Συνέντευξη

Αλεξάνδρα Λαδικού, Αιμιλία Υψηλάντη: Δυο μούσες του Τάκη Κανελλόπουλου μιλούν στο Flix

of 10

Δυο γυναίκες τόσο παρούσες και με τόσο μεγάλη ιστορία, όσο το έργο του «ποιητή» σκηνοθέτη που τις αγάπησε, μιλούν στη Βένα Γεωργακοπούλου σε δυο ανεπανάληπτες, αποκλειστικές συνεντεύξεις.

Αλεξάνδρα Λαδικού, Αιμιλία Υψηλάντη: Δυο μούσες του Τάκη Κανελλόπουλου μιλούν στο Flix

Εννέα ταινίες μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ, μιά ομιλία του Μαρκ Μαζάουερ και μια πρωτότυπη εικαστική εγκατάσταση στην Πύλη 1 του Λιμανιού και ο Τάκης Κανελλόπουλος, ο πιο ταυτισμένος με τη Θεσσαλονίκη δημιουργός, επανέρχεται στο Φεστιβάλ. Τριάντα τρία χρόνια μετά το θάνατό του και εικοσιέξι μετά το πρώτο τιμητικό αφιέρωμα της διοργάνωσης στο έργο του.

Διαβάστε ακόμη: Το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης αφιερώνει στον Τάκη Κανελλόπουλο

Το 64ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, που ξεκινά την Πέμπτη (2 με 12 Νοεμβρίου), επιχειρεί να συστήσει και στους νεώτερους θεατές έναν γνωστό-άγνωστο δημιουργό, που εύκολα μάθαμε να… ξεπετάμε με ωραία και αγαπησιάρικα κλισέ: ρομαντικός, ποιητικός, λυρικός, νοσταλγικός, ιδιοσυγκρασιακός, μελαγχολικός, ευαίσθητος. Πόσοι, όμως, θυμόμαστε πραγματικά ακόμα και τις πιο διάσημες ταινίες του, την «Εκδρομή», τον «Ουρανό», την «Παρένθεση»;

Το Flix σκέφτηκε να στραφεί σε δυο από τις τρεις «μούσες» του, η τρίτη, η Λίλυ Παπαγιάννη, έχει φύγει από τη ζωή. Στην Αλεξάνδρα Λαδικού, πρωταγωνίστρια της «Παρένθεσης» (1968) και την ΑιμιλίαΥψηλάντη, πρωταγωνίστρια της «Τελευταίας Ανοιξης» (1972). Η απόσταση βοηθάει να ειπωθούν ευκολότερα μερικά πράγματα, όσο κι αν η αγάπη και η συγκίνηση δεν μειώνονται. Θα είναι και οι δυο παρούσες στην προβολή των ταινιών τους στη Θεσσαλονίκη.


παρένθεση

Αλεξάνδρα Λαδικού: «Ηταν το πιο ποιητικό ον»

Η Αλεξάνδρα Λαδικού μένει μακριά από την Αθήνα, δεν τη συνάντησα, αλλά η υπέροχη φωνή της στο τηλέφωνο μού ήταν ακόμα τόσο οικεία, σαν να την άκουγα μόλις χθες κι αςέχω χρόνια να τη δω στο σινεμά ή στο θέατρο. Εκλεισε, άλλωστε, όπως φροντίζει αμέσως να μου πει, τα 90 της χρόνια. Η φωνή της, και όχι το πανέμορφο πρόσωπό της, είναι, μάλιστα, για πολλούς το μεγάλο ατού της «Παρένθεσης», της ταινίας που γύρισε με τον Τάκη Κανελλόπουλο το 1966, στο πλευρό του Αγγελου Αντωνόπουλου. Γιατί αυτή η γυναίκα είναι που αφηγείται ένα τυπικό κανελλοπουλικό, ρομαντικό, ερωτικό δράμα. Δυο άνθρωποι συναντιούνται τυχαία σε ένα τρένο, ερωτεύονται, ζουν έξι ερωτικές αλλά εντελώς αθώες, παιδικές σχεδόν, ώρες στη Θεσσαλονίκη και χωρίζουν.

