Η Ελισάβετ Χρονοπούλου μας ξάφνιασε. Την προηγούμενη Πέμπτη κυκλοφόρησε στα βιβλιοπωλεία η πρώτη της συλλογή διηγημάτων, η πρώτη της απόπειρα στο λογοτεχνικό τοπίο. Οι ιστορίες των (αντι)ηρώων της, έτσι όπως τους σκιαγραφεί η σύντομη περίληψη του «Φοράει Κοστούμι», επιδεικνύουν κάτι το άγριο, το ωμό - όπως τα συναισθήματα που γράφουμε για να ξορκίσουμε.
Mια χειρόγραφη νουβέλα που πολτοποιείται μέσα σ’ ένα σκουπιδιάρικο και κανείς δεν μπορεί να τη σώσει. Η Αμαλία που έμεινε 72 χρόνια παντέρημη σ’ ένα καλύβι δίπλα στο ποτάμι με τις κατσίκες της. Ο Μαρτίν, κατακόκκινος με βουρκωμένα μάτια, μπροστά στο δάσκαλο που βρήκε το γαμοσταυρουδάκι της Αλεξάνδρας μέσα στην τσάντα του. Ο Λευτέρης, φρικαρισμένος απ’ τη διέγερση που του προκαλούν οι κραυγές της τρομοκρατημένης γυναίκας μέσα απ’ το πηγάδι που την έριξε για να πεθάνει. Η Ειρήνη που, με το βλέμμα του μαστουρωμένου πανικού, ορμάει γυμνή στις σκάλες της πολυκατοικίας, στέκεται στο κεφαλόσκαλο, μπροστά στον κύριο Καρδαρά που περιμένει το ασανσέρ, και ξύνεται μέχρι να ματώσει. Ο γυμνός άντρας που κρυφακούει, κολλημένος στη μεσοτοιχία, τα βογγητά ενός κοριτσιού, απ’ το διπλανό δωμάτιο του ξενοδοχείου. Και τα ουρλιαχτά. Και θέλει να τη σώσει αλλά αυτή δε θέλει να σωθεί.
Γιατί πήρες την απόφαση να γράψεις;
Δεν είναι απόφαση. Εγινε μόνο του. Κάποια διηγήματα υπάρχουν από το 2007 – βγήκαν αυθόρμητα, σαν εμετός. Οι άνθρωποι που γράφουν, γράφουν γενικώς. Ακόμα κι αν αυτό είναι ημερολόγιο. Ολοι έχουμε τετράδια γεμάτα με σκέψεις. Σε όλη μου τη ζωή κουβαλάω στην τσάντα μου σημειωματάριο - από τα 12 μου. Παρατηρώ τι συμβαίνει γύρω μου και το σημειώνω. Κι αυτό έχει άμεση σχέση και με το σινεμά. Η μυθοπλασία είναι ένα πράγμα. Το να λες ιστορίες, είτε με τις λέξεις είτε με τις εικόνες, είναι το ίδιο. Οπότε δε θεωρώ ότι έκανα κάτι διαφορετικό. Ιστορίες διηγούμαι και πάλι.
Εφερε η κρίση μία άλλη διέξοδο έκφρασης; Είναι καταφύγιο του Ελληνα σκηνοθέτη που δύσκολα ξεκινά την επόμενη ταινία, να εκφραστεί μ' ένα άλλο μέσο;
Οχι στην δική μου την περίπτωση. Νομίζω ότι είναι παράλληλοι δρόμοι αυτοί μέσα μου. Εχει ξεκάθαρα να κάνει με το δικό μου εσωτερικό ρυθμό, τη δική μου ωριμότητα. Οχι με την κρίση και τις δυσκολίες του ελληνικού κινηματογράφου.
Ποια είναι η μεγαλύτερη πρόκληση, όταν αφαιρείται η εικόνα και μένεις μόνο με τις λέξεις;
Εσύ το χαρτί και οι λέξεις είναι μία πολύ μεγαλύτερη ελευθερία. O κινηματογράφος σε σχέση με τη λογοτεχνία είναι πιο περιοριστική, πιο καταπιεστική τέχνη. Γιατί η εικόνα είναι σαφής. Με την πεζογραφία σε αφήνω να φανταστείς, δε χρειάζεται να περιγράψω, να φωτογραφήσω. Ειδικά στα δικά μου διηγήματα υπάρχουν ελάχιστες περιγραφές. Μπορεί ο ήρωας για μένα να είναι ξανθός, για σένα μελαχρινός. Στο σινεμά κάνεις κάστινγκ.
