Η καριέρα της Σουζάνε Μπίερ μοιάζει να αποτελεί μια ενδιαφέρουσα καταγραφή της πορείας του ίδιου του Δανέζικου σινεμά τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Από φιλμ για εσωτερική κυρίως κατανάλωση, στην έκρηξη του Dogma 95 με το «Open Hearts» στην διεθνή αναγνώριση με έντονα δράματα όπως το «Brothers» ή το «Μετά το Γάμο», μέχρι το περσινό της Οσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας. Ομως το «Ερωτας Είναι», ακόμη κι αν είναι γραμμένο όπως κι όλες σχεδόν οι ταινίες της με τον μόνιμο συνεργάτη της Αντερς Τόμας Γιένσεν, δείχνει σαν μια στροφή σε κάτι πιο ελαφρύ και χαριτωμένο έστω κι αν είναι το δράμα που δίνει ώθηση στην ρομαντική αυτή κομεντί να πάρει μπρος. «Το τελευταίο πράγμα που ήθελα ήταν να κάνω μια κυνική ταινία» μας έλεγε η η Μπίερ όταν την συναντήσαμε στο περασμένο φεστιβάλ της Βενετίας, για να μιλήσουμε για το φιλμ που τολμά να παίξει με τους κανόνες της ρομαντικής κομεντί με τρόπο ανανεωτικό και να κάνει ακόμη και το πιο κυνικό κομμάτι του εαυτού μας να παραδεχτεί πως λίγη θετική διάθεση κι ένα τρυφερό χαμόγελο, δεν έβλαψαν ποτέ κανέναν...
Πως γεννήθηκε η ιδέα να κάνετε μια ρομαντική κομεντί με θέμα (και) τον καρκίνο;
Η κεντρική ηρωίδα, η Αϊντα, χτίστηκε ξεκινώντας όχι τόσο από τον χαρακτήρα, όσο από την ιστορία της. Η οποία είναι βασισμένη σε αυτήν της μητέρας μου. Οταν ξεκινήσαμε να δουλεύουμε το σενάριο της ταινίας κι αρχίσαμε να μιλάμε για το αν πρέπει κάνουμε μια ταινία για τον καρκίνο, αποφασίσαμε ότι αυτό που θα είχε νόημα θα ήταν να κάνουμε κάτι διαφορετικό: μια ρομαντική κομεντί για τον καρκίνο. Δεν θέλαμε κάτι βαρύ και υπερβολικά δραματικό. Θέλαμε να εμποτίσουμε την όλη ιδέα της ταινίας με μια αίσθηση ελπίδας. Και ήταν πολύ προφανές σε μένα, ότι θα έπρεπε να αντλήσω πράγματα από την ιστορία της μητέρας μου η οποία ακόμη κι αν έχει παρουσιάσει καρκίνο του μαστού δυο φορές, ήταν πάντα θετική και αισιόδοξη γυναίκα. Ακόμη κι όταν βρισκόταν στο χειρότερο σημείο της, θα έβλεπε πάντα κάτι θετικό, θα μιλούσε για το πόσο καλές ήταν οι νοσοκόμες για παράδειγμα.
Εχει ήδη δει την ταινία;
Ναι την είδε ήταν εδώ στην πρεμιέρα μαζί με τον μπαμπά μου και οι δυο τους διασκέδασαν πολύ απ ότι μου είπαν. Δεν είναι η δική της ιστορία όπως καταλαβαίνετε και φυσικά είναι δύσκολο να βλέπεις τον εαυτό σου ως χαρακτήρα σε μια ταινία, οπότε νομίζω ότι δεν αναγνώρισε στ΄αλήθεια τον εαυτό της, απλά διασκέδασε το φιλμ.
Υποθέτω ότι δεν θα είχε αντίρρηση και για την επιλογή του Πιρς Μπρόσναν στον ανδρικό ρόλο. Γιατί τον διαλέξατε;
Η ηρωίδα μου όταν ξεκινά η ταινία έχει χάσει τα πάντα. Εχει καρκίνο, μόλις έχει τελειώσει τη θεραπεία και είναι τρομοκρατημένη ότι η αρρώστια δεν έχει φύγει ακόμη. Εχει χάσει τα μαλλιά της, έχει ένα στήθος, ο άντρας της έχει δεσμό με μια όμορφη ξανθιά στην ηλικία της κόρης της. Και σκεφτόμουν με ποιόν άντρα σε αυτή την τραγική στιγμή της ζωής της με ποιον θα ήθελες να καταλήξει; ποιος θα ήταν ο άντρας των ονείρων της; Και δεν θα μπορούσε να είναι άλλος από τον Τζέιμς Μποντ. Αλλά ένας Τζέιμς Μποντ, με μια ανθρώπινη πλευρά. Ενας υπέροχος έντονος άντρας με συμπόνια και αγάπη.