Θαρθεί στο Φεστιβάλ να παρευρεθεί στην προβολή της «Παρένθεσης», αλλά, «θέλω οπωσδήποτε να δω και την "Εκδρομή" και τον "Ουρανό", δεν τα θυμάμαι», λέει. Η συνάντησή της με τον Τάκη Κανελλόπουλο είναι φανερό ότι κρατάει πάντα μια κεντρική θέση σε μια καλλιτεχνική ζωή τόσο πλούσια, που ξεκινάει από τον Ροντήρη και τον Κουν και φτάνει στον Βολανάκη και τον Ευαγγελάτο. Ναι, το θέατρο στο οποίο βγήκε, αφού πρώτα παντρεύτηκε σε πολύ νεαρή ηλικία και απέκτησε δυο μωρά («ο άντρας μου δεν μπορούσε να με σταματήσει»), ήταν η μεγάλη της αγάπη. «Το σινεμά το έκανα για τα χρήματα», ομολογεί. Κι ας είναι κυρίως το σινεμά αυτό που την κρατάει τόσο ζωντανή μέσα μας.

Οταν συνεργάστηκε με τον Κανελλόπουλο, μόνο κινηματογραφικά πρωτάρα δεν ήταν. «Η πρώτη μου ταινία του ήταν οι "Υπερήφανοι" του Ανδρέα Λαμπρινού, 1962 ήταν, ήμουνα ήδη στο Θέατρο Τέχνης και ο Κουν, που δεν μας άφηνε ούτε ταινίες να κάνουμε ούτε συνεντεύξεις να δίνουμε, εμένα με συγχώρησε και με κράτησε στο θίασο. Ο Κουν, ο Κουν, είναι ο ωραιότερος άνδρας που γνώρισα στη ζωή μου, βγαίνουν τώρα και λένε διάφορα γι’ αυτόν, αλλά τι να μου πούνε εμένα όλα αυτά, ήταν ΑΝΔΡΑΣ. Δηλαδή, του έλεγες κάτι και το άκουγε, είχα μια καταπληκτική αντιμετώπιση κάθε φορά που του απευθυνόμουνα, κι ας ήμουν πολύ νέα και ίσως να είχα και λίγο θράσος», λέει. Θα μπορούσα να γράψω χιλιάδες λέξεις για τα θεατρικά της, συνεχώς σ’ αυτά γυρνάει, έχω κι εγω μια λαχτάρα ν' ακούσω, αλλά το θέμα μας είναι ο Τάκης Κανελλόπουλος.

Μετά τα «Κόκκινα Φανάρια», το «Μπλόκο» και το «Ρεμάλι της Φωκίωνος Νέγρη», πώς και γιατί δεχτήκατε την πρόταση του Κανελλόπουλου;

Μου είχε κάνει πρόταση να παίξω και στην «Εκδρομή», αλλά τότε δούλευα στο θέατρο, δεν μπορούσα, και πήρε την Παπαγιάννη. Με κυνήγαγε, όμως. Οταν δέχτηκα ήξερα, με είχανπληροφορήσει, ότι επηρεάζεται από τις γυναίκες και φοβήθηκα ότι θα είχαμε στη συνεργασία μας τίποτα πράγματα, που εγώ δεν θα ήθελα να προκύψουν. Θυμάμαι, ανέβηκα Θεσσαλονίκη, είχαμε ραντεβού στο στέκι του, το Φλοκάκι, πήραμε έναν καφέ και είδα να τρέμουν τα χέρια του. Είχε τρακ. Του είπα τότε κάτι άσχημο, ομολογώ. «Οταν κάποιος μού τα ρίχνει στη δουλειά, λέω μέσα μου, τι μαλάκας είναι». Επαθε καθίζηση. Ετσι, όμως, κόπηκε μαχαίρι κάθε άσχημη εξέλιξη. Και η σχέση μας και η συνεργασία μας ήταν καταπληκτικές. Πέρασα πάρα πολύ ωραία μαζί του. Κι ας είναι η μόνη μου ταινία, που με ταλαιπώρησε πολύ, γιατί γυρίστηκε σε δυο φάσεις. Το μισό μέρος ήταν Ανοιξη, το άλλο μισό με Βαρδάρη, πάγους και χιόνια. Εμπαινα μέσα σε πάγους με γοβάκια, χορεύαμε με τον Αντωνόπουλο και πατούσαμε σε νερά. Γύριζα μετά στο ξενοδοχείο μου και έβαζα το σεσουάρ να ζεστάνω τα σκεπάσματα.

