Μπορεί οι δυο τους να συναντήθηκαν τώρα, για πρώτη φορά στην οθόνη, αλλά η Ζιλιέτ Μπινός είχε μια σχέση με την Καμίλ Κοντέλ και τον μύθο της εδώ και πολλά χρόνια. Οταν ήταν 16 χρονών είχε ένα από τα έργα της κρεμασμένο σε αφίσα πάνω από το κρεβάτι της «εκεί που άλλα κορίτσια θα είχαν αφίσες από ροκ σταρ» όπως λέει η ίδια. Ηταν μια αφίσα που έμεινε εκεί για χρόνια και που βρήκε την θέση της στο δωματιό τηςμ όταν η νεαρή τότε Ζιλιέτ είδε ένα θεατρικό έργο για την ζωή της στο Παρίσι και στη συνέχεια διάβασε ένα βιβλίο με την βιογραφία της. Παθιασμένη με τα μουσεία και την τέχνη («για χρόνια, ειδικά όσο καιρό πέρασα στο Λονδίνο δουλεύοντας σαν νταντά, περνούσα κάθε στιγμή από τον ελεύθερο χρόνο μου στα μουσεία »), ζωγράφος και η ίδια εκτός από ηθοποιός, ένοιωσε από την αρχή μια συγγένεια με αυτή τη γυναίκα και την τέχνη της, μια συγγένεια που τώρα την φέρνει να την υποδύεται, σε μια από τις πιο δύσκολες περιόδους της ζωής της: Εγκλειστη σε ένα ίδρυμα για ανθρώπους με ψυχολογικές ασθένειες, εγκαταλειμμένη απ όλους, ως το τέλος.
«Με άγγιξε πολύ η ιστορία της. Είχε να κάνει και με το ότι κάποιος από την οικογένειά μου ήταν για χρόνια σε άσυλο, οπότε η ιστορία της Καμίλ είχε και μια ακόμη πιο προσωπική πλευρά για μένα» λέει. «Το μεγάλο ερώτημα όμως ήταν πάντα, πως μια γυναίκα με τόση δύναμη και τόσο ταλέντο πέρασε τριάντα χρόνια της ζωής της σε ένα άσυλο; Είναι κάτι που δεν μπορώ να δεχτώ. Και πως ο αδελφός της, ένας ποιητής, δέχτηκε να την αφήσει σε αυτή την κατάσταση. Ηθελα να καταλάβω το γιατί, να προσπαθήσω να μάθω το πως κάτι τέτοιο συνέβη». Η ταινία του Μπρουνό Ντιμόν ήταν για εκείνη μια ευκαιρία να ανακαλύψει η ίδια τι ακριβώς συνέβη, πως αυτή η τόσο σπουδαία γυναίκα βρέθηκε σε μια τόσο δεινή θέση. «Αυτό που ανακάλυψα ήταν φυσικά αυτό που φανταζόμουν: Η κατάληξή της είχε να κάνει με την εποχή της, με την ανατροφή της: Οταν μεγαλώνεις σε ένα χωριό η αίσθηση της υπόληψης είναι κάτι πολύ σημαντικό και μερικοί άνθρωποι δεν μπορούν παρά να νοιάζονται για το τι σκέφτονται οι άλλοι. Αυτό είχε αν κάνει με την μητέρα της. Ο αδελφός της Πολ από την άλλη μεριά, ήταν μάλλον δειλός και από την άλλη ήταν επίσης διπλωμάτης, έλειπε πολύ καιρό από την χώρα οπότε δεν μπορείς να τον κατηγορήσεις στ΄αλήθεια. Εκείνος τουλάχιστον την επισκέφτηκε δεκατρείς φορές στο άσυλο, ενώ η μητέρα της, ούτε μία. Δεν μου αρέσει να κρίνω, όλοι μας κάνουμε λάθη, αλλά είναι κάτι που σε κάνει να λυπάσαι πολύ. Οτι εγκαταλείφθηκε με αυτόν τον τρόπο. Ομως για μένα η αληθινή σκληρότητα στην ιστορία της, ήταν ότι δεν την άφηναν να έχει καμιά επικοινωνία με τον έξω κόσμο. Οτι δεν της επέτρεπαν να στέλνει η να δέχεται γράμματα. Και στο τέλος της ζωής της, η οικογένειά της, ζήτησε όλα όσα είχε στην κατοχή της να καούν. Και το μόνο που έμεινε ήταν η βίβλος της κι αυτή γιατί ανήκε στην εκκλησία, όπου πήγαινε κάθε μέρα για να ξεφύγει, να είναι ήσυχη, να μην ακούει τις κραυγές των ασθενών, τον θόρυβο».
