Χωρισμένη στη μέση για τις δύο ηλικίες της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, η «Ευτυχία» είναι πριν από οτιδήποτε το πορτρέτο μιας γυναίκας που έζησε με τους δικούς της όρους, μπαινοβγαίνοντας - γυναίκα πράγμα - όχι μόνο στα κουτούκια όπου γεννήθηκε το ελληνικό λαϊκό τραγούδι και στις χαρτοπαικτικές λέσχες όπου έπαιξε όλα της τα υπάρχοντα, αλλά και στις νόρμες μιας κοινωνίας που κάθε φορά που δεν χωρούσαν την bigger than life προσπωικότητά της αυτή έβρισκε τον δικό της τρόπο να τις ακυρώνει και να της ορίζει από την αρχή.
Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που ο Αγγελος Φραντζής τη σκηνοθετεί σε μια συνεχή διαδρομή: από τη Σμύρνη που καίγεται μέχρι τα ελληνικά παράλια, από τον Εθνικό Κήπο στα μπουλούκια της ελληνικής επαρχίας, από την κουζίνα του σπιτιού της στην Εθνική Βιβλιοθήκη, από μια βόλτα στην χειραφέτηση μέχρι ένα μεγάλο ταξίδι στην απώλεια, από την ανεξαρτησία στη μοναξιά και πάλι πίσω - στο μεγάλο δρόμο όπου το «περπάτημα» μιας γυναίκας γίνεται το μονοπάτι για όσες ακόμη θα τολμήσουν να πατήσουν στα βήματά της, αλλάζοντας λίγο τον κόσμο προς το καλύτερο.
Στις διαδρομές της, η Ευτυχία θα συναντήσει τους άντρες που τη σημάδεψαν, αυτούς που αγάπησε, αυτούς που «δικαίωσε» ερήμην προκαταλήψεων της εποχής, τις γυναίκες που έγιναν οι σύντροφοί της και μαζί μάνα, κόρες, φίλες, χορηγοί για το τζόγο της, αιώνιοι σύντροφοι της μοναξιάς της. Θα συναντήσει και τον Τσιτσάνη, τον Καλδάρα, τον Χιώτη και όλους όσους μεγάλους και τρανούς έσωσε κάθε φορά που έβγαζε ένα στιχάκι από τα τσαλακωμένα της χαρτάκια, βάζοντας λες από πείσμα σε δεύτερη μοίρα το ταλέντο της και σε πρώτη την μπάνκα για να μπορεί να παίζει. Θα συναντήσει και την αγάπη, την ολοκλήρωση, την επιτυχία. Θα συναντήσει και τον ξεριζωμό, την απώλεια, την αγωνία της διεκδίκησης, το τίμημα του να είσαι αδιαπραγμάτευτα ο εαυτός σου.
Πρώτη «περπατάει» στην μεγάλη οθόνη η Κάτια Γκουλιώνη με το δύσκολο έργο του να συστήσει την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, αλλά κυρίως να κάνει τον θεατή κοινωνό του ιδιαίτερου χιούμορ της, της τολμηρής (για την εποχή και όχι μόνο) γλώσσας της, του αναστήματος που όρθωνε απέναντι στους άντρες και τις συμβάσεις τις εποχής. Η επιτυχία της είναι ολοκληρωτική, αφού με την πολύτιμη κινηματογραφική εμπειρία της («Μέσα στο Δάσος», «Σύμπτωμα», «Πολυξένη», «Ακίνητο Ποτάμι.) κάνει την Παπαγιαννοπούλου το μοντέρνο κορίτσι που ήταν και μαζί μια αιφνιδιαστικά αφοπλιστική γυναίκα που διασχίζει την απόσταση ανάμεσα στην κοπέλα που ονειρεύεται και αυτή που περνάει αυτόματα στη δράση με πειθώ, σωματική ενέργεια και ίσως την καλύτερη σκηνή της ταινίας λίγο πριν την «έξοδό» της.
Εκεί μπαίνει σαρωτική η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη - που δεν σταματήσαμε ποτέ να την αναζητούμε στον κινηματογράφο ήδη από τις πρώτες φορές που την είδαμε - για να δώσει πρόσωπο, κίνηση και τόνους τσιγάρων στην Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου που γνωρίζουμε. Σε απόλυτη ευθυγράμμιση με την Κάτια Γκουλιώνη, συνεχίζει τις διαδρομές της ηρωίδας μεγενθύνοντας ταυτόχρονα τόσο τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της, τις νίκες όσο και τις ήττες της. Βλέμματα, κινήσεις και μια πειθαρχημένη αίσθηση μιας γυναίκας που χρειάστηκε να υπερβεί τα ανθρώπινα μέτρα με οδηγό τις επιθυμίες της και να τζογάρει όχι μόνο την περιουσία της αλλά και την ίδια την υστεροφημία της - με μια σκηνή που σε αντιστοιχία με αυτή της Γκουλιώνη στο πρώτο μέρος σε τρυπάει κατευθείαν στην καρδιά.