Δεν μπορώ να πω ότι η «Παρένθεση» ήταν πολύ κατανοητή εκείνη την εποχή, παρόλο που πήρε αρκετά βραβεία. Είναι ένα πολύ ποιητικό φιλμ, που δεν μπορείς να το δεις σε μια τηλεόραση, θέλει μεγάλη οθόνη, γιατί έχει πολλά γενικά, όπου πρωταγωνιστεί η φύση, τα τοπία της Θεσσαλονίκης, όλα αυτά που στοίχειωναν ένα τόσο ποιητικό ον, όπως ήταν ο Τάκης.» - Αλεξάνδρα Λαδικού

par;enuesh

Πώς ήταν ως σκηνοθέτης; Σας εξήγησε, σας έβαλε στο νόημα της ταινίας;

Οχι, δεν εξηγούσε τίποτα. Ελεγε, «εσύ στέκεσαι εδώ κι εσύ εκεί και περπατάτε...». Απλώς έπρεπε εσύ να έχεις ήδη αντιληφθεί τι είναι αυτό που βιώνεις εκείνη τη στιγμή. Δεν θυμάμαι καν αν είχα πάρει σενάριο, είχαμε μόνο κάτι πολύ ελλειπτικούς διαλόγους. Ας πούμε, είμασταν με τον Αντωνόπουλο κάτω από μια ελιά. Σαν να αντιπαρέθετε το αιώνιο της ελιάς με το εφήμερο, το φευγαλέο μιας σύντομης ερωτικής συνάντησης, που δεν ολοκληρώνεται ποτέ.

Τι θυμάστε από την πρεμιέρα της «Παρένθεσης» στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, το 1968;

Ημουνα στην πρεμιέρα στο φεστιβάλ, άλλες εποχές, μεγάλη γοητεία. Δεν μπορώ να πω ότι η «Παρένθεση» ήταν πολύ κατανοητή εκείνη την εποχή, παρόλο που πήρε αρκετά βραβεία. Είναι ένα πολύ ποιητικό φιλμ, που δεν μπορείς να το δεις σε μια τηλεόραση, θέλει μεγάλη οθόνη, γιατί έχει πολλά γενικά, όπου πρωταγωνιστεί η φύση, τα τοπία της Θεσσαλονίκης, όλα αυτά που στοίχειωναν ένα τόσο ποιητικό ον, όπως ήταν ο Τάκης. Ομολογω ότι κι εγώ, όταν μου έκανε την πρόταση, για τη Θεσσαλονίκη δέχτηκα. Εκεί είχα περάσει τα πρώτα μου παιδικά χρόνια, στην πολυκατοικία Γκίνη, ακόμα μένει ίδια και απαράλλαχτη. Σκέφτηκα, ευκαιρία να πάω για να αποχαιρετήσω την πόλη, σαν να ήταν η ταινία του Τάκη ένα ρέκβιεμ… Δεν ήξερα τότε ότι θα επέστρεφα και πάλι, ότι θα έπαιζα στο ΚΘΒΕ μεγάλους ρόλους, πήγα για λίγο στη Θεσσαλονίκη, έτσι νόμιζα, και έμεινα δεκαπέντε χρόνια.

Παρένθεση, 1968 | Προβολή: Δευτέρα, 6/11, 19.00, αίθουσα Παύλος Ζάννας, παρουσία της Αλεξάνδρας Λαδικού


Η Τελευταία Ανοιξη

Αιμιλία Υψηλάντη: «Ηταν ένα μωρό, ούτε καν έφηβος, με έναν εκπληκτικά αθώο ρομαντισμό»

H ταινία «Η Τελευταία Ανοιξη», με πρωταγωνίστρια την Αιμιλία Υψηλάντη και τρεις άνδρες (Γιώργο Φουρνιάδη, Αγι Περγαντή και Βασίλη Πλατάκη), παίχτηκε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης του 1972 και είχε πολύ κακή υποδοχή από το κοινό. «Επεσε σε μια εποχή κομβική, τι τύχη θα μπορούσε να έχει απέναντι σ' αυτούς πού πέρναγαν τον κινηματογράφο μας από την εμπορικότητα σε μια νέα καλλιτεχνική έκφραση;», λέει η Αιμιλια Υψηλάντη.