Ποιος φοράει κοστούμι;
Φοράει κοστούμι ο δικηγόρος που έχει κληθεί στο αστυνομικό τμήμα να υπερασπιστεί κάποιον από τους ήρωες. Κι ο ήρωας κολλάει στο ότι ο δικηγόρος του φοράει κοστούμι. «Θέλει να του πω την αλήθεια, αλλά δεν την ξέρω, πώς θα του την πω;» αναρωτιέται. Πρέπει να σας πω ότι αυτό είναι κάτι πολύ δικό μου. Ενώ τον τίτλο τον διάλεξα πολύ πρόχειρα, ως προσωρινό, τελικά επικράτησε γιατί μου ταιριάζει. Το κοστούμι ο ήρωάς μου το βλέπει ως σημάδι πολιτικής ορθότητας και το απεχθάνεται. Από την άλλη, είναι και σημάδι μίας χαμένης τυπικότητας. Κι εγώ προσωπικά έχω πολύ μεγάλη ανάγκη την τυπικότητα, έχω πρόβλημα με την μη κερδισμένη οικειότητα, δε θέλω οι άνθρωποι να περνάνε την γραμμή. Με αντιπροσωπεύει το κουστούμι σε ένα επίπεδο. Συμβολικότερα, πιστεύω ότι ο κόσμος θα ήταν καλύτερος αν φορούσαμε τα καλά μας. Γιατί το κοστούμι μπορεί να σημαίνει ότι θα κάτσω υπομονετικά στην ουρά της τράπεζας, θα περιμένω στο μετρό να βγει ο κόσμος που είναι μέσα.
Η περιγραφή των (αντι)ηρώων σου είναι σοκαριστική, ωμή, βίαιη - έβγαλες από μέσα σου ό,τι σε τρομάζει;
Στην πραγματικότητα αυτά τα διηγήματα γράφτηκαν γιατί είχα κι έχω μεγάλη αγωνία να καταλάβω συμπεριφορές που με τρομάζουν και με φρικάρουν. Εχω πολύ μεγάλη ανάγκη να διατηρήσω την πίστη μου στους ανθρώπους, να συνεχίσω να πιστεύω ότι ο άνθρωπος είναι κατά βάθος καλός. Εγραψα αυτές τις ιστορίες, πλησίασα αυτούς τους ήρωες για να καταλάβω. Γιατί κάποιος γρονθοκοπεί μία γυναίκα που αγαπάει; Οφείλω να ομολογήσω ότι τίποτα δεν απαντήθηκε μέσα μου. Δεν τον κατάλαβα αυτό τον άνθρωπο που στη ζωή απεχθάνομαι, αλλά τουλάχιστον, όσο ήταν ήρωάς μου, επιχείρησα να ψάξω μέσα στο δικό του το σκοτάδι. Ηθελα να δώσω μία απάντηση για την σκληρότητα, τη βία, την ασυνεννοησία.
Επίσης, μία επιπλέον εξήγηση, είναι ότι νιώθω ασφυξία πλέον με το πολιτικά ορθό. Δε θα μπορέσουμε να ζήσουμε έτσι. Αισθάνομαι έναν τρόμο ότι ο δυτικός κόσμος θα το πληρώσει πολύ ακριβά αυτό το πράγμα, που, για παράδειγμα, τα παιδιά στους παιδικούς σταθμούς στην Αμερική δεν επιτρέπεται να αγγίζουν το ένα το άλλο. Ηθελα να αναπνεύσω λίγο ελεύθερα. Μέσα από τον μυθοπλαστικό κόσμο κατάφερα να ανοίξω ένα παράθυρο και να πω τα πράγματα όπως τα νιώθω.
Σε ενδιάφερε πώς θα σε υποδεχτεί, κριτικάρει ο λογοτεχνικός κόσμος ή βούτηξες με το κεφάλι;
Βούτηξα με το κεφάλι, αλλά φυσικά και με ενδιαφέρει η γνώμη των ανθρώπων – ο λογοτεχνικός κόσμος έχει ανθρώπους που εκτιμώ. Ομως πιστεύω βαθιά αυτό που είχε πει κάποτε ο Θόδωρος Αγγελόπουλος: «τις ταινίες δεν τις δικαιώνει ούτε το κοινό, ούτε η κριτική. Μόνο ο χρόνος.» Αν λοιπόν οι ταινίες μου ή το βιβλίο μου έχουν κάποια αξία, που εγώ δεν μπορώ αυτή τη στιγμή να το ξέρω, το μόνο που μπορώ να ελπίζω είναι να είναι τα έργα μου προσβάσιμα για πολλά χρόνια. Η πνευματική ηδονή που θα μας δώσει κάτι που γίνεται τώρα, δεν με αφορά. Πιστεύω ότι μέσα στο χρόνο οι άνθρωποι βρίσκουν ό,τι τους ενδιαφέρει. Εγώ ψάχνω και βρίσκω. Ελπίζω να με ψάξουν και να με βρουν. Αυτό εύχομαι για το βιβλίο...
Το «Φοράει κοστούμι» της Ελισάβετ Χρονοπούλου κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία από τις εκδόσεις Πόλις.
Tags: ελισάβετ χρονοπούλου