Η επώδυνη ιστορία αυτής της γυναίκας, το σκοτεινό σημείο στο οποίο βρίσκεται όταν την συναντάμε στην ταινία του Ντιμόν, ήταν κάτι που δεν την φόβισε, ακόμη κι αν όπως ομολογεί η ίδια «όταν τολμάς να πηγαίνεις κάπου τόσο βαθιά, σε ένα μέρος τόσο σκληρό, θα πρέπει να ξέρεις ότι μπορείς να γυρίσεις πίσω. Πρέπει να έχεις το κουράγιο να αφεθείς στο δικό σου σκοτάδι, αλλά και την δύναμη να μπορείς να επιστρέψεις εκεί που ήσουν πριν». Για την συνεργασία της με τον Ντιμόν μάλιστα, έναν σκηνοθέτη που δουλεύει συνήθως με ερασιτέχνες ηθοποιούς και με μια δική του μέθοδο, οι απαιτήσεις ήταν ακόμη μεγαλύτερες. «Με τον Μπρουνό είχαμε συμφωνήσει ότι δεν θα διαβάσω το σενάριο, παρά μόνο τα γράμματά της Καμίλ Κλοντέλ. Συμφωνήσαμε επίσης ότι δεν θα χρησιμοποιήσουμε καθόλου μέικ απ, για να μην υπάρχει τίποτα ανάμεσα σε μένα και την κάμερα». Και υπήρχε φυσικά μια ακόμη δύσκολη δοκιμασία, αυτή του να παίζει τον ρόλο της ανάμεσα σε γυναίκες που ήταν στ΄αλήθεια ασθενείς σε ένα ψυχιατρικό ίδρυμα και στους ανθρώπους που ήταν εκεί για να τους φροντίζουν. «Το πιο σημαντικό ήταν να χτίσεις μια σωστή σχέση ανάμεσά μας. Ο κανόνα για αυτούς ήταν να με αποκαλούν Καμίλ και για μένα να μην είμαι η νοσοκόμα τους, ή ο άνθρωπος που τους βοηθά. Επρπεπε να κρατήσουμε μια σωστή απόσταση. Ετσι με δέχτηκαν σαν μια από αυτές. Αν και μερικές από τις ασθενείς με αναγνώρισαν και ήξεραν ακριβώς τι κάναμε, ήξεραν ότι είμαι η Ζιλιέτ, αλλά δέχτηκαν να παίξουν αυτό το παιχνίδι. Ηταν μια εμπειρία απελευθερωτική και ήταν μια εμπειρία ωμή, την οποία απαιτούσε ο ίδιος ο χαρακτήρας της Καμίλ Κλοντέλ». Και ήταν μια εμπειρία που η ίδια η Μπινός αναζήτησε, αφού όπως εξηγεί, ήθελε από καιρό να δουλέψει με τον Ντιμόν -κάτι που του είχε εκμυστηρευθεί όσο περίμενε το κατάλληλο φιλμ για τους δυο τους να κάνει την εμφάνισή του. Γιατί ακόμη κι αν είναι από τις μεγαλύτερες ηθοποιούς στην Ευρώπη αυτή τη στιγμή, βραβευμένη με ένα οσκαρ για τον «Αγγλο Ασθενή», η Μπινός δεν έχει σε τίποτα την συμπεριφορά μιας «σταρ» και ειδικά στην σχέση της με τους σκηνοθέτες. «Αγαπώ να δουλεύω με σκηνοθέτες που εκτιμώ. Το έκανα με τον Κιαροστάμι με τον Χου Χσιάο Χσιεν με τον Ολιβιέ Ασαγιάς, οπότε νομίζω ότι ένας ηθοποιός οφείλει να ξεκινά κι ο ίδιος συνεργασίες που τον ενδιαφερουν. Και σαν παραγωγός. Πρέπει να βάζεις εσύ την ζωή σου και την καριέρα σου σε μια διαδρομή. Πρέπει να δημιουργείς δεσμούς κι ευκαιρίες. Είναι