Εκείνη τη χρονιά θριάμβευσαν στο Φεστιβάλ το «Προξενιό της Αννας» του Βούλγαρη και οι «Μέρες του ‘36» του Αγγελόπουλου. Η ταινία του Κανελλόπουλου, αν τότε ψιλογιουχαΐστηκε (ανεπίτρεπτο, βέβαια), σήμερα σε φέρνει σε πολύ μεγάλη αμηχανία. «Μετά από αυτήν αρχίζουν οι ταινίες του που δεν βλέπονται», σχολιάζει με ειλικρίνεια η Αιμιλία Υψηλάντη, «δεν προστατεύτηκε ο Τάκης όταν φαινόταν πια ότι πηγαίνει προς το χάος».

Μια ακόμα «μούσα» του Τάκη Κανελλόπουλου, η Αιμιλία Υψηλάντη, από τα πιο γερά μυαλά του ελληνικού θεάτρου, συμμετέχει με χαρά στο αφιέρωμα του 64ου Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης στον Τάκη Κανελλόπουλο. Αλλά με ματιά καθαρή, κριτική, χωρίς περιττές κολακείες. Οταν έπαιξε στην «Τελευταία Ανοιξη» ήταν ήδη καταξιωμένη πρωταγωνίστρια του κινηματογράφου με τους «Γενναίους του Βορρά» και τις ταινίες της με τον Βέγγο. Φανταστείτε χάος που τις χώριζε από τον δημιουργό της «Εκδρομής».

Πώς γνωρίσατε τον Κανελλόπουλο;

«Ημουν εκείνη την εποχή με τον Γιώργο Λιάνη, που ήταν πολύ φίλος του».

Τον εκτιμούσατε ως σκηνοθέτη;

Οταν είπα «ναι» στον Τάκη, ήξερα ήδη ότι δεν μπορούσε να κάνει μια πολύ καλή ταινία. Αλλά δεν θα του αρνιόμουνα. Ηταν ένα κράμα απίστευτου ιδεαλισμού και ρομαντισμού, τόσο εξωπραγματικό, που όποιος δεν τον γνώρισε ούτε μπορεί να το φανταστεί. Ηταν φανερό και έξω από την οθόνη, στις σχέσεις του, σ’ αυτό που εξέπεμπε, στο πώς αντιμετώπιζε τη ζωή».

Ο Τάκης τα βάζει με την απόλυτη εξουσία, που είναι ο στρατός και με όλο το σύστημα. Εντελώς αντισυστημικός. Ας προσέχουμε, λοιπόν, τη σημειολογία των έργων του. Γιατι ο Τάκης είναι τα έργα του. Τότε μόνο μπορούμε να τον καταλάβουμε. Τόσα στοιχεία μαζεμένα, μόνο σε έναν ποιητή, σε μια πολύ ιδιαίτερη προσωπικότητα, μπορούμε να τα βρούμε.» - Αιμιλία Υψηλάντη

Δηλαδή, ήταν «φευγάτος»;

Ηταν ένα μωρό παιδί - ούτε καν έφηβος. Ενα παιδί, που ενατένιζε τον κόσμο μέσα από έναν εκπληκτικά αθώο ρομαντισμό, με μια πλήρη εξιδανίκευση. Και συγχρόνως ήταν ένας ακραίος εστέτ, σχεδόν αριστοκράτης. Ο Τάκης σε μια άλλη εποχή θα ήταν ο τέλειος δανδής. Τα ρούχα του, το πώς έπιανε το τσιγάρο (κάπνιζε σαν μανιακός), το ότι πήγαινε πάντα στο ίδιο στέκι και καθόταν στην ίδια θέση, το πώς σε περίμενε… Ολο αυτό το σκηνικό ήταν το άκρον άωτον του εστετισμού.