Ελλείψει άλλου καλύτερου χαρακτηρισμού η ταινία σας περιγράφεται ως ρομαντική κομεντί. Εσείς πως την βλέπετε στ΄αλήθεια;
Αγαπώ τις αμερικάνικες κομεντί, αλλά ναι, δεν νομίζω ότι είναι μια ξεκάθαρη κωμωδία. Είναι μια βαθιά ρομαντική ταινία και σίγουρα έχει πολλά κωμικά στοιχεία. Είναι ξεδιάντροπα ρομαντική γι αυτό δεν υπάρχει καμιά απολύτως αμφιβολία, όπως και στο ότι είναι συχνά αρκετά αστεία. Αλλά δεν είμαι σίγουρη ότι είναι μια καθαρή κωμωδία. Δεν νομίζω ότι ακολουθεί τους κανόνες που θέτουν αυστηρά τα είδη, οπότε δεν είμαι σίγουρη πως να την περιγράψω εκτός από ρομαντική. Και κατά στιγμές αστεία.
Πάντως δεν είναι η πρώτη ταινία που βλέπουμε τα τελευταία χρόνια με τον καρκίνο να μην είναι το απόλυτο δραματικό ταμπού. Ηταν σημαντικό για σας να απαλύνετε με κάποιο τρόπο, τον τρόμο που φέρνει ακόμη και το άκουσμα αυτής της λέξης;
Ηταν σημαντικό να μιλήσω για κάτι τόσο σοβαρό με τρόπο αληθινό. Υπάρχουν πάντα στοιχεία κωμωδίας ακόμη και στο πιο βαθύ δράμα. Δεν θεωρώ απαραίτητα ότι μια ταινία για τον καρκίνο οφείλει να είναι δράμα, ειδικά εφόσον όλοι σε αυτό το τραπέζι έχουμε προφανώς κάποιον γνωστό ή φίλο που να έχει την εμπειρία του καρκίνου. Και όταν ζούμε μαζί τους, είναι σαφές ότι η καθημερινότητά τους δεν είναι ποτέ ένα συνεχές, ασταμάτητο δράμα.
Και το να κάνετε το φιλμ ιδιαίτερα φιλικό στο κοινό ήταν επίσης μια επιλογή στο ίδιο πνεύμα;
Νομίζω ότι από την φύση μου έχω ένα ευρύ γούστο. Δεν είμαι από τους ανθρώπους που τους αρέσουν να βλέπουν υπερβολικά πολύπλοκα «καλλιτεχνικά» φιλμ. Δεν είναι ότι συνειδητά αναζητώ ιστορίες που να απευθύνονται στο πλατύ κοινό, που να έχουν την δυνατότητα να γίνουν επιτυχίες, απλά συμβαίνει το δικό μου γούστο είναι αυτό που βλέπετε στην οθόνη. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν απολαμβάνω πιο μικρές λιγότερο προσβάσιμες ταινίες ή δεν θα έκανα ποτέ μια από αυτές, αλλά αν συνέβαινε κάτι τέτοιο τότε θα ήταν μια πραγματικά low budget ταινία.
Νιώθετε ότι υπάρχει διαφορά στον τρόπο που αντιμετωπίζεται η δουλειά σας στην χώρα σας κι εκτός αυτής;
Στην Δανία είμαι απόλυτα mainstream αλλά στην υπόλοιπη Ευρώπη είμαι arthouse σκηνοθέτης. Υπάρχει μια σνομπ διάθεση απέναντι στα φιλμ που κάνουν εμπορική επιτυχία κι όχι μόνο στη χώρα μου αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη. Τα πράγματα πρέπει να είναι λίγο ακατανόητα, λίγο weird και τότε είναι αριστουργήματα. Είναι λίγο ανακόλουθο να κερδίζω ένα Οσκαρ και το βραβείο της Ευρωπαϊκής ακαδημίας κινηματογράφου και στην χώρα μου να μην είμαι καν υποψήφια στα δικά μας βραβεία. Αλλά έχει να κάνει με την βιομηχανία κι όχι με το κοινό, γιατί οι ταινίες μου ευτυχώς βρίσκουν μεγάλη αποδοχή από τους θεατές. Είναι όμως περίεργο το να σε σνομπάρουν επειδή προσπαθείς να αφηγηθείς μια ιστορία με ουσία και να το κάνεις με τρόπο κατανοητό για το κοινό. Για μένα αυτό το στόχο έχουν οι ταινίες: Το κοινό. Και αν στην πορεία κατορθώσεις να του μιλήσεις για κάτι σημαντικό και ουσιώδες με τρόπο ενδιαφέροντα, ακόμη το καλύτερο.