όπως με τον Μίκαελ Χάνεκε. Ο «Αγνωστος Κώδικας» ήταν η πρώτη του ταινία έξω από την χώρα του και τώρα δουλεύει πια σε ένα διαφορετικό επίπεδο. Οφείλεις να δοκιμάζεις διαφορετικά πράγματα, δεν μπορείς να κάνεις πάντα εμπορικές ταινίες, τα ίδια και τα ίδια. Οι ταινίες στο εμπορικό σινεμά έχουν συχνά για μένα το ίδιο ενδιαφέρον όσο κια τα διαφημιστικά. Δεν έχεις την ευκαιρία να σκεφτείς ή να νιώσεις κάτι. Δεν είναι αυτό το σινεμά γα μένα. Γι αυτό αναζητώ σκηνοθέτες που ανήκουν σε μια διαφορετική εποχή, μια εποχή συναισθημάτων, ευαισθησίας που μοιάζει πια σπάνια. Μου λείπουν σκηνοθέτες σαν τον Ταρκόφσκι σαν τον Ντράγιερ τους χρειάζομαι. Δεν μπορούμε απλά να νιώθουμε ότι ανήκουν σε ένα άλλο σινεμά. Οφείλουν να είναι παρόντες εδώ και τώρα».
Ενας από τους σκηνοθέτες που ακόμη περιμένει, είναι φυσικά ο Πέδρο Αλμοδόβαρ, αν και κάποτε βρέθηκαν πολύ κοντά στο να δουλέψουν μαζί. «Ο Αλμοδόβαρ κάποτε μου ειπε ότι ηθελε να κάνει μια ταινία με εμένα και τον Ντεπαρντιέ. Είχε στο μυαλό του να κάνει κάτι σαν την «Νύχτα Πρεμιέρας» του Κασσαβέτη, αλλά με τον δικό του τρόπο φυσικά. Ομως στην πορεία τα πράγματα δεν προχώρησαν όπως θα περίμενε κανείς και το σχέδιο έμεινε πίσω. Ξέρεις και οι σκηνοθέτες πρέπει πολλές φορές να βρουν το δικό τους κουράγιο για να κάνουν τα πράγματα που θέλουν». Μέχρι τότε, η Ζιλιέτ Μπινός θα συνεχίσει την εκλεκτική καριέρα της που μεταξύ άλλων περιλαμβάνει τους επόμενους μήνες το «Sils Maria» του Ολιβιέ Ασαγιάς, την επόμενη ταινια της Ιζαμπέλ Κοϊσέτ «Nobody Wants the Night», αλλά κι έναν ρόλο στο «Godzilla», το reboot της κολοσσιαίας ταινίας καταστροφής, σε μια σπάνια εμφάνισή της σε ένα καλοκαιρινό blockbuster. «Υποθέτω πως θα μπορούσα να το κάνω πιο συχνά, μπορεί να είναι μια διασκεδαστική κι αποδοτική εμπειρία» λέει η ίδια για το παιχνίδι του Χόλιγουντ. «Ομως το σινεμά στην Αμερική είναι συχνά μόνο μπίζνες. Κι επίσης ένας κόσμος ανδρών. Οι καλοί γυναικείοι ρόλοι είναι ήδη λίγοι για τις Αμερικανίδες ηθοποιούς οπότε είναι δύσκολο να βρεις κάτι αληθινά ενδιαφέρον. Και ακόμη κι αν είναι διασκεδαστικό να παίζεις μια φορά στις τόσες σε μια μεγάλη περιπέτεια, αυτό που αληθινά αναζητώ είναι ταινίες στις οποίες να μπορώ να έχω μια σύνδεση με τον σκηνοθέτη μου, ταινίες που να με βοηθούν να καταλάβω τους ανθρώπους, εμένα, καλύτερα».
Διαβάστε εδώ την κριτική του Flix για το «Καμίλ Κλοντέλ 1915» του Μπρουνό Ντιμόν
Tags: ζιλιέτ μπινός