Κι εσείς εντελώς διαφορετική, και ως γυναίκα και ως ηθοποιός.

Εκείνη την εποχή δεν είχα μπει ακόμα με τα μπούνια στην πολιτική, αλλά, ναι, η συγκρότησή μου ήταν εντελώς διαφορετική. Δεν θα χάλαγα, όμως, ποτέ ένα χατήρι του Τάκη, όπως δεν θα χάλαγα ποτέ χατήρι σε ένα εκπληκτικό παιδί, το οποίο μπορεί να είναι μεγαλοφυές, μπορεί να είναι και αυτοκαταστροφικό. Απέφευγα, όμως, την προσωπική επαφή μαζί του. Δεν μπορούσες εύκολα να κάνεις με τον Τάκη διάλογο, ήταν μονίμως αλλού.

Εχουν ενδιαφέρον, σήμερα, ιδιαίτερα οι γυναίκες του, τόσο «ψεύτικες», θα 'λεγα, μέσα στην τελειότητα και τον ρομαντισμό τους. Ακόμα κι όταν ήμουνα πολύ νέα, δηλαδή σχετικά κοντά στην εποχή των ταινιών, δεν αναγνώριζα την πραγματικότητα πάνω τους. Εσεις, τι λέτε;

Ναι, είχε μια λατρεία προς το ιδανικό της γυναίκας - το εξέφρασε πριν από μένα και στην Παπαγιάννη και τη Λαδικού, εγώ ήμουν η τρίτη. Ηθελε να βάζει κάπου στην ταινία του σε μια γυναικεία μορφή, αυτό το όνειρό του, το ιδανικό του. Οταν σε κοίταζε, σε έβλεπε σαν θεά και έλεγε και κάτι… μπούρδες, αλλά όλο αυτό ήταν τόσο ακραίο, που γινόταν τελικά γοητευτικό και πειστικό. Οταν, ας πούμε, με έβαλε στην ταινία να φορέσω πλισέ φούστα με άσπρο γιακαδάκι και γύρω δαντελίτσα, πράγματα εντελώς ξεπερασμένα, όταν μας έβαζε στις ερωτικές σκηνές να το ρίχνουμε στα τρεχαλητά, μέσα μου μπορεί και να μ’ έπιαναν τα γέλια. Αλλα τα δεχόμουνα όλα, γιατί ήταν ο Τάκης.

Να θυμηθείτε τα γυρίσματα, τι ζηταγε, τι έλεγε, πώς σας καθοδηγούσε;

Δεν θυμάμαι ούτε μια στιγμούλα που να είχα, όχι πίεση, αλλά την παραμικρή όχληση από τη μεριά του στο πώς θα πω τα λόγια μου. Οταν σου έλεγε «πες αυτό», σε περιέβαλλε με τέτοια αύρα, σου ασκούσε τέτοια γοητεία, που ό,τι σου έλεγε θα το έκανες, έστω με μια αποδοχή από τη μεριά σου λίγο χαμογελαστή, σχολιαστική. Κι ας μην το πίστευες.

Ετσι γενναιόδωρα, άκριτα, ανεπιφύλακτα, φέρονταν όλοι στον Κανελλόπουλο; Μήπως, έτσι, του τόνωναν έναν κάποιο ναρκισσισμό;

Ηταν νάρκισσος, ήταν πολύ «εγώ», κλεισμένος στον εαυτό του, ένα κουκούλι και μέσα αυτός. Τον Τάκη τον χαντάκωσε όλη αυτή η διανόηση και το δημοσιογραφικό κύκλωμα που τον έκανε θεό από τη μια μέρα στην άλλη. Δεν είχε τη δομή, ως προσωπικότητα, να το αντέξει όλο αυτό - σα να πάρεις ένα παιδί και να το στέψεις βασιλιά. Ο μύθος που φτιάξανε γι’ αυτόν ήρθε και προστέθηκε σ’ αυτό που ήταν από μόνος του. Οπότε αυτονομήθηκε ακόμα πιο πολύ, γιατί έτσι κι αλλιώς πάντα μια μονάδα ήταν. Ο Τάκης δεν θα μπορούσε ποτέ να ενσωματωθεί σε ένα σινεμά βιομηχανίας, ούτε καν στο νέο ελληνικό σινεμά. Γιατί δεν ήταν ένα πρόσωπο συγκροτημένο, που θα μπορούσε να υπερασπιστεί την καλλιτεχνική του περιουσία, να «πουλήσει» το έργο του. Κάποια στιγμή, μου είπανε, είχε καταθέσει ένα σενάριο στο Κέντρο Κινηματογράφου και τον πήρε τηλέφωνο μια δημοσιογράφος που το έμαθε, «να σας κάνω μια συνέντευξη, να βοήθησουμε», του είπε. Κι αυτός αρνήθηκε: «δεν θέλω με τίποτα να με βοήθησετε διά της δημοσιότητας».