Το γεγονός ότι κερδίσατε ένα Οσκαρ έκανε τα πράγματα πιο εύκολα για εσάς;
Είμαι σε ένα σπουδαίο σημείο, δίχως αμφιβολία, αλλά δεν έχω παράπονο. Πάντα έκανα τις ταινίες που ήθελα. Οι μέρες μας είναι δύσκολες για το σινεμά, οπότε δεν έχουν αλλάξει πολλά στον τρόπο που κάνω σινεμά. Η ιδέα μου για τις ταινίες που θέλω να κάνω παραμένει ουσιαστικά ίδια, όπως και η επιλογή μου να κρατάω στο βάθος του μυαλού μου πως το σινεμά δεν είναι μόνο τέχνη είναι και μια δουλειά.
**Η επόμενη ταινία σας το «Serena» είναι για δεύτερη φορά μετά το «Things we Lost in the Fire», αμερικάνικη παραγωγή. Πόσο διαφορετικό είναι να δουλεύετε ως κομμάτι ενός άλλου κινηματογραφικού συστήματος;
Η χρηματοδότηση είναι πολύ διαφορετική, όλες οι διαδικασίες πριν ξεκινήσεις να κάνεις την ταινία είναι σίγουρα διαφορετικές, αλλά όταν ξεκινήσεις να δουλεύεις όλα είναι ίδια. Ασφαλώς σε μια διαφορετική κλίμακα σίγουρα, αλλά σαν σκηνοθέτης δεν ασχολείσαι με την κλίμακα. Ναι παίρνει περισσότερο χρόνο να φτάσεις από την αρχική ιδέα στα γυρίσματα, περισσότερα meetings, περισσότερες συμφωνίες, κουβέντες, αλλά όταν βρεθείς στο σετ, όλα όσα έχουν προηγηθεί πολύ απλά δεν σε αφορούν. Η ουσία παραμένει ίδια και γι αυτό για μένα δεν έχει στ' αλήθεια σημασία αν δουλεύω στην πατρίδα μου ή στην Αμερική. Και δεν σκοπεύω να εγκαταλείψω την Δανία ή ότι το σινεμά που θα κάνω στην Αμερική δεν θα είναι το δικό μου σινεμά.
Μιλώντας για το αμερικάνικο και το Δανέζικο σινεμά, τι θα λέγατε ότι είναι αυτό που έκανε την χώρα σας να δημιουργήσει μια τόσο σημαντική παράδοση σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα; Πως γίνεται τόσες πολλές καλές ταινίες να έρχονται από την Δανία; Ποιο είναι το μυστικό σας;
Εχει να κάνει με το γεγονός ότι πριν από δέκα χρόνια αποφασίσαμε να ασχοληθούμε ουσιαστικά με τα σενάρια, με την αφήγηση. Να δουλέψουμε πάνω στους χαρακτήρες και στο να χτίσουμε ταινίες σαφείς, ουσιαστικές. Νομίζω ότι το Δόγμα βοήθησε πολύ σε αυτό, γιατί ξεγύμνωσε το σινεμά από κάθε τι περιττό, άφησε μόνο την ιστορία και τους χαρακτήρες. Αν έρχεσαι από μια μικρή χώρα, με μια μικρή κινηματογραφική βιομηχανία τι άλλο έχεις να προσφέρεις εκτός από ενδιαφέρουσες ιστορίες και καλούς ηθοποιούς; Αυτό είναι κατά τη γνώμη μου το μυστικό. Κι αυτό είναι στο οποίο θα πρέπει να επικεντρωθεί κάθε μικρή κινηματογραφία που προσπαθεί να κερδίσει τον δικό της χώρο.