να παίξει τη Φόνισσα, νομίζω ότι έπαιξε τεράστιο ρόλο η συγκυρία και το γεγονός ότι πήραμε το κείμενο και κοιτάξαμε το τι θέλει να πει, τι ήθελε να πει αυτός ο άνθρωπος, γιατί το έγραψε. Και βρήκαμε και αυτό που συνέβαινε τότε που η κοινωνία δολοφονούσε τα κορίτσια, αυτό το βρήκα με πολλή έρευνα γιατί όσο ψάχνεις, τίποτα δεν πάει χαμένο. Νομίζω ότι το πολύ σημαντικό ήταν ότι αυτό πάτησε μεγάλο κουμπί στο τώρα, ότι υπήρχε πάλι μια ιστορία γυναικοκτονίας στο φόντο, που δεν υπήρχε στο βιβλίο. Επρεπε να βρουμε τι θέλει να πει και δεν το λέει, γιατί ακριβώς ζούσε εκείνη την εποχή, είχε και τρεις αδελφές ανύπαντρες. Μίλαγε για τον εαυτό του, γι’ αυτό που συνέβαινε, αλλά το αφηγούνταν απαλά. Θέλαμε να δείξουμε τη σκληρότητα αυτής της εποχής λοιπόν, μ’ έναν τρόπο που ν’ αφορά και στο σήμερα.
Οι δύο που έρχονται: «Νόμος του Μέρφυ»; Πως είναι να δουλεύεις με τον Αγγελο Φραντζή; Είναι η κωμωδία στην Ελλάδα μια παρεξηγημένη φάση;
Με τον Αγγελο είναι φανταστικά να δουλεύεις γιατί είναι ένας πολύ ευαίσθητος και γενναιόδωρος άνθρωπος και πολύ ανοιχτόμυαλος, ακούει αμέσως ό,τι πεις, ακόμα και μια βλακεία, θέλει ν’ ακούσει γιατί το είπες. Δίνει πάρα πολλή σημασία στους συνεργάτες του και τους τιμάει πάρα πολύ. Κι επίσης έχει και πλάκα κι ήταν και μια διαδικασία όπου γελάσαμε και περάσαμε πολύ ωραία και με τον Αγγελο και με τον Κωστή Σαμαρά. Ηταν και πολύ αστεία και πολύ ψυχαναλυτική, γιατί είναι έτσι κι η ταινία μας. Εχει και χιούμορ, έχει όλα τα στοιχεία της κομεντί – κωμωδίας, που πάει και λίγο πιο βαθιά και σου πατάει κι ένα κουμπί και σε κάνει και συγκινείσαι κιόλας στο τέλος. Τώρα που είδα το πρώτο μοντάζ, ένιωσα πραγματικά σαν να χορεύει όλη η ταινία. Αυτό ήταν το συναίσθημα.
Αυτή η ταινία είναι κομεντί, με κάποιες πινελιές λίγο πιο βαθιές. Η κωμωδία φυσικά πιστεύω ότι είναι παρεξηγημένη στην Ελλάδα, αυτομάτως τη θεωρούν ευτελές είδος – όχι το κοινό, το κοινό τις λατρεύει τις κωμωδίες. Αλλά αν μιλάμε για τους κριτικούς, για το συνάφι, είναι πολύ παρεξηγημένη, φαίνεται κι από τη σοδιά των κωμωδιών που έχουμε κάθε χρόνο.
Γενικά τ’ αντιμετωπίζω τα πράγματα με άγνοια κινδύνου. Και να τον βλέπω τον κίνδυνο μπροστά, λέω, δεν πειράζει, όταν έρθει θα δούμε τι θα κάνουμε.»
Για την Κάτια Γκουλιώνη
Είναι φανταστικό να γράφεις εξαρχής γνωρίζοντας για ποια ηθοποιό γράφεις. Την Κάτια την είχαμε από την αρχή κι εκείνη σκεφτόμασταν. Είναι και λίγο περίεργο συναίσθημα, γιατί την έχεις φανταστεί την ταινία όταν τη γράφεις, με την Κάτια, και τη βλέπεις στην οθόνη πάλι με την Κάτια κι είναι σαν mind game. Από την άλλη, η Κάτια είναι φανταστική συνεργάτης. Είναι πάρα πολύ δουλευταρού, πολύ αναλυτική, πολύ ταλαντούχα και δοτική κι έχει κι ένα πηγαίο χιούμορ που μπορεί να μη φαίνεται στην αρχή, αλλά για όσους την ξέρουν, τη χαρακτηρίζει.
«Υπάρχω». Τι είπες όταν σου προτάθηκε; Πού βασίστηκες; Πόσο σκέφτηκες τα βαρίδια πρώτον μιας τέτοιας προσωπικότητας-συμβόλου, δεύτερον μιας προσωπικότητας που φέρει την ιστορία επιθετικής συμπεριφοράς απέναντι στις γυναίκες;
Στην αρχή σκέφτηκα ότι θα μπλέξουμε. Οι βιογραφίες έχουν πάρα πολλές δυσκολίες. Η μία, η πιο αξεπέραστη, είναι όχι μόνο οι συγγενείς του ανθρώπου που περιγράφεις, γιατί ως συγγενείς θέλουν να τον προστατεύσουν, αλλά είναι και όλων όσων σχετίζονται, που είναι αληθινά πρόσωπα, το διανοείσαι; Επίσης πρέπει να γράψεις για ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα της ζωής τους, χωρίς να φαίνεται σαν συρραφή από σκηνές. Δηλαδή πρέπει να κάνεις μια ταινία που να πιάνει ας πούμε ένα διάστημα σαράντα χρόνων και να μην φαίνεται αποσπασματικό, αλλά με μια αλληλουχία. Οπότε, γενικά, οι βιογραφίες είναι το πιο δύσκολο πράγμα. Χρειάζεται και επιλογή και σύνθεση.