Τι σας αρέσει, τι αγαπάτε περισσότερο από τον Τάκη Κανελλόπουλο;

Ο Τάκης, αυτή η πέρα από κάθε πραγματικότητα οντότητα, είναι στις ταινίες του το πιο επαναστατικό ον, παρόλο που δε φαίνεται σε πρώτο πλάνο. Δες στην «Τελευταία Ανοιξη». Βασικό του θέμα είναι η λιποταξία από τον στρατό. Η μέγιστη επαναστατική πράξη. Γιατί αυτό που υφίσταται ένας λιποτάκτης αν τον πιάσει ο στρατός, δεν το έχει περάσει ούτε ο πιο βασανισμένος κρατούμενος. Και, μάλιστα, όπως στην ταινία, λιποτάκτης εν καιρώ πολέμου. Ο Τάκης τα βάζει με την απόλυτη εξουσία, που είναι ο στρατός και με όλο το σύστημα. Εντελώς αντισυστημικός. Ας προσέχουμε, λοιπόν, τη σημειολογία των έργων του. Γιατι ο Τάκης είναι τα έργα του. Τότε μόνο μπορούμε να τον καταλάβουμε. Τόσα στοιχεία μαζεμένα, μόνο σε έναν ποιητή, σε μια πολύ ιδιαίτερη προσωπικότητα, μπορούμε να τα βρούμε.

Αναρωτιέμαι πώς θα φανούν οι ταινίες του στους πολύ νέους θεατές.

Μα ποτέ δεν δουλέψανε οι ταινίες του. Θα δούμε. Εγώ θεωρούσα την ταινία μας πολύ κακή. Μόνο επειδή μου έχουν μείνει κάτι φωτογραφίες θυμάμαι κάποια πράγματα. Αλλά μου είπαν τα παιδιά του Φεστιβάλ ότι έχει μερικά πλάνα που είναι εξαιρετικά. Ομολογώ ότι έχω μεγάλη περιέργεια να την ξαναδώ, γιατί δεν παίζεται εύκολα.

Η Τελευταία Ανοιξη, 1972, Τρίτη, 7/11, 19.30, αίθουσα Παύλος Ζάννας, παρουσία της Αιμιλίας Υψηλάντη


Στο 64ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης θα προβληθούν 9 ταινίες του Τάκη Κανελλόπουλου, με Q&A με ανθρώπους που πρωταγωνίστησαν στο έργο του, αλλά και όσους τον γνώρισαν και μελέτησαν το έργο του. Ταυτόχρονα μια πρωτότυπη εικαστική εγκατάσταση μεταμορφώνει το κτίριο του Δυτικού Φυλακίου Εισόδου της Πύλης 1 του Λιμανιού σε μια οπτικοακουστική κάψουλα που κλείνει μέσα της τις εμμονές, τη ανθρωπο-γεωγραφία και όλα τα σύμβολα που έκαναν τον Τάκη Κανελλόπουλο μια από τις πιο εμβληματικές και επιδραστικές μορφές στο ελληνικό σινεμά. Η Αιμιλία Υψηλάντη συμμετέχει διαβάζοντας μια σειρά από διηγήματα του Τάκη Κανελλόπουλου από τη συλλογή «Καθημερινές Ιστορίες», εκδόσεις Αιγόκερως.

Αναζητήστε περισσότερες πληροφορίες για το αφιερώμα και στο επίσημο site του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, στην επίσημη σελίδα του στο Facebook και στον λογαριασμό του στο Instagram.