Ανάμεσα στις δύο αυτές γυναίκες βρίσκεται ο Αγγελος Φραντζής που πατώντας πάνω στο μελετημένο σενάριο της Κατερίνας Μπέη (στηριγμένο σε αναμνήσεις και στο βιβλίο της εγγονής, Ρέας Μανέλη), ανεβάζει τον πήχη στην εικονογράφηση, κρατώντας το σκηνικό στα ανθρώπινα μέτρα και σκηνοθετώντας με κομψότητα και με οδηγό το συναισθηματικό ρακόρ της ηρωίδας του. Την ακολουθεί στις διαδρομές της και φωτίζει τη μία δίπλα στην άλλη (μερικές φορές πιο πολύ απ' όσο αξίζει στην κινηματογραφικότητα του όλου εγχειρήματος) πτυχές της ιστορίας της, δίνει χώρο στους δεύτερους ρόλους (εξαιρετική η Ντίνα Μιχαηλίδου στο ρόλο της μητέρας, ένας ηθοποιός βαθιά συγκινητικός ο Πυγμαλίων Δαδακαρίδης στο ρόλο του Γιώργου Παπαγιαννόπουλου, φιλότιμος αν και όχι στο ύψος των περιστάσεων στο δύσκολο και με αρκετές γραφικοτητες ρόλο του ο Θάνος Τοκάκης) και με μια ενιαία οπτική καταφέρνει συχνά να πλησιάζει τον απώτερο στόχο πως αυτό που βλέπουμε είναι ή θα έπρεπε να είναι κανονικά η μεγάλη ιστορία της Ελλάδας και του λαϊκού τραγουδιού μέσα από την ιστορία μιας γυναίκας και στο διάστημα πέντε δεκαετιών.
Προσανατολισμένο από τη γραφή του ήδη στη γυναίκα (και όχι στο μύθο) Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, η «Ευτυχία» δεν είναι αυτό, αφού η ελληνική Ιστορία περνάει μόνο αμυδρά κι ανώδυνα πάνω από τη δράση και τα τραγούδια της Παπαγιαννοπούλου «ακούγονται» μόνο σε ένα αμήχανο σεναριακό και σκηνοθετικό εύρημα που δένει το παρόν με το παρελθόν - μια εκδήλωση προς τιμήν της όπου ακούγονται διασκευές των μεγάλων της επιτυχιών και απ’ όπου παρελαύνουν και οι «διάσημοι» με τους οποίους συνδέθηκε.
Θα έλεγε κάποιος (μπορεί και δίκαια) πως δεν χρειάζεται να γνωρίζει κανείς περισσότερα για μια γυναίκα που γράφει το στίχο «Είμαι αϊτός χωρίς φτερά, χωρίς αγάπη και χαρά», συγκινώντας τον Μάνο Χατζιδάκι ή την σουρεαλιστική ιστορία της κυρίας Καβουρίνας, χαρίζοντας στον Τσιτσάνη ένα από τα αδιαπραγμάτευτα χιτς του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού. Ομως, από την ταινία της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου μαθαίνουμε λίγα για το ποια ήταν η έμπνευσή της για το κάθε τραγούδι, λιγότερα για το τι τελικά πίστευε η ίδια για τον εαυτό της, ακόμη πιο λίγα για το «τραύμα» που της άφησε ένα διαρκές αγχομαχητό για τον κόσμο όλο.
Πιο οικεία στις στιγμές της αδυναμίας της - υπέροχες οι μικρές αλλά τόσο πλούσιες σε αίσθημα «σκοτεινές» συναντήσεις της με την Ρένα Βλαχοπουλου και την Σωτηρία Μπέλλου, πιο δυνατή σαν φιγούρα και ορμή παρά ως ένα διαχρονικό φεμινιστικό σύμβολο, τελικά πιο γήινη και από την ίδια την επιμονή της για ανεξαρτησία, ελευθερία και επιβίωση, η γυναίκα Ευτυχία στέκεται με όλες τις της αδυναμίες της ως ένα ανοιχτό βιβλίο μπροστά στο θεατή. Ακριβώς όπως και αυτή η ταινία, που στέκεται πάνω από το μέσο όρο των ταινιών που θέλουν να πείσουν για το λαϊκό τους έρεισμα, σίγουρη πως κάθε μικρή ή μεγαλύτερη ατέλεια μπορεί να παραμεριστεί όταν πορεύεσαι με την πυξίδα στη σωστή κατεύθυνση: αυτή του συναισθήματος και της λιτότητας, αυτή της αυτογνωσίας και της ειλικρίνειας.