Νομίζω για τον Καζαντζίδη το στοίχημα είναι ότι όλοι έχουμε άποψη για τον Καζαντζίδη, κι αυτό είναι ένα πρόβλημα, και πολύ αντικρουόμενες απόψεις, όποιον ρωτήσεις, άλλα θα σου πει, εντελώς ακραία διαφορετικά. Ο τρόπος που το προσέγγισα αυτό ήταν ότι διάβασα διάφορα βιβλία κι είχα ως συμβούλους τον Γιώργο Λιάνη και τον Κώστα Μπαλαφούτη. Ηθελα να καταλάβω τον χαρακτήρα του, δηλαδή σημείωνα ό,τι μου έλεγαν, ήταν έτσι, ήταν αλλιώς κι είχα φτάσει να έχω δέκα χαρακτηριστικά. Και μετά η επιλογή των σκηνών, των γεγονότων κι όσων δημιούργησα, γιατί είναι και μυθοπλασία, ήταν με βάση τι χαρακτηριστικά πρέπει να βγουν τώρα; Τι δεν έχω δείξει μέχρι τώρα; Κι ήταν ένα παζλ, μια επιλογή, θα προτιμήσω να πω αυτό αντί για εκείνο, για να φανεί κι αυτό στο χαρακτήρα του. Για μένα το στοίχημα θα είναι, όταν βγεις από την ταινία, να έχεις νιώσει και να έχεις καταλάβει αυτόν τον άνθρωπο, που είχε πολλά διφορούμενα κι αντικρουόμενα πράγματα.
Η αντιφατική προσωπικότητα του Καζαντζίδη μου το έκανε ενδιαφέρον. Και μίλησα και με ψυχολόγο για να δω πώς θα το αντιμετωπίσω. Δεν είναι απλώς η αποθέωση ενός συμβόλου, αλλά είναι και να καταλάβουμε γιατί αυτός πάντα ένιωθε αδικημένος, γιατί ήταν πάντα αμυνόμενος; Τι έφταιγε; Γιατί σταμάτησε να τραγουδάει πάνω στην ακμή του; Ολα αυτά ήταν ενδιαφέροντα για μένα. Βέβαια είναι δύσκολο, πολύ, να το κάνεις αυτό και να κρατάς ικανοποιημένους και τους ανθρώπους που σχετίζονται μαζί του. Αλλά από την άλλη ήταν και μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία σε μια φοβερή εποχή. Ηταν ο Ελβις της Ελλάδας, ήταν κάτι πολύ δυνατό.
Γενικά τ’ αντιμετωπίζω τα πράγματα με άγνοια κινδύνου. Και να τον βλέπω τον κίνδυνο μπροστά, λέω, δεν πειράζει, όταν έρθει θα δούμε τι θα κάνουμε.
Ο Τσεμπερόπουλος είναι και πάρα πολύ φίλος. Ως σκηνοθέτης είναι πάρα πολύ της λεπτομέρειας, του γιατί και πώς και να το ξέρουμε όλο πώς θα το κάνουμε και να το καταλάβουμε όλοι, να το έχει, να το δουλέψει με τους ηθοποιούς, να τους ξεζουμίσει με τις δικές του μεθόδους. Είναι κι αυτό μια άλλη διαδικασία. Κι αυτός το πήρε πάρα πολύ πάνω του και το ένιωσε δικό του. Κι εγώ αν σ’ ένα πράγμα ξεχωρίζω τους συνεργάτες, πέρα απ’ το αν τους συμπαθώ και πώς κάνουν τη δουλειά τους, είναι αν είναι «μισθοφόρος» κάποιος ή αν μπαίνει με τα όλα μέσα. Εκεί κρίνεται το πράγμα στο τι θα σου πω μετά για τον καθένα. Το έζησε και το υιοθέτησε και μπήκε κι αυτός με τα μπούνια.
Για τον Χρήστο Μάστορα
Ο Μάστορας είναι ένα φανταστικό παιδί. Τρομακτικά φιλότιμος και εργατικός. Αυτό που κλήθηκε να κάνει ήταν πάρα πολύ δύσκολο, γιατί έπαιζε σε όλες τις σκηνές της ταινίας, χωρίς να έχει ξαναπαίξει ποτέ του. Εκανε βέβαια ο άνθρωπος μαθήματα με τη Σκότη, έκανε πρόβες. Αλλά σκέψου να πηγαίνεις και τρεις ώρες πριν για να σου βάζουν τα προσθετικά, γιατί παίζει και σε πιο μεγάλη ηλικία τον Καζαντζίδη, και δέκα ώρες το γύρισμα και να μην έχουμε ακούσει κιχ.